Η ζωή της Εκκλησίας


Η τελετουργική αμφίεση του ιερού κλήρου:
Β' Η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση

του Ομοτιμ. Καθηγ. κ. Κωνσταντίνου Καλοκύρη

Περιοδικό Ανάπλασις. περ. Δ', αρ. 422



«Φιλοκαλοῦμεν γάρ μετ’ εὐτελείας…»
(Θουκυδ. Επιτάφιος Περικλέους 2, 40)

«Ἐν τῇ ἀμφιέσει πᾶν ὅ διά καλλωπισμόν παραλαμβάνεται περπερείας ἔχει κατηγορίαν»
(Κανόνας ΙΣΤ΄, Ζ΄ Οικ. Συνόδου)

α) Η γενική εντύπωση του συνόλου των ιερών αμφιέσεων

Τα άμφια των περισσοτέρων κληρικών, κυρίως των μεγάλων πόλεων -με τάση γενικότερης επέκτασης- , χαρακτηρίζονται σήμερα από την ενοχλητική έως σκανδαλώδη για τους πιστούς, πολυτέλεια. Πολυτέλεια που προσβάλλει τον κόσμο της ανέχειας, της προβληματικής επιβίωσης, και μοιραία κλονίζει την πίστη των μαζών. Με δικαιολογία, τάχα, στην ακολουθία της βυζαντινής παράδοσης των χρυσοκέντητων αμφίων, κατάντησαν αυτά, με τον φορτικό τους διάκοσμο, να χάσουν την ιερή μεγαλοπρέπεια της σεμνότητας, εκείνης που οφείλουν να εκφράζουν ως προβολείς του ταπεινού ορθοδόξου φρονήματος, το οποίο πρέπει να βιώνουν οι φορείς των. Έτσι, χρυσόχρωμοι πολυέλικτοι φυλλοφόροι κλαδίσκοι, σε ακαλαίσθητους, συνήθως συνδυασμούς, κάνουν αληθινά δυσαρέστως απαράδεκτη την μορφή πολλών αμφίων και των τριών βαθμών. Πολλά απ’ αυτά μάλιστα δίνουν την εντύπωση ενός αλλοπρόσαλλου και απερίγραπτου μπαρόκ! Δεν προτιμούνται δηλαδή σ’ αυτά, τα σεμνά, τα αχνά εκείνα χρώματα των βυζαντινών διακοσμήσεων, ούτε το πρέπον μέτρο των ιερών απεικονίσεων στα περιτραχήλια και, κυρίως, στους σάκκους και στα ωμοφόρια αρχιερέων (1). Η εντύπωση που δίνουν και στους στοιχειωδώς αισθητικά καλλιεργημένους είναι εκείνο που εκφράζει ο σύγχρονος διεθνής όρος «κιτς» (Kitsch). Δυστυχώς όμως το ματαιόδοξο πνεύμα έφθασε και στα μαύρα άμφια της Μ. Σαρακοστής, όπως τα βλέπει ο πολύς λαός κυρίως την Μεγάλη Εβδομάδα.. Τα φαιλόνια των ιερέων, τα στιχάρια και ωράρια των διακόνων, αντί των απλών σταυρών και των ασημόχρωμων λωρίδων των παρυφών των, που τα διακοσμούσαν τις προηγούμενες εποχές, τώρα αρχίζουν να γεμίζουν με άκομψους και ετερόκλητους κλαδίσκους…. Πού είναι το πνεύμα της ταπεινώσεως και λιτότητας που απαιτούν οι άγιες πένθιμες ημέρες των Παθών; Βεβαιώνεται λοιπόν η κατακριτέα «περπέρεια» (=κενοδοξία καλλωπισμού) ή όχι; Τι λέγει γι αυτά όλα η «Επιτροπή Λατρείας;» της Εκκλησίας της Ελλάδος;

β) Νεότερες απαράδεκτες προσθήκες

Αλλά η ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία ορισμένων κληρικών επρόχωρησε δυστυχώς. Έτσι π. χ. το κυκλικό μετάλλιο (πόλος) με στηθαίο τον Ιησού Χριστό, που τίθεται ψηλά (ράχη) του αρχιερατικού σάκκου, παρουσιάζεται τελευταία και στα φαιλόνια ιερέων (2). Επίσης άλλο χαρακτηριστικό της σύγχρονης επιδειξιομανίας, αρχικά μερικών αρχιμανδριτών-πρωτοσυγκέλλων- τελευταία δε και μερικών ιερέων (πρεσβυτέρων) αποτελεί το απαράδεκτο επίρραμμα (επίβλημα, μεσαιων. «μαργέλλιο», από το λατ. margo) στο φαιλόνιο, ψηλά στους ώμους (πίσω και εμπρός) δηλαδή ύφασμα με ποικίλματα, το οποίο έντονα διαφέρει από το χρώμα του όλου αμφίου. Τι σκοπό έχει αυτό το επώμιο «εμβάλωμα»; Ποια ελληνική Ορθόδοξη παράδοση το γνωρίζει; Μοιραίως ελέγχει «περπέρειαν» και αναγκάζει τον λαό να υποθέσει ότι αυτό αποτελεί ένδειξη διακρίσεως, επισήμανση υπεροχής του φέροντος, απέναντι των άλλων κληρικών…Όλα αυτά όμως τα καθαρά εγωιστικά είναι μακριά από το πνεύμα όχι μόνο της Ορθόδοξης, αλλά και της συμπορευόμενης ελληνικής μας αισθητικής παράδοσης. Δηλαδή της ομορφιάς ποιότητας, και όχι της αγοραίας. Της ομορφιάς εκείνης που δεν φωνασκεί, αλλά ο θεατής πιστός την βιώνει στην όλη της απλότητα. Γιατί πράγματι «φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας» κατά την παρατήρηση του Θουκυδίδη (δηλ. επιδιώκουμε το ωραίο και ικανοποιούμαστε στην απλότητά του). Τα ίδια υπενθυμίζει και ο Αντιφάνης (4ος αι. στην Μύστιδα, 2, 9). Στην αρχαία εκκλησία όταν παρουσιαζόταν περίπτωση ιερής αμφίεσης που ξεπερνούσε την επιβαλλόμενη σεμνότητα, αρχιερείς εξεγείρονταν, όπως π. χ. τον 4ο αιώνα ο Αστέριος Αμασείας, ο οποίος χαρακτήριζε τους παρεκτρεπομένους ως «κινούμενους ζωγραφικούς τοίχους»! Τι θα έλεγε σήμερα αυτός, αλλά και ο Μ. Βασίλειος, ο Ιω. Χρυσόστομος κ.λπ. για τα παραπάνω, ως και για τον αυξανόμενο αριθμό των ζωηρόχρωμων ιερών σκηνών, στους σάκκους και στα ωμοφόρια μερικών επισκόπων; (Μόνο στα ωράρια (3) δεν είδαμε ακόμη, ευτυχώς, ιερές απεικονίσεις…)

Εν πάσει περιπτώσει ορισμένοι σύγχρονοι κληρικοί μας «ενδεδυμένοι πορφύραν και βύσσον και εμφανιζομένοι λαμπρώς»(Λουκ. ιστ΄, 19) στις ιεροπραξίες μάλιστα των μεγάλων εορτών, υπενθυμίζουν την κατάκριση του Ιησού για τους Φαρισαίους, ότι «πάντα ποιοῦσι πρὸς τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, -πλατύνουσι γάρ τά φυλακτήρια αὐτῶν και μεγαλύνουσι τά κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν…» (Ματθ. κγ, 5). Δηλ. εκεί μεν πλατύνουν τα φυλακτά τους (όπως και μερικοί αρχιερείς τα «εγκόλπιά» τους!) και φαρδαίνουν τις μπορντούρες τα πανωφόρια, ενώ μερικοί εξαίρουν τα επώμια, δηλ. και στις δύο περιπτώσεις για τον ίδιο σκοπό. Τι θα πράξει η σόφρων Εκκλησία στην χώρα μας, αλλά και το παραδοσιακό Οικουμενικό Πατριαρχείο γι αυτήν την αρριβιστική νοοτροπία, δεν χρειάζεται εμείς να υποδείξουμε. Μόνο υπενθυμίζουμε απλώς τους ιερούς Κανόνες δύο Οικουμ. Συνόδων, της εν Τρούλλω και της Ζ΄, τους οποίους υπομνημάτισε ο Θ. Βαλσαμών, και οι οποίοι απαγορεύουν στους κληρικούς κάθε βαθμού όχι μόνο «ἐσθῆτας λαμπράς και περιφανεῖς» αλλά και τα «ἑτερόχροα ἐπιβλήματα» στα ιερά άμφια (Βλ. Ράλλη Ποτλή, Σύνταγμα Θ. & Ι. Κανόνων, τ. Β, 622, και Πηδάλιο, εκδ. Παπαδημητρίου, 1957, σ. 242. Πρβλ. και Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Β΄, ΙΙ, 1948, σ. 18. Για την «περπέρεια» βλ. Ράλλη-Ποτλή, οπ. Π. τ. Β, 624 και τ. Δ΄, 31).

Τέλος σημειώνουμε ότι καλώς βεβαίως εστάλη από την Ι. Σύνοδο εγκύκλιος στους ιερείς για την απλότητα των αμφίων κ. λ. π. Δεν ξέρουμε όμως εάν εστάλη η προσήκουσα και στους αρχιερείς. Από εκεί η αρχή για να παραδειγματίσει! Με τον αναμφισβήτητο ορθόδοξο ζήλο Σας, οι μεγάλοι της Εκκλησίας δέον τις αισθητικές σας αντιλήψεις «καθαρθῆναι πρῶτον, και εἶτα καθάραι», και στους, μικροτέρων βαθμών κληρικούς…

γ) Διευκρίνιση για το νόημα της μίτρας

Λίγες λέξεις για την ερμηνεία που έχει δοθεί προς δικαιολογία της περίλαμπρης αρχιερατικής μίτρας. Λεγόταν λοιπόν και γραφόταν λίγο παλαιότερα ότι συμβολίζει τον «ακάνθινο στέφανο»του Χριστού. Ανευλαβής συσχέτιση! Γιατί τί σχέση μπορεί να έχει ο μαρτυρικός, επώδυνος και προς εμπαιγμόν στέφανος του Κυρίου με την σύγχρονή μας πολυτελή και αποστράπτουσα μίτρα των αρχιερέων η οποία τους προσφέρει (όχι φυσικά οδύνη αλλά) το χαροποιό αίσθημα της «τιμητικής υπεροχής»! Η αλήθεια είναι ότι την άποψη αυτή αναφέρει ο Συμεών Θεσσαλονίκης χωρίς βέβαια να την αποδέχεται, αλλά ιστορικώς, με επιφύλαξη πληροφορώντας ότι μερικοί ιεράρχες «ἐξομοιοῦν τῷ τοῦ δεσπότου ἀκανθίνῳ στεφάνῳ» με την, τότε βέβαια απλή και απέριττη μίτρα (άσχετη φυσικά με την σημερινή, που είναι προϊόν εξελίξεως των περίκλειστων θολωτών βασιλικών βυζαντινών κ. εξ. στεμμάτων) όπως είπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου μας (βλ. για τον Συμεών PG 155, σελ. 717). Όσον αφορά πάλι στην εξεζητημένη ερμηνεία της μαρμαιρούσας μίτρας ως, τάχα, συμβόλου της «δόξης του Χριστοῦ μετά την Ἀνάστασιν», αυτή αποτελεί εφεύρημα και παραποιεί το χωρίου του Ευσεβίου Καισαρείας (Εκκλ. Ιστορία, 1, 14) όπου ο λόγος για τους «φίλους τοῦ Θεοῦ ἱερεῖς τους τον οὐράνιον τῆς δόξης στέφανον περιβεβλημένους», -προφανώς με την ορθό έννοια του «ἐν οὐρανοῖς» στεφάνου, ως βραβείο του μαρτυρίου των.

δ) Παρεξήγηση των πολυτελών αμφιέσεων των πρώτων αιώνων

Αν και θα έπρεπε ίσως να ήταν πρωθύστερος ο λόγος για την μορφή της πρωτοχριστιανικής ιερατικής αμφιέσεως, όμως αφήσαμε το πράγμα τελευταίο για να μείνει η εντύπωση στους αναγνώστες. Λέγομεν αμέσως ότι τόσο στις Κατακόμβες όσο και στην εικονογραφία των πρώτων χριστιανικών και βυζαντινών αιώνων, άγια πρόσωπα απεικονίζονται με περίλαμπρες τελετουργικές ενδυμασίες. Το πράγμα βλέπουμε σε παραστάσεις ως της αγίας Αγνής, της αγίας Πρίσκιλλας, αγ. Δομιτίλλας κ.λπ. στις αντίστοιχες κατακόμβες της Ρώμης. Ομοίως και στα ψηφιδωτά, όπως της Ραβένας (6ος αι.), οι άγιες Παρθένες στην τελετουργική τους πομπή (ναός αγ. Απολλιναρίου του νέου), ο αρχιεπίσκοπος Μαξιμιανός κ.λπ. (στον ναό αγ. Βιταλίου), ως και ο άγ. Δημήτριος (μεταξύ δύο παιδιών ή μεταξύ των δωρητών) στα ψηφιδωτά (7ου αι.) του ομώνυμου ναού της Θεσσαλονίκης, φορούν κατάκοσμα άμφια-χλαμύδες. Αυτές οι απεικονίσεις και άλλες ανάλογες κατόπιν, έδωκαν αφορμή σε μερικούς ερασιτέχνες, ή άσχετους με την όλη βυζαντινή Αρχαιολογία-για να στηρίξουν δικαιολογία των (υπερ-) πολυτελών συγχρόνων αμφίων, ως δήθεν συνέχειας της παραδόσεως εκείνων. Ανεξάρτητα τώρα από την επίδραση των πλούσιων ενδυμάτων της βυζαντινής Αυλής, θεμελιώδες είναι, εν προκειμένω, να δίνεται η ορθή εξήγηση του ζητήματος. Πράγματι λοιπόν πρέπει να γίνει σαφές ότι, στις παραστάσεις που είπαμε, οι άγιοι δεν απεικονίζονται όπως εμφανίζονταν όταν ζούσαν στον υλικό κόσμο, αλλά προβάλλουν ως ουρανοπολίτες, ντυμένοι την δόξα της παραδεισιακής μακαριότητας στην οποία βρίσκονται πλέον, περιβεβλημένοι την έκπλαγη ομορφιά του αϊδίου φωτός και του κάλλους που τους χάρισε ο Θεός!

Η πολυτέλεια λοιπόν αυτών των αμφιέσεων είναι εντελώς ιδανική (τῆς Χάριτος ἀπαύγασμα) άσχετη με τις επίγειες, καθημερινές ή τελετουργικές ενδυμασίες των. (Πρβλ. και Martigny, οπ. Π. π. σελ. 655: “tout ceci n’a rien de commun avec le costume reel et vulgaire”). Και ο λόγος είναι για να δοθεί “ une idée de la spledeur dont Dieu aime à revệtir ses élus” ).

Ε) Το ράσο των ψαλλόντων-Η αξιολόγηση του έργου των

Και τώρα ο λόγος για το ράσο των ιεροψαλτών και των χορωδών. Και το ένδυμα αυτό είναι όμοιο με των ιερωμένων. Δηλαδή μαύρο με φαρδιά μανίκια κατά μίμηση της παλαιάς δαλματικής. Οι ψάλτες, ως γνωστό, είναι λειτουργικοί συνεργάτες στην Εκκλησία και ως εκ τούτου πρέπει να φορούν αυτό το καθιερωμένο απλό ράσο (που κανονικώς δίνεται δι’ επισκοπικής ευχής- χειροθεσίας). Τελευταία όμως- αντιστάσεως μη ούσης- η ματαιοδοξία των καιρών επέδρασε κι εδώ , κι έτσι μερικοί ψάλτες (πράγμα που πηγαίνει σε γενίκευση) άρχισαν αυθαιρέτως να προσθέτουν στο ράσο ένα κόκκινο, συνήθως (και ως γιακά) συνημμένο περιλαίμιο. Στην αρχή περιωρίζετο μόνο στους χοράρχες, τώρα όμως επεκτείνεται και στους χορωδούς. Το περιλαίμιο ακολούθησε, κατά μήκος των παρυφών του ράσου, ανάλογη ταινία, ως επίσης και εσωτερικώς στα μανίκια, (ή και εσώτερα) μια φόδρα σχετικού χρώματος. Πρόσφατα μάλιστα προσέθεσαν, μερικοί, αριστερά του στήθους, και ένα «ρόδακα»δηλ. κονκάρδα, δηλωτική της χορωδίας τους. Με άλλα λόγια μετέτρεψαν σιγά-σιγά το εκκλησιαστικό ράσο σε κοσμική…τήβενο (toga)! Αλλά η τήβενος σημαίνει μία ανώτατη, επίσημη από το κράτος πνευματική αναγνώριση ιδιότητας του φορέως της, τη δικαιούνται δε μόνο οι ανώτατοι δικαστές (στην Ευρώπη, και οι δικηγόροι στις δίκες), οι ακαδημαϊκοί και οι καθηγητές πανεπιστημίων. Και διερωτάται κανείς: Ποια Ι. Σύνοδος έδωσε αυτό το δικαίωμα της αντιπαραδοσιακής και εξωεκκλησιαστικής μεταβολής του ράσου σε ένδυμα δηλωτικό άλλου περιεχομένου;

Θέλουμε όμως ειλικρινά να πιστεύουμε, ότι οι καινοτομήσαντες ουδόλως το έκαμαν με την έννοια της αυτοεξάρσεως. Αλλά απλώς από διάθεση ωραιοποίησης αυτού του ενδύματος, ύστερα από την θελκτική μίμηση χορωδιών του Εξωτερικού. Πράγματι εκεί, και μάλιστα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αμερικής, φόρεσαν οι χορωδοί τις λεγόμενες “ robes” (ρόμπες), με πλατύγυρους γιακάδες κ.λπ. Και τούτο από επίδραση του επενδύτη των «ιερουργούντων» ετερόδοξων, μάλλον λαϊκών, και της σχετικής περιβολής των χορωδών των. Επειδή οι προτεστάντες που πλεονάζουν εκεί (με το πλήθος των παραφυάδων των) δεν δέχονται την ειδική ιεροσύνη αλλά την δέχονται ω γενική, που σημαίνει ότι οι λαϊκοί μπορούν να τελούν ιεροπραξίες, φορώντας πολλάκις το εν λόγω ένδυμα, ως βέβαια και οι χορωδοί των. Κατόπιν αυτών, νομίζουμε ότι η παραδοσιακή μας Ιερά Σύνοδος που έχει επίγνωση του ιερατικού περιεχομένου του ράσου των ψαλλόντων, θα πρέπει να επέμβει (αλλά και οι άλλοι κατά τόπους Ιεράρχες) για να σταματήσει αυτή η αντορθόδοξη αυθαιρεσία. Ευτυχώς που στην Κωνσταντινούπολη οι ψάλτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ως και στα άλλα Πατριαρχεία) διατηρούν το ράσο τους αμετάβλητο από τον εκμοντερνισμό! Κατά τα άλλα οι συμπαθέστατοί μας ιεροψάλτες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι η εκτίμησή μας είναι δεδομένη για το έργο που επιτελούν, για την φωνητική-μελωδική προσφορά τους στην διατήρηση και προβολή της παραδόσεως της έξοχης βυζαντινής μας μουσικής, και όχι από την εμφάνισή τους με το -δήθεν-εκσυγχρονισμένο ράσο.

Αλλά ιδιαίτερα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την ουσία του έργου των ιεροψαλτών μας. Η άποψη ότι η μουσική της Εκκλησίας πρέπει να είναι πολύ απλή, δεν είναι απόλυτα σωστή. Ο κόσμος σήμερα, και ιδιαίτερα η νεολαία, ζει σε μία παγκόσμια μουσική έξαρση, και η Εκκλησία μας δεν πρέπει να το αγνοήσει. Να το προσέξει στο μέτρο που πρέπει. Εξ άλλου, οι ύμνοι έχουν πρεπόντως μελοποιηθεί από μεγάλους δασκάλους και σήμερα αποδίδονται καλώς από πολλούς ιεροψάλτες, οι οποίοι έχουν δεόντως εκπαιδευτεί στις σχολές βυζαντινής μουσικής. Αλλά ο σκοπός της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής μουσικής δεν είναι μόνο αισθητικός (δηλ. να προκαλέσει την ιερή, χαροποιό συγκίνηση) αλλά και διδακτικός, και αυτό συνιστά την δεοντολογία των «καλῶς ψαλλόντων», σύμφωνα και με τον λόγο του Μ. Βασιλείου:»Προσάγομεν την μουσικήν οὐ μόνον παῖδας, ἀλλά καί παιδείας χάριν» (δηλ. όχι μόνο για τέρψη μας αλλά και για εκπαίδευση βαθύτερη). Και το «παιδείας χάριν» υπονοεί βέβαια ότι οι ψάλλοντες πρέπει να είναι καταρτισμένοι όχι μόνο μουσικώς αλλά και γραμματικώς, για να μπορούν να κατανοούν τις έννοιες των ύμνων (πολλές είναι δύσκολες, ως π.χ. των ιαμβικών Καταβασιών κ.λπ) και να τις κάνουν-όσο γίνεται-κατανοητές και από το εκκλησίασμα. Έτσι προσφέρεται έργο σύμφωνα με τους Πατερικούς λόγους: «Καί τό μέν δοκεῖν μελωδοῦμεν, τῇ δέ ἀληθεία τάς ψυχάς παιδευόμεθα» (δηλ. κατά μεν τα φαινόμενα κάνουμε μελωδία, στην πραγματικότητα όμως εκπαιδεύουμε τις ψυχές). Και γίνεται και σήμερα η προσπάθεια. Γι’ αυτό και εμείς- ξαναλέμε -τιμούμε και συγχαίρουμε τους ψάλτες για το δύσκολο έργο τους. Αλλά επιβάλλεται όπως και η-καλώς κατανοούσα-Εκκλησία (επαναφέροντάς τους στο αμιγές εκκλησιαστικό ράσο) να τους στηρίξει και από απόψεως αξιοπρεπούς μισθοδοσίας. Και τούτο με την έννοια της αναγνώρισης και επιβράβευσης της μεγάλης συμβολής των στη (δια μουσικής) γοητευτική αισθητοποίηση στον λαό του μυστηρίου των ιερών Ακολουθιών, όπως παρουσιάζεται στα Λειτουργικά κείμενα και στην Υμνογραφία.





Σημειώσεις

1. Σημειωτέον ότι τόσο το ωμοφόριο και το περιτραχήλιο όσο και το ωράριο έχουν κοινή καταγωγή, δηλ. την διαμόρφωσή τους από στενή επιμήκη ταινία υφάσματος. Το ωράριο επέδρασε στη λεγόμενη στόλα (stola) των Καθολικών (την στενή λωρίδα που δια του αυχένος κρέμεται με τα δύο της τμήματα εμπρός, μέχρι τη μέση). Το ωμοφόριο διαμορφώθηκε πλατύτερο του ωραρίου. Το δε περιτραχήλιο ήταν αρχικά κάπως ως η στόλα που είπαμε, δηλ. στενόμακρη λωρίδα η οποία, διερχόμενη του τραχήλου, κρέμεται εμπρός έως κάτω, ήτοι με τα δύο της τμήματα να προσεγγίζουν. Έπειτα, τα δύο αυτά τμήματα επορπώθηκαν κάτω από τον λαιμό, πλησίασαν με κατά μήκος πόρπες (κομβία) και σιγά-σιγά αποτέλεσαν, από διμερές, ένα μόνο άμφιο-τώρα επί τον τράχηλο κρεμάμενο, και λεγόμενο επι-τραχήλιο (πετραχήλι).

2. Εδώ μερικοί απεικόνισαν και τη Θεοτόκο, όπως, επίσης, βλέπουμε και σε μερικά εγκόλπια ρωσικής προέλευσης (Panagia). Και είναι μεν η Θεοτόκος «ἁγία ἁγίων μείζων» (Υπεραγία) αλλά:εις ο Σωτήρ! Και εγκόλπιο σημαίνει τον «ἐν τῷ κόλπῳ, τόν ἐγκόλπιον Χριστόν» και μόνον (Χριστο-φόροι), όπως έχουμε π.χ. σε χρυσό εγκόλπιο του 4ου αιώνος με το μονόγραμμά Του (Ι. Χ.) που βρέθηκε τον 16ο αι. στο Βατικανό.

3. Ωράριο, γραφή προτιμότερη από ο-ράριο ως συνήθως γράφεται κατά την βεβιασμένη συσχέτιση με το ὁράω ή τις λατινικές λέξεις:os- oris= στόμα, oro=μιλώ, ή orare. (Τη γραφή ὠ-ράριο προτιμά και ο Συμέων Θεσσαλονίκης PG 155, σελ. 712). Διότι το άμφιο με την γραφή ω-μέγα απαντά πολύ παλαιά, συνδυασμένο με την λέξη ὤρα (με ψιλή) που δεν έχει εδώ την γνωστή χρονική έννοια, αλλά σημαίνει φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα, επιτήρηση, επιφυλακή κ.ά., ανάλογα δηλ. με τις λατινικές λέξεις cura, custodia. Δηλαδή όλοι η κληρικοί που αρχικά φορούσαν το ωράριο (και ήταν τότε μια απλή οθόνη καθαρισμού κ.λπ.) αλλά και έπειτα οι διάκονοι, στους οποίους έγινε το χαρακτηριστικό άμφιο (η γνωστή στενόμακρη ταινία) είχαν την φροντίδα της όλης ευταξίας των ιερών ακολουθιών. Ίσως το άκρο του ωραρίου που και σήμερα κρατούν οι διάκονοι στις δεήσεις, είναι κατάλοιπο της χειρονομίας υποδείξεως στους πιστούς ορισμένων ιερών εκδηλώσεων (βλ. μεταξύ άλλων, Abbé Martigny, Diction. Des Antiquités Chrétiennes, Παρίσι 1865, σελ. 479).




 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox