Η ζωή της Εκκλησίας


…Και πάλι η εξωτερική και η τελετουργική αμφίεση του ιερού κλήρου:
Α' Ιστορική διαμόρφωση

του Ομοτιμ. Καθηγ. κ. Κωνσταντίνου Καλοκύρη

Περιοδικό Ανάπλασις. Περ. Δ' 421, σελ. 7-10



Επισκόπηση της παραδιδομένης μορφολογίας της όλης κληρικής αμφιέσεως

Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το βασικό ένδυμα των βαθμίδων του ι. κλήρου, τελετουργικό αλλά (σχεδόν πάντοτε) και εξωτερικό, ήταν ο ελληνορωμαϊκός, χειριδωτός και ποδήρης λευκός («φωτεινός») χιτώνας (alba και tunica luminosa). Πρβλ. και «χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν», της βαπτίσεως). Ο Χιτώνας, μάλλινος ή λινός, πολλές φορές είχε διάκοσμο με επιμήκη «σήματα», λεγόμενα κλαβία (clavus) ή «γαμμάδια», από το σχήμα του ελληνικού Γ {που προήλθε από τον συσχετισμό της μορφής και του ονόματος της καμήλας (gamel)}. Το ένδυμα αυτό, ως ιερατικό άμφιο, είναι το κατόπιν λευκό στιχάριο (ίσως από τα διακοσμητικά κατά στίχους «σήματα», ποταμούς), τα γνωστά επιμανίκια (1). Όμως για τον ιερό κλήρο ως εξωτερικό ένδυμα καθημερινής ζωής , επεκράτησε σιγά- σιγά το μαύρο ποδήρες ιμάτιο, «οἴει πρέπον εἶναι πενθοῦντι σχῆμα» κατά τον Μ. Βασίλειο (PG 31, 282) και, κατά τον ιστορικό Σωκράτη, ως αρμόζει στους «κατά Χριστόν πενθούντας» (Εκκλ. Ιστορία ΙΙΙ, 96). Πρβλ. και Ιωάννη Κλιμ. PG 88, 805). Αυτό έγινε αφού διαμορφώθηκε το ένδυμα αυτό στο μαύρο ράσο των μοναχών και απ’ αυτούς επιβλήθηκε σε όλο τον κλήρο. (Και τούτο, όταν βέβαια οι μοναχοί γίνονταν επίσκοποι και εξακολουθούσαν να το φορούν, και το επέβαλαν στους ιερείς των). Το ράσο αυτό ήταν ένα ευτελές μαύρο ένδυμα, που γι αυτό ονομάζει «ράκος» ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (PG 135, 830). Αλλ’ όχι μόνο οι κυρίως κληρικοί φέρουν έκτοτε το ράσο, αλλ’ επίσης (με αποφάσεις Συνόδων και αρχιερατικές Εγκυκλίους) και οι ιεροψάλτες και οι νεωκόροι κατά τον χρόνο της υπηρεσίας των στον ναό, επειδή θεωρούνται ως κατώτεροι κληρικοί (αχειροτόνητοι αλλά χειροθετούμενοι). Πώς τώρα στις μέρες μας, με την αδικαιολόγητη ανοχή των μητροπολιτών, ικανοί ψάλτες, παραβαίνοντας την παράδοση Συνόδων και Εγκυκλίων τροποποίησαν αυθαιρέτως το ταπεινό, απλό και απέριττο ράσο σε «κάτι άλλο», θα το πούμε στην συνέχεια.

Συνεχίζοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι γενικώς «ράσα» ονομάζονταν παλαιόθεν, τόσο το ευρυμάνικο εξώρρασο όσο και το σκοτεινόχρουν με συνήθεις χειρίδες (όχι ευρυμάνικο) και εμπρός διασταυρούμενο εσώτερο ένδυμα, το γνωστό αντερί, από την τουρκική λέξη intari. Το εξωτερικό όμως (το κυρίως) μέλλαν ράσο είχε στην τουρκοκρατία και το όνομα «τζουμπές» (ακούεται η λ. και σήμερα), επεκράτησε δε ίσως από το πλατύ, βαθύχρουν επανωφόρι των Τούρκων (πολλάκις μεταξωτό, ή μάλλινο, εφοδιασμένο και με γούνα), το λεγόμενο «καφτάνι», το οποίο φορούσαν και οι έλληνες άρχοντες των παραδουνάβιων χωρών. Τέτοιο φορούσε και ο παλαιός πρωθυπουργός της Ελλάδος Δημήτριος Βούλγαρης (1802-1877), γνωστός γι αυτό με το όνομα «Τζουμπές»! Πρέπει όμως ακόμη να σημειωθεί ότι, από τα προ της Αλώσεως χρόνια, αλλ’ ιδιαίτερα καθ’ όλη την τουρκοκρατία , οι ορθόδοξοι κληρικοί είχαν ως συνήθη εξωτερική αμφίεση την αμφίεση των λαϊκών – συνήθεια την οποία την ενθυμούμαστε στην επαρχία να διατηρείται πριν από λίγα χρόνια (Μόνο στις επίσημες εμφανίσεις και στον ναό έβαζαν ράσο).

Αλλά για να επανέλθουμε στα κυρίως ιερατικά άμφια (2), πάντα τα αφορώντα στους επισκόπους, στους ιερείς και διακόνους κατασκευάζονταν από ομοιόμορφο ύφασμα, πολλές φορές, και συνήθως σε χρώμα λευκό ή υπόλευκο και αργότερα σε ερυθρό, για τον γνωστό συμβολισμό του. Όσον αφορά στο φαιλόνιο, αυτό κοσμημένο με γαμμάδια και, από την κυρίως βυζαντινή περίοδο με εφαπτόμενους ερυθρόχρωμους και ομοιόσχημους σταυρούς, γίνεται το γνωστό από τις πηγές πολυσταύριο. Τα φαιλόνια αρχικά ήσαν άμφια των ιερέων αλλά και των αρχιερέων. Μόνο από το τέλος του 11ου αιώνος, με παραχώρηση του βασιλέως αντικαταστάθηκαν με τον αρχιερατικό σάκκο, ο οποίος όμως αρχικά προσφέρθηκε τιμητικώς μόνο στον Οικ. Πατριάρχη. Αλλά κυρίως μετά την Άλωση (και για λόγους που δεν είναι του παρόντος) ο Πατριάρχης τον παρεχώρησε στους επισκόπους, αφού προηγήθηκαν στην απόκτησή του οι Πατριάρχες της Ανατολής (βλ. πιο κάτω). Αλλ’ αν αρχικά στιχάριο και φαιλόνιο ήσαν κοινά σε αρχιερείς και ιερείς, όμως το χαρακτηριστικό του επισκοπικού αξιώματος άμφιο ήταν παλαιότατα (τέλος 4ου αιώνος) γνωστόν, το επί των ώμων, δηλ. το ωμο-φόριο. Αρχικά από μαλλί, κατόπιν ολομέταξο σε λευκό χρώμα, συνιστά πλατειά ταινία, και είναι αντίστοιχο με το παπικό pallium.

Σχετικά τώρα με την κάλυψη της κεφαλής, οι ιερουργούντες ήσαν αρχικά ακάλυπτοι, σύμφωνα με τον αποστ. Παύλο (Α.Κορ. ια΄, 4). Τούτο μαρτυρούν κείμενα και βυζαντινές τοιχογραφίες, βεβαιώνεται δε η πρακτική αυτή και στις αρχές του 15ου αι. από τον Συμεών Θεσσαλονίκης (PG 115, 716: «ἀπερικαλύπτῳ κεφαλῇ οἱ τῆς Ἀνατολῆς ἱεράρχαι τήν ἱερουργίαν τελοῦσι»).Αλλά οι κληρικοί μας κατά την τουρκοκρατία, ως καθημερινή και εκτός του ναού κάλυψη της κεφαλής είχαν τον σκούφο, κυρίως όμως έξω φορούσαν το πλατύγυρο σκιάδιο, όπως, πάλι, περιγραφές περιηγητών και απεικονίσεις βεβαιώνουν. Ο σκούφος όμως που μόλις αναφέραμε, αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν κατασκευασμένος από μαλλί, λινό ή από ψάθα. Είναι το λεγόμενο στις πηγές καμελαύκιο, άσχετο με το σημερινό-και άλλης προέλευσης –καλιμαύχι. (Βλ. Τακτικά Λέοντος 19, 42-Κων Πορφυρογέν. «Περί βασιλείου τάξεως»11, 35 κ. α.). Το φορούσαν οι μοναχοί και κληρικοί και εκτός των ιερουργιών. Αργότερα και σε συνδυασμό με τη λεγόμενη μίτρα (βλ. αμέσως πιο κάτω) τον έφεραν και οι μοναχοί όταν ιερουργούσαν, μάλιστα δεν και όταν γίνονταν αρχιερείς. Παράδειγμα ενδιαφέρον αποτελεί ο σκούφος του αγίου Σπυρίδωνος, με τον οποίο παρίσταται στην εικονογραφία. Στις απεικονίσεις δηλ. φέρει παλαιόθεν ένα πλεκτό ψάθινο κάλυμμα κεφαλής που μοιάζει με σπυρίδα, δηλ. με καλάθι ή με κοφίνι (κ. ζεμπίλι). Είναι κατά κυριολεξία η μίτρα του (3).

Αλλ’ η σημερινή μίτρα του επισκόπου κατά πολύ απέχει τόσο από την παλαιά (αρχαία) όσο και της παλιοχριστιανικής περιόδου. Μίτρα στην θύραθεν και στην εκκλησιαστική γραμματεία εκαλείτο, αρχικά, μια απλή ταινία υφαντή, από δέρμα ή από έλασμα που περιέβαλε την κεφαλή για την συγκράτηση της κόμης, θα έλεγα ως ένας ιμάς-κεκρύφαλος. Με αυτήν την έννοια την αναφέρει ο π. χ. Ευριπίδης στις Βάκχες, 833, («ἐπί δε κάρᾳ δ’ ἔσται μίτρα) και στην Εκάβη, 924. Επίσης ο ελεγειακός Καλλίμαχος στον «ὕμνο εἰς Δῆλον», 166 κ. ά (Πρβλ. και λατ.capitta ligamentum, ιταλ. Beretta κ. ο.κ.). Στους Ελληνορωμαίους άρχοντες απέκτησε κάποιο διάκοσμο και έγινε διάδημα. Συνήθως το έφεραν βασιλείς και αξιωματούχοι. Είναι οι «διαδεδεμένοι την κεφαλήν» κατά τα βυζαντινά κείμενα. Το διάδημα-μίτρα ήταν πολλάκις ακτινωτό και χρυσό, και των βασιλέων αδαμαντοκόλλητο (ως π. χ το ακτινωτό του Ιουστινιανού), το φορούσαν δε ή απευθείας στην κεφαλή, ή στην βάση του σκούφου, (συνήθως ερυθρού). Σιγά-σιγά όμως το έλασμα- μίτρα ενώθηκε με τον σκούφο και έγινε η απαραίτητη βάση του. Αυτό τότε το βασιλικό στέμμα και η μίτρα περίπου (βλ. την μορφολογική της σχέση με τα περίκλειστα θολωτά βυζαντινά βασιλικά στρέμματα, μετά τον Ιουστινιανό (6ος αι.) και κυρίως της περιόδου των Μακεδόνων, Κομνηνών και Παλαιολόγων). Όταν, τώρα, μετά την Άλωση ενώθηκαν στο πρόσωπο του Εθνάρχη Πατριάρχη τα δύο αξιώματα (πολιτικό και εκκλησιαστικό) και ο αρχιερέας ονομάστηκε και Δεσπότης (με αρνητικές συνέπειες αυτού του τίτλου) , πήρε τότε και το πλούσιο βασιλικό στέμμα τη θέση της, ως τότε, απλής, ή με σκούφο ενωμένης μίτρας. Το απέκτησε βέβαια ο Εθνάρχης μαζί με τον πολυποίκιλτο βασιλικό σάκκο. Αυτά, στη συνέχεια, τα απέκτησαν και όλοι οι αρχιερείς, για να καταλήξει αργότερα το αρχικό σεμνό διάδημα στην υπερ-υψωμένη, συμπαγή, με πολύτιμους λίθους και εικονίδια κοσμημένη μίτρα ως, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια (;) της μίτρας της παραδόσεως. Αλλ’ όπως τελικά διαμορφώθηκε, υπενθυμίζει, εκ πρώτης όψεως, την Ασιατική κίδαρη (τιάρα) και κυρίως την υψηλή ημισφαιρική και διάλιθη Ασσυριακή, αν και δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, όπως προείπαμε (4). Μάλλον όμως προσεγγίζει σε ορισμένα δυτικά βασιλικά στέμματα, που βέβαια επέδρασαν αρχικά και διαμόρφωσαν και την μίτρα της Ρωσικής Εκκλησίας. Και ως είναι γνωστό, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο (με Πατριάρχη τον Ιωάσαφ Β΄) παρακάλεσε τον ρώσο τσάρο, το 1557, να του αποστείλει μίτρα. Αλλά δεν έγινε επειδή στο μεταξύ απέθανε ο Ιωάσαφ.

Εδώ όμως επιβάλλεται να διευκρινισθεί ότι, αρκετά πριν την μιτροφορία του Οικουμενικού Πατριάρχη (που άρχισε το 1621 μ τον Κύριλλο Λούκαρι) και των λοιπών Πατριαρχών που ακολούθησε, μίτρα τελειοποιημένη φόρεσε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Και ο Κύριλλος Λούκαρις, από Αλεξανδρείας καθιστάμενος Οικουμενικός, την έφερε στο Ορθόδοξο Οικουμενικό Κέντρο. Αυτή, όμως, φυσικά δεν σχετίζεται με το αυτοκρατορικό στέμμα. Αλλά διαμορφώθηκε διατηρώντας την ανάμνηση του παλαιού (ενοποιημένου) σκούφου-μίτρας, την οποία και διαφυλάσσει μέχρι σήμερα. Πράγματι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας είχε διακοσμημένη μίτρα μάλλον από τον 14ο αιώνα, όπως εξάγεται από κείμενο του Συμεών Θεσσαλονίκης, 15ου αι. (PG 155, 716).

Παραλείποντας το περιτραχήλιο, την ποιμαντορική ράβδο και το οράριο, ως κάπως σχολιασμένα παλαιότερα, επισημαίνουμε μόνο, με λίγες γραμμές, το επιγονάτιο, το επιρριπτάριο και τον μανδύα. Για το επιγονάτιο επικροτούμε την προέλευσή του από το εγχείριο (μανδήλι-mappula), το οποίο κρεμούσαν δεξιά στην ζώνη, κατά την ρωμαϊκή παράδοση. Όσον αφορά όμως στο επιρριπτάριο (το συνήθως λεγόμενο επανωκαλύμ(μ)αυχο), για την τοποθέτησή του στο νεοτερικό καλυμαύχι, ή παλαιότερα- ως ακόμη σε μοναστήρια-σε σκληρό σκούφο) πιστεύουμε ότι, όσα κατά καιρούς γράφηκαν και γράφονται, προχείρως και ακρίτως για την καταγωγή του, από άμοιρους της γενικής Αρχαιολογίας, είναι καθαρά μυθεύματα. Δηλ. αυτό το άμφιο δεν έχει καμμία σχέση π. χ. με το δέρμα του προβάτου που έρριπταν στους ώμους των οι αφρικανοί μοναχοί, όπως πολλάκις γράφεται. Αλλά, κατά την γνώμη μας, προήλθε από το ιερό κάλυμμα «κλάφτ»των Φαραώ και μεγιστάνων της Αιγύπτου, το οποίο, αφού εκάλυπτε την κεφαλή, εδιχάζετο, δηλ. εχωρίζετο σε δύο μικρούς λώρους, οι οποίοι έπεφταν επί των ώμων και εμπρός (μέχρι των μαστών). Το «κλαφτ»αυτό ήταν μονόχρωμο, των Φαραώ όμως πολύχρωμο, με οριζόντιες χρυσόχρωμες διακοσμήσεις, όπως βλέπουμε στα σωζόμενα μνημεία. Αυτό παρέλαβαν οι κόπτες μοναχοί, το απλοποίησαν και το διατήρησαν αδιακόσμητο σε μαύρο χρώμα (ως και το ράσο τους) και από αυτούς μεταδόθηκε στους ομόρους ανατολίτες χριστιανούς μοναχούς και, σιγά-σιγά, επεκράτησε στην ορθόδοξη λειτουργική παράδοση. Έτσι το διατηρεί και σήμερα η Ρωσική Εκκλησία, όπως βεβαιώνει τουλάχιστο το λευκό (όπως και το ράσο του) επιρριπτάριο που φέρει ο Ρώσος Πατριάρχης, με τα δύο άκρα του να κατέρχονται από τους ώμους. (Για το επιρριπτάριο βλ. σχετικώς στο βιβλίο μας ΑΘΩΣ, Αθήνα 1963, σελ. 70 όπου και απεικονίσεις στη σελ. 125. Επίσης βλ. άρθρο μας στη Θρησκ. & Ηθ. Εγκυκλ., τ. 5ος, στ. 781. Ατυχώς όμως, όπως φαίνεται, γενικότερα οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, αγνοώντας την προέλευση αυτού του καλύμματος, το τριχοτόμησαν, κι έτσι διατηρημένο μαύρο, ρίχνεται από το καλυμαύχι πίσω όλο στην πλάτη.

Τέλος, ο μανδύας προέρχεται ασφαλώς από τον προ του στήθους πορπούμενο, ομώνυμο βαθύχρωμα αχειρίδωτο ποδήρη επενδύτη των μοναχών. Και όπως οι εκλεγόμενοι από μοναχούς επίσκοποι έφερναν και επέβαλλαν το ράσο τους, έτσι έφεραν και τον μανδύα, ο οποίος όμως προσαρμόσθηκε στα (…«βυζαντινομίμητα»!) πολυτελή άμφια και έγινε πλούσιο πολύπτυχο με… ουρά άμφιο, με διάκοσμο (ποταμοί) ευθύγραμμο και, κάτω στα άκρα, με πάρισες απεικονίσεις.





Σημειώσεις

1. Για τον συμβολισμό των ιερών αμφίων που, ως επί το πολύ, δίδεται εκ των υστέρων και, σε ορισμένα, με καταφανή αστοχία, δεν θα ασχοληθούμε εδώ.

2. Τα ιερατικά άμφια αφορούν στην αμφίεση του ιερού κλήρου, ενώ τα λειτουργικά, στα απαραίτητα για τις ιερουργίες και ιερές τελετές (ως καλύμματα αγ. Τραπέζης, δισκοπότηρων, επιτάφιοι κ. λπ).

3. Έχει άραγε κάποια σχέση το όνομα του αγίου αυτού με το εν λόγω κάλυμμα, όπως υποπτεύομαι; Δηλ. φορώντας αυτήν την σπυρίδα στο κεφάλι, πήρε το παρωνύμιο «Σπυρίδων»; (Πρβλ. και, ο φέρων το φάος-φῶς, φαέθων, κ. λπ). Εξεταστέον. Βλ. εκτενώς στο πάρα πάνω βιβλίο μου «Τα θεαματικά δρώμενα της Μ. Εβδομάδας», σελ. 89-90, σημ. 15.

4. Λέμε άμεσα, γιατί η βυζαντινή μεσαιωνική έχει κάποια επίδραση (δηλ. ως ιδέα) από την αντίστοιχη περσική.




 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox