Το μάθημα των θρησκευτικών
Αναστασίου Ν. Μαρίνου, Δρος Ν.
Αντιπροέδρου Σ.τ..Ε., ε.τ.
Τό Συμβούλιο τής Ευρώπης,
η διδασκαλία τού μαθήματος τών Θρησκευτικών
καί η Δημοκρατία
Πριν από λίγες ημέρες η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης διατύπωσε την υπ’ αριθμ. 1720/2005 Σύσταση (Recommendation) υπό τον τίτλο «Εκπαίδευση και Θρησκεία» (Education and Religion). Το γεγονός αυτό απετέλεσε αφορμή να δημοσιευθούν δια του ημερησίου τύπου σχόλια διαφόρων προσώπων όπως πολιτικών, δημοσιογράφων ακόμη και ... καλλιτεχνών, οι περισσότεροι των οποίων δεν αντελήφθησαν περί ποίου θέματος ομιλούν και έλεγαν ανακρίβειες όσον αφορά τον Διεθνή Οργανισμό, την απόφαση του οποίου θέλησαν να σχολιάσουν. Έτσι ενώ άρχιζαν με αναφοράν εις την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η συγκεκριμένη απόφαση του οποίου δεν είναι υποχρεωτική δια τα Κράτη - Μέλη, ευθύς εν συνεχεία έκαναν λόγο περί του Συμβουλίου Υπουργών της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» το οποίο θα επιληφθή του θέματος και η απόφαση του οποίου θα έχει υποχρεωτικό, δια τα Κράτη - Μέλη, χαρακτήρα. Ταυτόχρονα έκαναν λόγο περί «Οδηγίας» ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν εκδίδει Οδηγίες (Directives) αλλά Συστάσεις (Recommendations). Τέλος οι περισσότεροι από αυτούς θριαμβολογούσαν διότι η «Οδηγία» αυτή θα οδηγήσει, επί τέλους, στην κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Εν όψει τούτων και δια να μη εμπεδωθεί εις το ευρύ κοινό η παραπληροφόρηση με τον ως άνω εσφαλμένον σχολιασμόν έκρινα ότι θα έπρεπε να λάβω θέσιν επί τού ζητήματος ως νομιμοποιούμενος προς τούτο, αφού με το θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών ασχολούμαι επί σειράν ετών, είτε δια τής συγγραφής ειδικών μελετών, είτε δια της συμμετοχής μου, ως Προέδρου, εις την σύνθεση του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίον έκρινε με ομόφωνες αποφάσεις του περί τού ζητήματος αυτού (βλ. Σ. τ. Ε. 3356/1995 και 2176/1998). Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να σημειώσω επί του θέματος αυτού τα εξής :
1. Το όργανον το οποίον ησχολήθη με το ζήτημα είναι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και ίσως ασχοληθή με αυτό και το Συμβούλιο Υπουργών του αυτού διεθνούς Οργανισμού όχι όμως το Συμβούλιον Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία είναι άλλος διεθνής Οργανισμός, ο οποίος μάλιστα δεν έχει αρμοδιότητα επί θεμάτων Παιδείας και Εκπαιδεύσεως.
Και ας έλθωμεν εις το περιεχόμενον της επιμάχου Συστάσεως της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης. Θα διαπιστώσουμε ότι περιέχει λίαν ενδιαφέρουσες διατάξεις ήτοι :
1. Εν πρώτοις διακηρύσσεται με την Σύσταση (παραγρ. 5) ότι : «Η Δημοκρατία και η Θρησκεία δεν πρέπει να θεωρούνται μη συμβατές μεταξύ τους. Δύνανται πράγματι να είναι αξιόπιστοι συνεταίροι στην προσπάθεια για το κοινό καλό». Τα ίδια ακριβώς έχει διακηρύξει η Κοινοβουλευτική Συνέλευση τού Συμβουλίου της Ευρώπης και με την υπ’ αριθμ. 1396/1999 Σύστασή της στην οποίαν αναφέρεται (παρ. 5) ότι : Η Δημοκρατία και η θρησκεία δεν μπορούν να μην είναι συμβατές ... γιατί η θρησκεία είναι ένας αξιόπιστος συνεταίρος της δημοκρατικής κοινωνίας».
Ας ακούσουν αυτές τις Διακηρύξεις όλοι αυτοί οι οποίοι καταλαμβάνονται από θεία οργή κάθε φορά πού ο Αρχιεπίσκοπος, ως Προκαθήμενος της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας, διατυπώνει την γνώμη του πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα και ζητούν να περιορίζεται στα θρησκευτικά αμιγώς καθήκοντα του διότι οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι διακριτοί και δεν θέλουν - διότι δεν μπορούν ελλείψει καταλλήλου παιδείας - να συνειδητοποιήσουν ότι η διάκριση θρησκείας και κοινωνίας δεν είναι νοητή.
2. Εις την παράγραφον 3 διακηρύσσεται ότι : «Η οικογένεια έχει τον υπέρτατον ρόλον εις την ανατροφήν των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής δια θρησκευτικήν ανατροφήν».
Η διακήρυξη αυτή είναι επανάληψη του άρθρου 2 του προσθέτου Πρωτοκόλλου του προσηρτημένου εις την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σύμφωνα με το οποίον ο γονεύς έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να ανατρέφει τα τέκνα του σύμφωνα με τις δικές του θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση της ως άνω διατάξεως, η οποία έχει ως εξής : «Πάν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου τής μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Το δικαίωμα αυτό είναι εκδήλωση του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας του γονέως το οποίον επίσης κατοχυρώνει το άρθρον 9 της αυτής ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως. Το δικαίωμα δε αυτό του γονέως, ως αποκλειστικό, αποκλείει την δυνατότητα σε κάθε άλλο πρόσωπο ή το ίδιο το Κράτος να επέμβει εις την θρησκευτικήν συνείδησιν του ανηλίκου τέκνου ή να του διδάξη θρησκείαν την οποίαν δεν εγκρίνει ο γονεύς ή να δυσχεράνει καθ’ οιονδήποτε τρόπον το δικαίωμα αυτό τού γονέως, όπως π.χ. επιβάλλοντας την θρησκειολογικήν διδασκαλίαν του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, έστω και εάν μεταξύ των διδασκομένων θρησκειών είναι και η θρησκεία την οποίαν εγκρίνει ο γονεύς. Ο μαθητής ιδίως της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχει την πνευματική ωριμότητα για θρησκειολογική διδασκαλία και γι’ αυτό η θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών ανατίθεται, κατά τα εκτεθέντα, στους γονείς.
Εν όψει των ανωτέρω εκτιθεμένων ας ίδωμεν τι απεφάσισε περαιτέρω η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υπό μορφήν Συστάσεως.
1. Επανεπιβεβαιώνει μετ’ εμφάσεως (forcefully reaffirms) ότι είναι προσωπική υπόθεση καθενός το ποια θρησκεία θα ασπάσθη ή το εάν θα είναι άθρησκος (παραγρ. 1 τής Συστάσεως).
2. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να εγγυάται την ελευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως και εκφράσεως, να προάγει την εκπαίδευση επί θρησκευτικών ζητημάτων, να ενισχύει την πολιτισμικήν και κοινωνικήν έκφραση των θρησκειών και να ενθαρρύνει τον μεταξύ τους διάλογον (παραγρ. 6 τής Συστάσεως).
3. Τοσχολείον αποτελεί μείζονα παράγοντα εκπαιδεύσεως (a major component of education), όσον αφορά τη θρησκείαν και πρέπει να διδάσκεται εις αυτό η ιστορία και η φιλοσοφία των κυριοτέρων θρησκειών μετ’ οικονομίας (restraint), αντικειμενικότητος (objectivity) και σεβασμού (respect) προς τις αξίες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαίωματα (παράγραφος 7 της Συστάσεως).
4. Το Συμβούλιο των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης πρέπει να ενθαρρύνει τις Κυβερνήσεις να καθιερώσουν τις θρησκευτικές σπουδές τόσον εις την πρωτοβάθμια όσο και εις την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία απαριθμούνται στην συνέχεια όπως αντικειμενικότητα, μη υπέρβαση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ λατρείας και πολιτισμού και κυρίως θα πρέπει να καθοδηγούνται οι μαθηταί να γνωρίσουν τις θρησκείες των γειτονικών τους χωρών και να συνειδητοποιήσουν ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να πιστεύει ότι η δική του θρησκεία αποτελεί την αληθή πίστη (the true faith) (παράγρ. 14 τής Συστάσεως).
Ας εξετάσουμε τώρα εάν οι συστάσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν στην ουσία τους πρόταση περί καθιερώσεως στα σχολεία θρησκειολογικής διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής στο εσωτερικό των Κρατών - Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και να αποτελέσουν το περιεχόμενον του προγράμματος διδασκαλίας στα σχολεία τής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας το οποίο ισχύει στο συγκεκριμένο κάθε φορά Κράτος.
Δύο είναι κατά βάσιν τα συστήματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας τα οποία ισχύουν σήμερα σε όλο τον κόσμο. Το ένα είναι το σύστημα του πλήρους χωρισμού με την δημιουργία Κράτους λαϊκού (état laïque) ή Κράτους κοσμικού (sesular state).
Βασική αρχή του χωρισμού είναι η αρχή ότι η Πολιτεία δεν επιτρέπεται να ασχολείται με τήν θρησκεία ούτε αμέσως, ούτε εμμέσως και κυρίως δεν επιτρέπεται να διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των Θρησκευτικών. Είναι λίαν χαρακτηριστική η απόφαση επί τής υποθέσεως Mc Collum την οποίαν εξέδωκε το έτος 1948 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και με την οποίαν έγινε δεκτόν ότι ήταν αντίθετος με την αρχήν τού κοσμικού Κράτους νόμος τής Πολιτείας του Ιllinois ο οποίος επέβαλε να εισέρχονται στις αίθουσες διδασκαλίας των σχολείων αλληλοδιαδόχως προτεστάντες, ρωμαιοκαθολικοί και εβραίοι για να διδάξουν τις θρησκείες τους, εις δε την Γαλλία η οποία είναι λαϊκό Κράτος ο Γάλλος Υπουργός Παιδείας είχεν αποστείλει παλαιότερον εις τους Επιθεωρητάς των σχολείων εγκύκλιον με την οποίαν τους ετόνιζε τα εξής :
«Η αποστολή του διδασκάλου είναι πλήρως καθορισμένη. Σκοπόν έχει να ενισχύση και να εμφυτεύση εις την ψυχήν των μαθητών δι’ όλην τη ζωή των και να διοχετεύση εις την καθ’ ημέραν πράξιν τας βασικάς αρχάς της ανθρώπινης ηθικής τας κοινάς εις όλας τας διδασκαλίας και τας αναγκαίας εις όλους τους πολιτισμένους ανθρώπους. Ημπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του αυτήν χωρίς να προσχωρήση ή να αντιταχθή εις τας διαφόρους θρησκευτικάς πεποιθήσεις τας οποίας πρεσβεύουν οι μαθηταί του και τας αναμειγνύουν με τας γενικάς αρχάς της ηθικής. Αντιμετωπίζει τα παιδία όπως ακριβώς προσέρχονται εις αυτόν με τας ιδέας των και τη γλώσσα των, με τας πεποιθήσεις τας οποίας έχουν από την οικογένειαν των και άλλην φροντίδα δεν έχει παρά να τα μάθη να αντλούν απ’ αυτάς ό,τι πολυτιμότερον από κοινωνικής απόψεως, δηλαδή τας αρχάς μιας υψηλής ηθικής. Η λαϊκή ηθική διδασκαλία διαφέρει από την διδασκαλία την θρησκευτικήν χωρίς όμως να την αντιστρατεύεται. Ο διδάσκαλος ούτε τόν ιερέα, ούτε τον αρχηγόν τής οικογενείας αντικαθιστά, αλλά προσθέτει τας προσπαθείας του εις τας ιδικάς των δια να κάνη το παιδίον χρηστόν άνθρωπον. Οφείλει νάαεπιμένη εις τα «καθήκοντα» τα οποία κάνουν τους ανθρώπους να προσεγγίζουν μεταξύ των και όχι εις τα «δόγματα» τα οποία τους διαιρούν».
Με τέτοιο πνεύμα λοιπόν η υπό μορφήν θρησκειολογίας θρησκευτική διδασκαλία στα δημόσια σχολεία ενός λαϊκού ή κοσμικού κράτους είναι απόλυτα απαγορευμένη όχι γιατί νοθεύει το παιδευτικό ιδεώδες, αλλά γιατί νοθεύει την ουδετερότητα την οποία οφείλει να τηρεί το Κράτος απέναντι σε κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την θρησκεία και επί πλέον παραβιάζει και το ατομικό δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας τού γονέα, ο οποίος έχει αξίωση κατά τής Πολιτείας να μη επηρεάζει κατά ένα οποιονδήποτε τρόπον, έστω και έμμεσα, την θρησκευτική συνείδηση τού παιδιού του χωρίς την συγκατάθεσή του. Όταν όμως η Πολιτεία διδάσκει τις διάφορες θρησκείες στους μαθητές θίγει την συνείδηση των γονέων, οι οποίοι επιθυμούν να διδάσκεται στα παιδιά τους μόνο η δική τους θρησκεία ως και των γονέων πού είναι άθεοι και θέλουν άθεα να κάνουν και τα παιδιά τους.
Αυτή είναι η γενικά παραδεδεγμένη και χωρίς εξαιρέσεις αρχή του λαϊκού ή κοσμικού κράτους, όπως η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε με την ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, με την οποίαν έγινε δεκτόν ότι η θρησκειολογική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών είναι αντίθετη προς την 1ην Τροποποίηση τού Αμερικανικού Συντάγματος, η οποία επιβάλλει πλήρη ουδετερότητα της Πολιτείας έναντι του θρησκευτικού ζητήματος. Τόσον απόλυτη είναι η ουδετερότητα αυτή, ώστε το αυτό Δικαστήριο θεώρησε αντισυνταγματικό νόμο της Πολιτείας του Αρκάνσας με τον οποίον απαγορευόταν η διδασκαλία τής θεωρίας του Δαρβίνου στα δημόσια σχολεία, επειδή θεωρήθηκε ότι η απαγόρευση αυτή είχε επιβληθεί για να μη θιγεί η χριστιανική θρησκεία, η οποία δεν δέχεται αυτή τη θεωρία. Δηλαδή θεωρήθηκε ότι η Πολιτεία ετάσσετο με τις απόψεις της χριστιανικής θρησκείας παραβιάζουσα έτσι την συνταγματικά θεσπιζομένη ουδετερότητα του Κράτους ως προς το θρησκευτικόν ζήτημα. Τέλος όταν Πρόεδρος των ΗΠΑ εξελέγη ο Τζών Κέννεντυ, εκυκλοφόρησε η φήμη ότι επρόκειτο, επειδή ήταν καθολικός, να ενισχύσει οικονομικά τα θρησκευτικά σχολεία της Καθολικής Εκκλησίας. Η φήμη αυτή προκάλεσε οξύτατες διαμαρτυρίες και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε είπαν χαρακτηριστικά ότι «ξέσπασε θύελλα στο Λόφο» (Storm on the Hill), δηλαδή στο λόφο του Καπιτωλίου, όπου είναι οικοδομημένα τα κυβερνητικά μέγαρα, γιατί μια τέτοια ενέργεια θάααποτελούσε παραβίαση της ουδετερότητος την οποίαν οφείλει να τηρεί η Πολιτεία σχετικά με το θρησκευτικό ζήτημα.
Αυτά όσον αφορά τα λαϊκά ή κοσμικά Κράτη.
Καί ας έλθουμε εις τα Κράτη – Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα οποία δεν είναι λαϊκά και στα οποία ισχύει ειδικό καθεστώς σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας.
Θα περιοριστώ μόνον στην Ελλάδα για να πληροφορηθή την ορθήν θεμελίωσιν του θέματος κάθε ενδιαφερόμενος και κυρίως να την πληροφορηθούν όσοι επιδεικνύουν ιδιαίτερη για το ζήτημα αυτό δραστηριότητα χωρίς να έχουν και τις ανάλογες νομικές γνώσεις.
Για την Ελλάδα λοιπόν η πρόταση θρησκειολογικής διδασκαλίας τού μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία είναι αντίθετη με το άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίον, ως έχει ερμηνευθεί από το Συμβούλιο τής Επικρατείας, επιβάλλει την υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών κατά το ορθόδοξον χριστιανικόν δόγμα (βλ. Σ. τ. Ε. 3356/1995 και 2176/1998). Εξ άλλου η πρόταση καθιερώσεως θρησκειολογικής διδασκαλίας όπως προσδιορίζεται με τις παραγράφους 3 και 4 της Συστάσεως έρχεται σε αντίθεση με την παραγρ. 2 αυτής η οποία αναθέτει την θρησκευτική εκπαίδευση στην οικογένεια.
Αλλά και εάν αποφασισθή αναθεώρηση του Συντάγματος τότε η θρησκειολογική διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν θα απαγορεύεται μεν από το Σύνταγμα, θα αποτελεί όμως παράβαση της Συμβάσεως της Ρώμης διότι θα είναι αντίθετη προς το άρθρον 2 του προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής.
Είμαι πολύ περίεργος να πληροφορηθώ εάν η όποια ελληνική Κυβέρνηση της εποχής θα τολμήσει να καταγγείλει την Σύμβαση της Ρώμης για να νοθεύσει έτσι το δικαίωμα των Ελλήνων να καθορίζουν κυριαρχικά το θρήσκευμα των τέκνων τους.
Και για να συμπληρωθή η σειρά των πιο πάνω σκέψεών μου θα πρέπει να προσθέσω μία σύντομη παρατήρηση σχετικά με την νομική ισχύ των Συστάσεων τής Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Αποφάσεων του Συμβουλίου Υπουργών.
Τόσον οι Συστάσεις όσο και οι Αποφάσεις έχουν, κατά τα παγίως διδασκόμενα, χαρακτήρα πολιτικών απλώς διακηρύξεων και με τοιούτο περιεχόμενον δεν είναι υποχρεωτικές δια τα Κράτη – Μέλη και, βεβαίως, δεν δύνανται, αυτές και μόνον, να τροποποιήσουν τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, διότι τέτοια τροποποίηση απαιτεί νέα Σύμβαση.
Ας μη επιχαίρουν λοιπόν όσοι μάχονται για την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και ας μη πιστέψουν ότι το επέτυχον με την επίμαχη Σύσταση. Ουδέν απολύτως επέτυχαν, πολύς θόρυβος για το τίποτα. Και ας μη φοβούνται όσοι αντιθέτως διαβλέπουν στην κίνηση προς κατάργηση του μαθήματος αυτού, προσπάθεια αποθρησκευτικοποιήσεως των Ελλήνων. Τέτοιου είδους μεταβολή μόνο με δημοψήφισμα πρέπει να αποφασισθή για να ακουσθεί και η φωνή του λαού και όχι μόνον η φωνή όλων αυτών που μάχονται για την κατάργηση της θρησκευτικής κατηχήσεως των ελληνοπαίδων και οι οποίοι δεν εκπροσωπούν παρά μόνον τον εαυτό τους και γι’ αυτό δεν κάνουν λόγο για δημοψήφισμα. Ξέρουν τί τους περιμένει. Και φοβούνται.
|