Το μάθημα των θρησκευτικών


Γεωργίου Η. Κρίππα,
Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου



Η Συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών
παρ'ημίν και εν τη αλλοδαπή

(*) Διάλεξις δοθείσα τήν 17.1.1996 εις τήν αίθουσαν του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών συμπληρωθείσα και εμπλουτισθείσα διά τής νεωτέρας βιβλιογραφίας καί νομολογίας.



Γερμανία-Γαλλία

Ὡς πρός τήν Γερμανίαν εἶναι γνωστόν, ὅτι καί ἡ Καθολική καί ἡ Εὐαγγελική Ἐκκλησία ἔχουν συνάψει καί ad hoc συμβάσεις μέ τάς κυβερνήσεις τῶν τοπικῶν κρατιδίων. Αἱ ἐν λόγῳ συμβάσεις περιέχουν λεπτομερεῖς καί συγκεκριμένας διατάξεις ὑπέρ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ὑπέρ τῆς κατοχυρώσεώς του ὡς ὑποχρεωτικοῦ, ὡς κατηχητικοῦ καί ὡς διεξαγομένου καί διδασκομένου κατά τάς ἀρχάς καί τάς ὑποδείξεις τῆς Ἐκκλησίας. Πρός οἰκονομίαν χώρου ἀναφερόμεθα εἰς μίαν μόνον ἐκ τῶν ὡς ἄνω συμβάσεων, εἰδικῶς ὡς πρός τά ὅσα διαλαμβάνει περί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικων, συμφώνως πρός ἀνάλυσιν αὐτῆς περιεχομένην, εἰς μελέτην τοῦ Heitmann(1), ἀφορῶσαν τό κρατίδιον τῆς Σαξωνίας. Ἐπισημαίνει λοιπόν ὁ Heitmann ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ περί ἧς ὁ λόγος σύμβασις μεταξύ Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κρατιδίου τούτου ἀναφέρει, μεταξύ ἄλλων (αὐτόθι σελ. 1422), ὅτι: α) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται ἐν συνεργασίᾳ μέ τήν Ἐκκλησίαν. β) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατοχυροῦται συνταγματικῶς (καί ἀπό τό τοπικόν σύνταγμα τῆς Σαξωνίας). γ) Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τούτου θά περιλαμβάνη μόνον γνώσεις τῆς Χριστιανικῆς πίστεως (Wissen über den christlichen Glauben). δ) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θά διδάσκεται ὑποχρεωτικῶς ὡς κατηχητικόν (Religionsunterricht kann nur konfes­sionsgebunden erteilt werden). ε) Ἡ εὐθύνη περί τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος θά ἀνήκη εἰς τήν Ἐκκλησίαν (Die inhaltliche Verantwortung muss bei den Kirchen liegen). στ) Οἱ διδάσκοντες τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά ἔχουν τήν πρός τοῦτο ἄδειαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δύναται νά ἀνακληθῆ (Βedürfen Lehrkräfte im Fach katholische Religionslehre eine kirchliche Erlaubnis die in begründeten Fallen auch widerrufen werden kann). ζ) Τέλος, ἡ σύμβασις περιέχει ὅρον κατά τόν ὁποῖον δέν εἶναι συμβιβαστή πρός τάς ἀρχάς της ἡ καθιέρωσις μαθήματος θρησκευτικῶν ὑπό μορφήν «οἰκουμενικῆς» θρησκειολογίας («Ökumenischer Religionsunterricht» ist mit diesem Grundsatz nicht νereinbar), καθώς καί ὅτι τό κρατίδιον τῆς Σαξωνίας δέν δύναται νά ἐπιλέξη ἕνα τέτοιον μάθημα (Könnte der Staat eine entesprechende Auswahl nicht treffen). Ἐπισημαίνουμε πάντως ὅτι τό κρατίδιον τοῦ Βραδεμβούργου ἐπί ἔτη ἐπιδιώκει νά θεσπίση ἕνα εἶδος μαθήματος θρησκευτικῶν γενικωτέρας ὕλης, τό ὁποῖον τό ἀποκαλεῖ «Διαμόρφωσις ζωῆς - ἠθική – θρησκευτική διδασκαλία» (Lebens­gestaltung - Ethik - Rreligionskunde συντομογρ. LER). Ὅμως ἐναντίον τούτου ὑπάρχει καθολική ἀντίδρασις, ὄχι μόνον ἀπό τούς πολίτας, ἀλλά καί ἀπό τήν νομικήν ἐπιστήμην, ἡ ὁποία τό θεωρεῖ ὡς ἀντισυνταγματικόν, ἡ δέ ὑπόθεσις ἔχει κατ’ ἐπανάληψιν καταλήξει εἰς τά δικαστήρια χωρίς ἀποτέλεσμα(2). Οἱ ἐν προκειμένῳ λόγοι ἀντισυνταγματικότητος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ μαθήματος LER εἰς τό Βραδεμβοῦργο ἀναλύονται ἐν πλήρει ἐκτάσει ὑπό τῶν λόγῳ συγγραφέων, συνοπτικῶς δέ ὑπό τοῦ Mückl, εἰς τόν ὁποῖον καί ἀναφερόμεθα χάριν συντομίας: α) Ἐν ὄψει τῆς προαναφερθείσης συνταγματικῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 7 δέν καταλείπεται εἰς τόν κοινόν νομοθέτην δικαίωμα νά καταργήση τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὑπό τήν κατηχητικήν καί ὑποχρεωτικήν του μορφήν (αὐτόθι, σελ. 520). β) Τοῦτο, διότι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἔχει διπλοῦν χαρακτῆρα ἀπό ἀπόψεως συνταγματικῆς: ἀποτελεῖ συνταγματικήν ἐγγύησιν καί ἀτομικόν δικαίωμα, τοῦ ὁποίου φορεῖς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί οἱ γονεῖς (σελ. 521). γ) Κατά τό σύνταγμα τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει μορφῆς κατηχητικῆς (σελ. 523). δ) Κατά τό σύνταγμα ὑποχρεωτικῶς ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καθορίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς Übereinstimmungsgebοt (σελ 528 - 529), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμα (σελ. 533). ε) Διά τοῦ LER ἐπιχειρεῖται ἀνεπίτρεπτος προσηλυτισμός κοσμοθεωρητικοῦ χαρακτῆρος (Versuch weltanschaulicher Indoktrination, σελ. 546), ὁ ὁποῖος τυγχάνει ἀνεπίτρεπτος (unzulässig σελ. 547). Τοῦτο διότι κατ’ οὐσίαν καί κυρίως κατά παράβασιν τοῦ συντάγματος εἰσάγεται ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν «κολοβό», πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι ἀντισυνταγματικόν (Verfassungswidrig, σελ 547). στ) Τό LER ἀπό ἀπόψεως παιδαγωγικῆς τυγχάνει βαρέως ἐλλειπές (Gravierenden pädagogischen Mängeln νοn "LER", σελ 547). ζ) Τό Βραδεμβοῦργον κατά τήν γερμανικήν νομοθεσίαν δέν ἀποτελεῖ κρατίδιον (Demnach ist also Brandenburg dem Geltungbereich des GG erst seit dem 3 October 1990 zuhörig kein Land I.S.D. 141 GG αὐτόθι σελ 542). Σημαίνει τοῦτο, ὅτι δέν ἀποτελεῖ κρατίδιον κατά τήν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 141 τοῦ γερμανικοῦ συντάγματος (τό ὁποῖον ἄρθρον 141 περιέχει μίαν διάταξιν ἐπιτρέπουσαν εἰς τήν πόλιν τῆς Βρέμης νά μή καθιερώση τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διά λόγους παλαιᾶς παραδόσεως). Ἐπεξηγεῖ δέ ὅτι τό Βραδεμβοῦργον ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος δέν ἀποτελεῖ κρατίδιον (δυνάμενον νά ἐκδίδει τοπικούς νόμους), ἀλλ’ ἁπλῶς «περιοχήν», (Gebiet) (σελ 542). Προσθέτει δέ ὅτι τό ἐν λόγῳ ἄρθρον δέν ἐφαρμόζεται σέ κανένα ἀπό τά νέα γερμανικά κρατίδια, τά ὁποῖα περιῆλθαν εἰς τό γερμανικόν κράτος μετά τήν ἕνωσιν τῶν δύο πρώην Γερμανιῶν. Ἐν ὄψει δέ τοῦ γεγονότος ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμα, καμμία ἑρμηνευτική διεύρυνσις τῶν διατάξεων τῆς Συνθήκης ἑνώσεως τῶν δύο Γερμανιῶν δέν εἶναι ἐπιτρεπτή, καθ’ ὅσον ἡ ἐν λόγῳ συνθήκη οὐδεμίαν εἰδικωτέραν ρύθμισιν ἐπέτρεψεν εἰς τόν τομέα τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων (σελ. 547). Ἐν ὄψει ὅλων τῶν ὡς ἄνω σοβαρωτάτων συνταγματικῶν προβλημάτων πού δημιουργοῦνται, τό Βραδεμβοῦργον προέβη μέν εἰς τήν ἔκδοσιν νόμου περί LER, πλήν ὅμως οὗτος ἀναγνωρίζει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τό δικαίωμα, νά διδάσκη ἡ ἰδία μάθημα θρησκευτικῶν ἐντός τοῦ σχολείου. Πρός ἀπόδειξιν τούτου παραθέτουμε ἐπί λεξει εἰς τό πρωτότυπον τήν σχετικήν διάταξίν της παρ. 9, ἐδάφιον 2, τοῦ Σχολικοῦ Νόμου τοῦ Βραδεμβούργου τῆς 24.10.1995, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:

9 (2) Die Kirchen und Religionsgemeinschaften haben das Recht, Schülerinnen und Schüler in den Räumen der Suhule nach ihrem Bekenntnis zu unterrichten (Religionsunterricht). Sie übernehmen die Verantwortung dafür, dass der Religionsunterricht entsprechend den für Schulunterricht geltenden Bestimmungen durchgeführt wird. Der Religionsunterricht wird durch Personen erteilt, die νοn den Kirchen und Religionsgemeinschafen beauftragt werden.

'Ήτοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό δικαίωμα νά ὀργανώνη καί διδάσκη μάθημα θρησκευτικῶν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ σχολείου διά διδασκάλων, τῆς ἰδικῆς της ἐμπιστοσύνης. Εἶναι ἐπίσης ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα καί ἡ § 11, ἐδάφιον (4), τοῦ ἰδίου νόμου, ἡ ὁποία ἔχει ἐπί λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τό πρωτότυπον:

(4) Vom Unterricht im Fach Lebensgesta1tung - Ethik - Religions­kunde sind Schülerinnen und Schüler auf Wunsch befreit, wenn sie regelmässig an einem νοn einer Kirche oder Religionsgemeinschaft angebotenen Religionsunterricht teilnehmen.

'Ήτοι, ὅτι μαθηταί καί μαθήτριαι, ἐφ’ ὅσον τό ἐπιθυμοῦν, δικαιοῦνται νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα LER, ἐφ’ ὅσον παρακολουθοῦν κανονικά μάθημα θρησκευτικῶν μιᾶς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδή, ἑπομένως, περί τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ἰδιοτύπου μαθήματος θρησκευτικῶν LER εἰς τό Βραδεμβοῦργον ἔχει γίνει πολύς λόγος (καί ἐξ ὅσων γνωρίζομε κατά τρόπον παραπλανητικόν), ἐκρίναμε σκόπιμον νά ἐκθέσωμε τό παρόν θέμα κάπως ἀναλυτικώτερον καί νά παραθέσωμε καί τάς σχετικάς διατάξεις εἰς τό πρωτότυπον πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀληθείας.

Εἶναι χαρακτηριστικόν, ἐν προκειμένῳ, ὅτι ὁ ἡμερήσιιος γερμανικός τύπος ἐζήτησε τήν γνώμην καί τοῦ ἐν Γερμανίᾳ Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου Σεβ. Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος εἰς συνέντευξιν πού ἐδωσεν εἰς τήν ἡμερησίαν ἐφημερίδα «Rheinischer Merkur» ἐδήλωσεν, ὅτι τό LER εἰς καμμίαν περίπτωσιν δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήση τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, διότι καμμία ἰδεολογία δέν εἶναι εἰς θέσιν νά ξεπεράση τόν Χριστιανισμό καί ἑπομένως μία «ὀριζοντία» θεώρησις τοῦ κόσμου καί τοῦ βίου δέν ἐπαρκεῖ πρός τοῦτο καί δέν γνωρίζομε τί μπορεῖ νά ἀνακύψη ἐξ αὐτοῦ κάποια μέρα εἰς τήν ἡνωμένην Εὐρώπην(3).

Ἡ ὑπόθεσις τοῦ LER ἐλύθη τελικῶς διά τῆς ἀπό 11.12.2001 ἀποφάσεως τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου (ἰδέ αὐτήν εἰς Neue Zeitschrift für Verwaltungsrecht 2002, σελ.980 ἑπ.). Ἡ ἀπόφασις αὐτή ἀποδέχεται συμβιβασμόν γενόμενον μεταξύ τῶν ὑποβαλόντων τήν προσφυγήν γονέων καί τοῦ κρατιδίου τοῦ Βραδεμβούργου. Δι' αὐτοῦ τό Κρατίδιον τοῦ Βραδεμβούργου ἀποδέχεται τήν κανονικήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (δογματικοῦ - κατηχητικοῦ τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας) καί ἐπί ὀκτώ ὥρας τήν ἑβδομάδα, ἐφ' ὅσον εἰς τήν τάξιν φοιτοῦν τουλάχιστον δώδεκα μαθηταί ἤ μαθήτριαι. Ὅσοι δέ μαθηταί παρακολουθοῦν τό ἐν λόγῳ (κατηχητικόν - δογματικόν) μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος LER. Κατά τά λοιπά, ἰσχύει ὅ,τι καί εἰς τήν λοιπήν Γερμανίαν διά τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Κατ' ἐφαρμογήν δέ τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου καί τοῦ ὑπ' αὐτοῦ υἱοθετηθέντος συμβιβασμοῦ μεταξύ τῶν ἀντιδίκων, τό Κρατίδιον τοῦ Βραδεμβούργου ἐξέδωσε τό ἀπό 1.8.2002 Διάταγμα (Vesordnung über den Religionsutnerricht an Schulen), διά τοῦ ὁποίου εἰσάγει εἰς τά κρατικά σχολεῖα μάθημα θρησκευτικῶν βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ἐκκλησίας (ἡ παράγραφος 1, ἐδάφιον δεύτερον τοῦ Διατάγματος ἀναφέρει ἐπί λέξει "Der Religionsutnerricht erfolgt nach den Grundsätzen der Kirche oder Religionsgemeinschaft"). Τέλος ἀναφέρει, ὅτι θεωρεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς ἰσότιμο πρός τά λοιπά μαθήματα κατά πάντα. Περαιτέρω, τά ἴδια ἀποδέχεται καί ἡ πρόσφατη ἀπό 16.6.2004 ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Βραδεμβούργου (δημοσιευομένη εἰς τό περ. Zentralblatt für Jugendrecht 2005, σελ. 83).

Πρέπει, τέλος, νά παρατηρήσωμεν, ὅτι ὅλα τά ὡς ἄνω ἀναφερόμενα καί ὑφ’ ἥν μορφήν γίνονται δεκτά ὑπό τῆς γερμανικῆς θεωρίας καί νομολογίας δέν ὑποστηρίζονται μεμονωμένως, ἀλλά καί γενικώτερον. Ὠς ἐκ τούτου καί τά ὑπάρχοντα νομικῆς μορφῆς λεξικά δέχονται ἀκριβῶς τά ἴδια καί κατά τρόπον ἀπολύτως ταυτόσημον πρός ὅσα ἐξετέθησαν ἀνωτέρω. Ἐπί τοῦ προκειμένου, τό γνωστόν νομικόν λεξικόν τῶν Horst - Tilch(4) ἀναφέρει ἐπί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, μεταξύ ἄλλων καί ὅτι τό ἐν λόγῳ μάθημα κατοχυροῦται συνταγματικῶς καί ὅτι τοῦτο ἀπό ἀπόψεως συνταγματικῆς σημαίνει μετάδοσιν ὄχι μόνον γνώσεων, ἀλλά καί μετάδοσιν πίσεως (Reli­gionsunterricht im Sinne der Verfassungsgarantie ist nicht nur Wissens- vermittlung sondern auch Glaubensverkündigung, σελ 122). Ἀναφέρει δέ περαιτέρω, ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καθορίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπολαμβάνει καί τοῦ δικαιώματος ἀσκήσεως ἐποπτείας ἐν προκειμένῳ (Recht zur Beaufsichtingung, αὐτόθι). Τό ἕτερον δέ γνωστόν νομικόν λεξικόν Staatslexikon(5) ἀναφέρει ἐπίσης τά ἴδια, μεταξύ δέ ἄλλων καί ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν προβλέπεται ὑπό τοῦ συντάγματος ὡς κατηχητικόν(6), χρησιμοποιεῖται δέ ἡ ἑλληνική λέξις Katechismus (σελ. 842), προστιθεμένου ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν εἶναι χριστοκεντρικόν (Christozentrik, σελ 842), τούτου θεσπιζομένου ὑπό τοῦ συντάγματος. Ἐπίσης, ἀναφέρεται ὅτι ὁ καθηγητής τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα πρέπει νά εἶναι ἐκπαιδευτικός κηρυγματικοῦ χαρακτῆρος ὡς μυσταγωγός (ἐπί λέξει «Kerygmatischen Ansatz als Mystagoge und religiöser Lehrer», σελ. 842), ὅλη δέ αὐτή ἡ ὁρολογία παρατίθεται διά χρησιμοποιήσεως συνεχῶς ἑλληνικῶν καθαρῶς λέξεων, ὥστε νά μήν εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάφρασις ἤ ἡ ἀνάλυσις αὐτῶν, ἀφοῦ εἰς ἡμᾶς τούς Ἕλληνας εἶναι πασίγνωστοι. Περαιτέρω, οἱ ὡς ἄνω δέχονται ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν (Pflichtfach, σελ 843), ὅτι ἡ ὕλη του καθορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἀσκεῖ καί τήν σχετικήν ἐν προκειμένῳ ἐποπτείαν (Inspektion, σελ 843). Τέλος: ἀναφέρουν ὅτι συνταγματαικόν δικαίωμα διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν, πέραν τῶν δύο μεγάλων Ἐκκλησιῶν (Καθολικῆς καί Εὐαγγελικῆς), ἔχει μόνον ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία (σελ. 843).

Πρέπει νά ἐπισημάνωμεν, ὅτι τό ἐγκυρώτερον καί πληρέστερον γερμανικόν ἐπιστημ. σύγγραμμα περί τῆς νομ. ἐννοίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἶναι τό μόλις ἐκδοθέν τῆς UΤΑ HILDEBRANDT "DAS GRUNDRECHT AUF RELIGIONSUNTERRICHT", 2000. Ἀποδεικνύει μέ ἄριστα τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα μεταξύ ἄλλων ὅτι: α) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κατά τό Σύνταγμα ὑποχρεωτικόν δι’ ἅπαντας (σελ. 50 ἑπ.). β) Τό περιεχόμενόν του εἶναι δεσμευτικῶς κατηχητικόν (περιλαμβάνει ἀποκλειστικῶς ὕλην μίας μόνον θρησκείας καί ὄχι πλειόνων σελ. 60 ἑπ. 139 ἑπ.). γ) Ὅτι ἡ ὕλη του καθορίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 66 ἑπ. καί 221 ἑπ.), ἡ ὁποία τυγχάνει καί φορεύς τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ μαθήματος τούτου. δ) Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δηλ. ἀτομικόν δικαίωμα ἐπί τοῦ καθορισμοῦ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος (66 καί 221). ε) Ἐάν δέν διδάσκεται ἡ ὕλη μίας μόνον θρησκείας, ἀλλά περισσοτέρων, ἔχομε διάπραξη προσηλυτισμοῦ (σελ. 64). στ) Ἡ μόνη εὐχέρεια πού καταλείπεται εἰς τόν νομοθέτην, εἶναι νά θεωρήση τό μάθημα τοῦτο εἰς τά σχολεῖα ὡς κύριον ἤ δευτερεῦον. ζ) Πρέπει νά διδάσκεται ἐπί ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν χωρίς διάκρισιν καί βεβαίως ὄχι τάς ἀκραίας ὥρας (π.χ. πρώτην ἤ τελευταίαν ὥραν σελ. 49). η) Ἡ τοιαύτη συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ θρυμματισμόν (DURCHB­RECHUNG) τῆς ἐννοίας τοῦ χωρισμοῦ κράτους - Ἐκκλησίας (σελ. 65 καί 75 ἑπ.). Ἀπόδειξις δέ τούτου εἶναι τό ὅτι οἱ ὀπαδοί τοῦ χωρισμοῦ κράτους - Ἐκκλησίας ζητοῦν τήν κατάργησιν τοῦ μαθήματος τούτου «διά νά ἐφαρμοσθῆ ὁ τοιοῦτος χωρισμός» (ὁ ὁποῖος σήμερον παρ’ ὅτι διακηρύσσεται, δέν ὑπάρχει σελ. 75 ἑπ.). θ) Φορεῖς τοῦ ἐκ τῆς συνταγματικῆς κατοχυρώσεως τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἶναι οἱ γονεῖς καί ἡ Ἐκκλησία, ἀποδέκται δέ τό ὁμοσπονδ. κράτος καί τά τοπικά κρατίδια (σελ. 82 ἑπ. καί 216 ἑπ.).

Τά ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καί τό νεώτερο ad hoc ὅμοιον σύγγραμμα περί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν τῶν W. Raak - R.Doffing - M.Raak, "RECHT DER RELIGIOSEN KINDERERZIEHUNG" 2003. Ἤτοι, ὅτι τό ἐν λόγῳ μάθημα εἶναι κατηχητικόν περιλαμβάνον τήν διδασκαλίαν τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ὅτι εἶναι ὑποχρεωτικόν, ὅτι κατοχυροῦται συνταγματικῶς, ἐπικαλοῦνται δέ οἱ συγγραφεῖς πρός τοῦτο καί τό Προοίμιον τοῦ Γερμανικοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖον ὁμιλεῖ περί "φόβου Θεοῦ", ἀναφέροντες, ὅτι τοῦτο τό ἀποδέχονται καί τά συντάγματα τῶν τοπικῶν κρατιδίων (σελ.197 ἑπ.). Περαιτέρω ἀναφέρουν, ὅτι οἱ μετέχοντες εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μαθηταί ὑποχρεοῦνται νά μετέχουν καί εἰς θρησκευτικάς ἐκδηλώσεις ἐκτός τοῦ σχολείου (σελ. 204 ἑπ.) καί ἐπίσης νά μετέχουν εἰς τήν σχολικήν προσευχήν (σελ. 208), ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθορίζει τήν ὕλην τοῦ μαθήματος καί ἐποπτεύει, ἐάν τοῦτο ἀκολουθεῖται ἀπό τό σχολεῖο (σελ. 209) καί τέλος ὅτι ὅλα αὐτά συμβαίνουν παρ' ὅτι τό γερμανικόν κράτος ἐμφανίζεται ὡς θρησκευτικῶς οὐδέτερον (σελ. 210).

4. Εἰς τήν Γαλλίαν τό περί οὖ ὁ λόγος μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται ὡς ὑποχρεωτικόν. Ἐν προκειμένῳ ἀναφερόμεθα κατ’ ἀρχήν εἰς τόν καθηγητήν Lochak(7), ὁ ὁποῖος τό ἀναφέρει ρητῶς «Des cours de Religion sont integrés dans les heures de cours obligatoires». Τά ἴδια δέχονται καί οἱ λοιποί συγγραφεῖς, ὅπως π.χ. ὁ Sejournél(8). Ὑπενθυμίζομε ἐδῶ τόν πασίγνωστον νόμον Michel Debrè της 3/12/1959, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἐν ἰσχύϊ καί ὁ ὁποῖος ὁρίζει, ὅτι τό κράτος ἐκδίδει τάς ἀναγκαίας διατάξεις διά νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τούς μαθητάς ἡ θρησκευτική ἐλευθερία καί ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευσις. Ἡ σχετική διάταξις ἔχει ὡς ἑξῆς: «L' état... prend toutes les dispositions utiles pour assurer aux élèves de l’ enseignement public 1a liberté des cultes et d' instruction religieuse».

Ὡς ἀναφέρει περαιτέρω ὁ καθηγητής Burdeau(9), εἰς τήν Γαλλίαν ἔχουν ἱδρυθῆ ἑνώσεις γονέων (αἱ γνωσταί μέ τά ἀρχικά APEL), εἰς τάς ὁποίας ἔχει ἀναγνωρισθῆ τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνουν εἰς τήν σχολικήν ὕλην καί νά ἀπαιτοῦν ὅπως εἰς τά σχολεῖα γίνεται σεβαστή ἡ Καθολική θρησκεία. Προσφυγαί ἐναντίον τῶν ἑνώσεων αὐτῶν μέ αἴτημα τήν διάλυσίν των ἀπερρίφθησαν ἀπό τά δικαστήρια. Ὁ Sole(10) ἀναφέρει, ὅτι αἱ ἑνώσεις αὐταί εἶναι ἰσχυραί (puissantes) καί ἔχουν ἐνεργά μέλη 800.000 οἰκογενείας. Τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ καθηγητής Colliard(11) ἐπικαλούμενος καί τόν ἰσχύοντα μέχρι σήμερον νόμον τῆς 28/3/1882, ὁ ὁποῖος εἰσάγει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ κατοχική κυβέρνησις Βισύ τό 1941 εἶχεν καταστήσει διά νόμου τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν προαιρετικόν (à option), ὅμως ὁ κατοχικός αὐτός νόμος κατηργήθη μεταγενεστέρως. Ὁ προαναφερθείς νόμος τοῦ 1882 ἀπαγορεύει εἰς τούς κληρικούς νά διδάξουν μόνον εἰς τήν πρωτοβάθμιον ἐκπαίδευσιν. Εἰς τήν δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν ὅμως οἱ κληρικοί δέν ἀπαγορεύεται νά διδάσκουν, ὡς ρητῶς ἀναφέρει ὁ γνωστός καθηγητής Jacques Robert(12) ἐπί λέξει διά τήν δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν «Ιl n'y a pas pour l' enseignement secondaire de texte formel excluant 1es écc1ésiastiques». Τά ἴδια δέχεται καί εἰς τό σύγγραμμά του La 1iberté ré1igieuse et 1e régime des cultes, 1977 (σελ. 58) καί περαιτέρω ὅτι δέν ἐπιτρέπεται εἰς τούς διδασκάλους νά ἀγνοοῦν τό θρησκευτικον στοιχεῖον κατά τήν ἐκπαίδευσιν (d' ignorer... dans leur enseignement l' existence du fait religieux). Τό ὅτι εἰς τά σχολεῖα διδάσκουν καί κληρικοί, τό ἀναφέρει καί ὁ προμνημονευθείς Sole(13). Ὁ προαναφερθείς νόμος τῆς 28/3/1882 καθιερώνει περαιτέρω τήν εἰσαγωγήν τοῦ θρησκευτικοῦ κηρύγματος εἰς τά σχολεῖα(14). Τό δέ Συμβούλιον Ἐπικρατείας δι’ ἀποφάσεώς του ἠκύρωσεν ὑπουργικήν ἀπόφασιν ἀπαγορεύουσαν τό κήρυγμα καί ἐδέχθη, ὅτι ὁ ὑπουργός παιδείας ὑποχρεοῦται νά ἱδρύση εἰς ὅλα τά σχολεῖα ὑπηρεσίαν κηρύγματος (service d' aumonerie), διότι αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων εἰς τά σχολεῖα(15). Ὁ καθηγητής Leclercq εἰς τό πρόσφατον ἔργον του Libertés publiques, 2α ἔκδ. 1994 (σελ. 249) ἀναφέρει, ὅτι ἡ θρησκευτική διδασκαλία οὐδόλως ἀντίκειται εἰς τήν ἀρχήν τοῦ λαϊκοῦ κράτους, πού καθιερώνει τό σύνταγμα (ne serait pas contraire au principe géneral de laϊcité). Ὁ καθηγητής Richet(16) ἀναφέρει, ὅτι ἡ διδασκαλία πρέπει νά γίνεται ἐντός γενικοῦ κλίματος θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως (se dérouler dans un climat général de formation religieuse). Ἐπίσης διά τήν Γαλλίαν ἐπισημαίνομεν ὅτι, ὡς ἀναφέρει ὁ καθηγητής Robert(17) τό 96% τῶν Γάλλων ἔχει βαπτισθῆ καί τό 91% τῶν Γάλλων ἔχει διδαχθῆ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Δηλαδή, τό ἐλάχιστο ποσοστόν πού μᾶς μένει πρέπει περίπου νά ἀντιστοιχῆ εἰς τούς ἀναλφαβήτους καί εἰς κάποιους ἀθέους. Τά στοιχεῖα αὐτά - ὡς ἀναφέρει – προέρχονται ἀπό δημοσκόπησιν πού ἔχει δημοσιευθῆ εἰς τόν ἡμερήσιον τύπον. Ἐπίσης, ὁ καθηγητής Roche(18) ἀναφέρει, ὅτι τό 98% τῶν ὑπό τοῦ κράτους χρηματοδοτουμένων σχολείων εἶναι καθολικά. Βεβαίως καί ἡ Γαλλία ἔχει συνάψει σύμβασιν μέ τό Βατικανόν (καταγγελθεῖσα τό 1905 καί ἐπανακυρωθεῖσα τό 1929), διά τῆς ὁποίας ἔχει ἀναλάβει τήν ὑποχρέωσιν νά διδάσκη τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς θρησκείας. Τέλος, ὁ Sole εἰς τό προαναφερθέν ἔργον του (σελ. 76) ἀναφέρεται εἰς δήλωσιν καθηγητοῦ σχολείου, ὅτι κάθε Κυριακή πηγαίνει εἰς τήν ἐκκλησίαν μέ τούς μαθητάς του. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τήν Γαλλίαν τό περιεχόμενον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί εἰς τό δημοτικόν καί εἰς γυμνάσιον εἶναι καθαρά θρησκευτικόν - ὁμολογιακόν. Ἐπί τοῦ προκειμένου ὁ Messner(19) (Le droit français des religions, εἰς Puza - Kustermann, staatliches Religionsrecht im europäischen Vergleich, 1993, σελ. 44) ἀναφέρει ἐπί λέξει «des professeurs de religion mandatés par l’ autorité religieuse mais nommés et retribués par le Ministre de l' éducation nationale dispensent un enseignement religieux confessionnel au sein des écoles primaires et secondaires publiques».

Ὁ Duvert εἰς τήν μελέτην του «Droit et religions genése et devenir d' un rapport mecconu», εἰς Droit prospectif 1996, σελ. 763 ἀναφέρει ὅτι ἡ γαλλική νομολογία ἐθεώρησεν ἀπαράδεκτην τήν μεταβολήν τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως μαθητρίας καθολικῆς, διότι αὐτό θά ὁδηγοῦσε εἰς κρίσιν ψυχολογικήν ἐπίπονον (Risquant d' entrainer pour elle une crise p1ycho1ogique douloureuse). Ἐπίσης, ὅτι ἡ νομολογία ἐθεώρησεν ὑποχρεωτικήν τήν ἐγγραφήν προτεστάντου μαθητοῦ εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς καθολικῆς χριστιανικῆς θρησκείας, διότι ὁ μαθητής αὐτός ἁπλῶς διδάσκεται τήν Χριστιανικήν θρησκείαν καί δέν ἐπιχειρεῖται ἡ μεταβολή τῆς πίστεώς του (ἡ ὁποία θά μεταβάλλετο μόνον διά τοῦ βαπτίσματος (le juge ordonne cette inscription). Εἰς σελ. 764 ἀναφέρεται ὅτι ἐν περιπτώσει ἀμφιβολίας ἤ διλήμματος ὁ δικαστής πρέπει νά προτιμᾶ νά ἱκανοποιήση τούς γονεῖς πού ἐπιθυμοῦν νά διδαχθοῦν τά τέκνα των μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, παρά ἐκείνους πού εἶναι ἄθεοι (Préférer pour l’ enfant le parent qui souhaite lui donner une éducation à celui qui se proclame agnostique ou athée) ἀκόμη καί ἄν ὁ ἕνας ἐκ τῶν γονέων ἐπιθυμῆ τά ὡς ἄνω (les tribunaux manifestent ensuite une faveur pour ce1ui des deux parents susceptible de donner une formation religieuse à l' enfant). Περαιτέρω, ἀναφερόμενος εἰς τήν νομολογίαν ἐπισημαίνει πλῆθος ἀποφάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐθεώρησαν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὑποχρεωτικόν, ἀλλά καί ὠφέλιμον διά τήν ἠθικήν καί πνευματικήν ἀνάπτυξιν τῶν παιδιῶν (La religion contribue à 1a formation intellectuelle et morale de l' enfant)... Ἐπίσης ὅτι συμβάλλει εἰς τήν ἰσορροπίαν καί τήν σωστήν ψυχολογίαν τοῦ μαθητοῦ ( à l' equilibre de l' enfant à son bien être psychologique à son apprentissage de la societé). Οἱ γνωστοί συνταγματολόγοι καθηγηταί Jacques Robert καί Jean Duffar εἰς τό γνωστόν σύγγραμμά των «Droit de l' homme et 1ibertés fondamenta1es», 6η ἔκδ. 1996, ἀναφέρουν (σελ. 587), ὅτι ἀσχέτως τῆς ὑπάρξεως ἤ μή μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, οἱ ἐκπαιδευτικοί δέν δύνανται, νά ἀγνοοῦν τήν θρησκείαν κατά τήν διδασκαλίαν (ἐπί λέξει «Νi donner comme consigne à 1eurs maitres d' ignorer systematiquement l' existence du fait re1igieux, σελ. 587). Ἡ D. Breillat(20) ἀναφέρει, ὅτι τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας ἐδέχθη ὡς ἀπολύτως συμβιβαστήν τήν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ μέ τήν τοῦ διδασκάλου (ἐπί λεξει «Le conseil d' etat a, dans un avis rendu 1e 21 decembre 1972: affirmé qu' il n' y a pas d' incompatibilité de principle entre l' état d' écclésiastique et les fonctions enseignantes, σελ. 97) καί περαιτέρω ἀποφαίνεται (εἰς τήν ἰδίαν σελίδα) ὅτι ὁ κληρικός δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποκλεισθῆ ἀπό ὁποιοδήποτε λειτούργημα ἐκπαιδευτικοῦ (ἐπί λέξει: «un ecclésiastique ne saurait être exclu de quelque fonction enseignante»). Τά ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καί ὁ STIRN(21), ἐπικαλούμενος μάλιστα τήν νομολογίαν τοῦ γαλλικοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας. Ἀναφέρει δηλ. ὅτι τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας διά τῆς 21.9.1972 ἀποφάσεώς του ἐδέχθη, ὅτι καθηγητής μέσης ἐκπαιδεύσεως κληρικός δέν μπορεῖ νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τά καθήκοντά του ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τυγχάνει ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας. Τό σχετικόν ἀπόσπασμα τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεως ἔχει ἐπί λέξει ὡς ἑξῆς: «un professeur titulaire de l' enseignement du second degré ne peut légalement être écarté de ses fonctions par le motif qu'il aurait embrassé l' état ecclésiastique». Ὁ καθηγητής Gonzalez(22) ἀναφέρει, ὅτι τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας εἰς τήν ἀπό 27.11.1989 ἀπόφασίν του ἐπάγεται, ὅτι ἐν ὄψει τῶν διεθνῶν ὑποχρεώσεων τῆς Γαλλίας ἐκ τῶν ἄρθρων 9 καί 14 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αὐτῆς (τό ὁποῖον κατοχυρώνει τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν), τό γαλλικόν κράτος παρ' ὅλην τή ὑποχρέωσιν πού ἔχει νά εἶναι θρησκευτικῶς οὐδέτερον, εἰδικῶς εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὀφείλει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐν λόγῳ ἀρχήν. Ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Σορβόνης -Παρισίων Durant-Prinborge(23) ἀναφέρει ὅτι ὁ γνωστός νόμος τῆς 31.12.1959 κατοχυρώνει τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (Instruction Religieuse), καθώς καί τό εἰς ἐκτέλεσιν τούτου ἐκδοθέν Προεδρικόν Διάταγμα 60-391 τῆς 22.4.1960.

Τό γαλλικόν Συμβούλιον Ἐπικρατείας διά τῆς ἀπό 27.7.1990 ἀποφάσεώς του(24) δέχεται ὅτι ἀναγνωρίζεται δικαίωμα γονέων νά ἀπαιτήσουν μάθημα θρησκευτικῶν διά τά τέκνα των καί ἀπορρίπτει ἀπόφασιν τοῦ Ἐπιθεωρητοῦ, ἡ ὁποία μετέφερε μαθήματα τοῦ Σαββάτου εἰς τήν Τετάρτην, ἀκριβῶς, διότι ἡ Τετάρτη ἦτο ἀφιερωμένη εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ὁ Turpin(25), ἀναφέρει, ὅτι ὁ νόμος τῆς 28.3.1882 ἐπανέφερε τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα καί ἔκτοτε διδάσκεται κανονικῶς. Λεπτομερέστερον περί τοῦ τρόπου διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γαλλίαν προβλέπει ὁ ἰσχύων σήμερον νόμος Debré τῆς 31.12.1959(26). Ἐπί τοῦ προκειμένου ἐπισημαίνομεν, ὅτι οἱ Γάλλοι Πανεπιστημιακοί καθηγηταί Charvin καί Sueur εἰς τό σύγγραμμά των "Droits de l' homme et liberté de la personne" 1997 (2α ἔκδ., σελ. 140-141) ἀναφερόμενοι εἰς τούς ἐν λόγῳ νόμους διευκρινίζουν, ὅτι εἰς τά σχολεῖα εἰς τήν Γαλλίαν γίνεται ὄχι μόνον μάθημα θρησκευτικῶν, ἀλλά καί κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τοῦ ἔτους 1940 καί ἐφεξῆς, ἔχουν δέ ἱδρυθῆ ὑπηρεσίαι κηρύγματος εἰς τά σχολεῖα πρός τόν σκοπόν τοῦτον, αἱ ὁποῖαι χρηματοδοτοῦνται ὑπό τοῦ κράτους, προσθέτουν δέ ὅτι τό γαλλικόν Συμβούλιον Ἐπικρατείας διά τῶν ἀπό 1.4.1949 καί 28.1.1955 ἀποφάσεών του ἐστήριξε τόν θεσμόν αὐτόν (αὐτόθι, σελ. 141).

Πρέπει, τέλος, νά διευκρινίσωμεν ὅτι εἰς τήν Γαλλίαν εἰς ὅσα σχολεῖα δέν διδάσκεται τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, κάθε Πέμπτη γίνεται κήρυγμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως ὡς ὑποστηρίζεται (N a u r o i s, Aux confins du droit privé et du droit public - la liberté religieuse, εἰς Revue Trimestrielle du Droit Civil, LX σελ. 260 καί αὐτόθι παραπομπή εἰς ἐκτενῆ βιβλιογραφίαν σελ. 260 ὑποσημ. 4), τό τοιοῦτον κήρυγμα σημαίνει ἐπανεισαγωγή τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά δημόσια σχολεῖα (αὐτόθι σελ. 260 καί ἐπί λέξει: "elle implique aussi l' instruction religieuse"). Τέλος, ὅσα ἀνεφέρθησαν ἀνωτέρω δέν ἀφοροῦν τίς περιοχές τῆς Γαλλίας Ἀλσατία, Λωρραίνη, ὑπερπόντιες κτήσεις καί κάποιες ἄλλες περιοχές τῆς Γαλλίας, ὅπου ἡ ἐκκλησία εἶναι κ ρ α τ ι κ ή (διότι εἰς τίς περιοχές αὐτές δέν ἰσχύει ἡ ἀρχή τοῦ χωρισμοῦ κράτους - Ἐκκλησίας). Εἰς τίς περιοχές αὐτές διδάσκεται κανονικά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας ὡς ὑποχρεωτικό καί ὡς κατηχητικό εἰς ὅλα τά δημόσια σχολεῖα.





Σημειώσεις

1. - Der katholische Kirchenvertrag Sachsen, NJW 1997, σελ. 1420 ἑπ

2. -. 'Εκ της πλουσίας ad hoc βιβλιογραφίας, πρβλ. Wall, zum Verfassungesstreit um das Religionsunterricht in Bradenburg εἰς Zeitschrift für Eνangelisches Staatskirchenrecht 1997, σελ. 353 ἑπ. Uhle, Die Verfassungsgarantie des Religions­unterrichts und ihre territoriale Reichweite, DöV 1997, σελ. 409 ἑπ. Werner, Ethik als Ersatzfal1, NVwZ 1998, σελ. 816 ἑπ. Bader, zur Verfassungsmässigkeit des obligatorischen Ethikunterrichts, NVwZ 1998, σελ. 256 ἑπ. Uhle, Das brandenburgische Lehrfach «Lebensgestaltung - Ethik - Religionskunde» - ein Verfassunskonforme Substitut für den Religionsunterricht? KuR 1996 σελ. 730/1 κυρίως ὅμως Mückl, Staathskirchenrechtliche Regelungen zum Relgionsunterricht, AöR 1997, σελ. 513 ἑπ..

3. - KuR 1998, σελ. 980/140.

4. - . Deutsches Staatslexikon, 2α ἔκδ. 1992

5. -. 'Έκδ. Görres Gesellschaft , 7η ἔκδοση 1988.

6. -. Biemer - Baldus, αὐτόθι, σελ. 842.

7. - . Les ambiguités du principe de séparation, ΑCΤΈS, 'Ιούνιος 1992, σελ. 13.

8. - . L’option religieuse des mineurs et Ι' autorité parentale, 1972, σελ. 297.

9. - Les libertés publiques, 2α ἔκδ. 1961, σελ. 275 ἑπ.

10. -. Les chretiens en France, 1972, σελ. 64.

11. - . Libertés publiques, 5η ἔκδ. 1975, σελ. 392.

12. - . Libertés publiques, 1977, σελ. 398.

13. - .'Ένθ. ἀν., σελ. 63-64.

14. - . Riνero, Les aumoneries dans Ι' enseignement public, 1960, σελ. 79.

[15. - . Robert, ἔνθ. ἀν., σελ. 401.

16. - . Les droits de Ι' homme et du citoyen, 1982, σελ. 274.

17. - . La liberté religieuse et le régime de cultes, 1977, σελ. 56.

18. - . Libertés publiques 8η ἔκδ.1987 σελ. 100.

19. - Le droit français des religions, εἰς Puza - Kustermann, Staatliches Religionsrecht im europäischen Vergleich, 1993, σελ. 44.

20. - Statut des religions et principe de Laϊcité en France, εἰς «La protection des droits fondamentaux», 1993.

21. - Les libertés en question, 1996, παραγρ. 104.

22. - La convention européenne des droits de l' homme et la liberté des religions, 1997, σελ. 261.

23. - La Laïcité, 1996, σελ. 71

24. - Εἰς Jurisprudence du conseil d' état, No 6.03/1991, σελ.12,13.

25. - Les libertés publiques, 1995, σελ. 118

26. - Ἰδέ τό κείμενον τοῦ νόμου αὐτοῦ εἰς J.C. Masclet, Textes sur les libertés publiques, 1988, σελ. 58 ἑπ.



 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox