Το μάθημα των θρησκευτικών


Γεωργίου Η. Κρίππα,
Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου



Η Συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών
παρ'ημίν και εν τη αλλοδαπή

(*) Διάλεξις δοθείσα τήν 17.1.1996 εις τήν αίθουσαν του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών συμπληρωθείσα και εμπλουτισθείσα διά τής νεωτέρας βιβλιογραφίας καί νομολογίας.



Γερμανία

Περαιτέρω, εἰς τήν Γερμανίαν οἱ δικαιούμενοι νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν (ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι, ἄθεοι) ἐπικαλούμενοι τούς λόγους πού προαναφέραμε ὑποχρεοῦνται, ἀντί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν νά παρακολουθήσουν μάθημα ἠθικῆς, ἡ συνταγματικότης ὅμως τοῦ περιεχομένου τοῦ ὁποίου ἀμφισβητεῖται στήν Γερμανία(1).

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τήν Γερμανίαν τό γεγονός ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν καί ὅτι τά βιβλία καί ἡ διδακτέα ὕλη καθορίζεται καί ἐγκρίνεται ἀπό τήν ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἐλέγχει καί ἐάν ἡ διδασκαλία πραγματοποιεῖται συμφώνως πρός τάς ἀρχάς της, γίνεται παγίως δεκτόν καί ἀπό τήν νομολογίαν, ἰδίᾳ δέ τοῦ συνταγματικοῦ δικαστηρίου, π.χ. ἀξίζει νά μνημονευθοῦν αἱ ἀποφάσεις τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ εἰς τήν συλλογήν BVerfGE 41, σελ 108, 41, σελ 29, 41, σελ 65, NJW 1988, σελ 3141. Ἐπίσης τήν ἀπόφασιν τοῦ Διοικητικοῦ Ἀκυρωτικοῦ εἰς τήν συλλογήν KirchE 11, σελ 153. Αἱ ἐν λόγῳ ἀποφάσεις δέχονται τά προαναφερθέντα ρητῶς, κατηγορηματικῶς καί ἀνεπιφυλάκτως, μάλιστα δέ ἠ ἐκ τῶν μνημονευθεισῶν ἀποφάσεων 41, σελ. 65, δέχεται, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά διαμορφώνεται ἀπαραιτήτως βάσει τῶν ἀντιστοίχων χριστιανικῶν ἀρχῶν, διότι ἄλλως θά ἐμεγιστοποιεῖτο μία ἀσήμαντη μειοψηφία. Ὑπ’ ὄψιν, τέλος, ὅτι αἱ προαναφερθεῖσαι ἀπόψεις τῶν Γερμανῶν συγγραφέων σχεδόν εἰς πᾶσαν περίπτωσιν ἐπικαλοῦνται ἀντίστοιχη νομολογίαν πρός αἰτιολόγησίν των.

Ἐκ τῶν προαναφερομένων ἀποφάσεων τοῦ συνταγματικοῦ δικαστηρίου ἡ 41, 108 ἀναφέρει ὅτι ἡ διδακτέα ὕλη καί τά διδακτικά βιβλία καθορίζονται ἀπό τήν ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἔχει καί τό δικαίωμα ἐποπτείας προκειμένου νά διαπιστώση, ἐάν τά ὑπ’ αὐτῆς καθορισθέντα τηροῦνται (Lehrpläne und Lehrbücher für den Religionsunterricht sind im Einvenehmen mit dieser Intitutionen zu bestimmen... haben die Kirchen das Recht sich nach einem mit der Unterrichtsverwaltung vereinbarten Verfahren durch Einsichtsnahme zu vergewissern, dass der Religionsunterricht in Übereinstimmung mit ihren Lehren und Anforderungen erteilt wird). Ἡ δέ ἀπόφασις τοῦ ἰδίου δικαστηρίου 41,65 δέχεται ὅτι κατά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὁ δάσκαλος ἔχει τήν ὑποχρέωσιν νά διδάσκη τάς ἑνιαίας ἀρχάς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας (Sich aus Art 7 VoSchG die Verpflichtung der Lehrer ergebe, der Unterricht und die Erziehung nach den gemeinsamen Grundsätze der chrislichen Bekenntnisse zu gestalten... der Unterricht auch im entsprechenden christlichen Sinn erteil werden). Ἀξίζει ἐπ’ εὐκαιρίᾳ νά ἀναφερθῆ, ὅτι τό διοικητικόν πρωτοδικεῖον τοῦ Freiburg διά τῆς ἀπό 8/3/1995 ἀποφάσεώς του ἀπορρίπτει προσφυγή μαθητοῦ, διά τῆς ὁποίας ἐζητοῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ἡ αἰτιολογία τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς δέν εἶναι εἰσέτι γνωστή. Ἁπλῶς ἀναφέρεται ἐν περιλήψει εἰς τό τελευταῖον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Kirche und Recht, 1995,980-15.

Τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ Opperman(2), ἤτοι ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ ὑποχρεωτκήν ὕλην (Ordentliches Lehrp-flicht­fach) καθοριζόμενον ἐν συνεργασίᾳ μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἐγκρίνει καί ποιά πρόσωπα θά διδάξουν τό ἐν λόγῳ μάθημα. Ἐννοεῖ δέ ἐδῶ τάς μεγάλας Ἐκκλησίας τῆς Γερμανίας(3).

Περαιτέρω, ἡ γνωστή ἡμερησία ἐφημερίς Frankfurter Allgemeine Zeitung εἰς τό φύλλον τῆς 30.9.1996 δημοσιεύει μελέτην ὑπό τόν τίτλον «Es gibt keine christenlose Christendum» (Δέν ὑπάρχει κανένας Χριστιανισμός χωρίς Χριστόν) (σελ. 10), ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν εἶναι δογματικόν - κατηχητικόν (konfessionel), καθώς καί ὅτι διδάσκεται εἰς τά σχολεῖα καί ἀπό κληρικούς. Δημοσιεύει δέ εἰκόνα Γερμανοῦ κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει μάθημα εἰς μικρούς μαθητάς μέσα εἰς αἴθουσα σχολείου. Ὁ καθηγητής Listl εἰς τήν μελέτην του «Die Religions - und Kirchenfreiheit in der neueren Rechtsprechung des Bundesverfas­sungsgerichts» εἰς Festchrift für Willi Geiger zum 80 Geburtstag, 1989, σελ 546 ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν εἶναι ὑποχρεωτικόν (Pflichtfach, obligatorisch καί ὅτι ἔχει Pflicht­fachcharakter). Περαιτέρω, ὅτι τό δικαίωμα τῶν μαθητῶν νά ἀπόσχουν, ἐπειδή δέν ἀνήκουν εἰς ἄλλην θρησκείαν δέν καθιστᾶ τό μάθημα προαιρετικόν (das Abmeldungsrecht macht ihn ‘ἐννοεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν’ nicht zu einem Wahlfach). Εἰς τήν σελ. 547 ἀναφέρει ὅτι δέν ὑπάρχει εἰς τήν Γερμανίαν μάθημα θρησκευτικῶν θρησκειολογικόν – δηλ. μή Χριστιανικόν – δογματικόν (keine überkοnfessίοnelle Bekenntnisinhalt). Ὁ Καθηγητής v. Campenhausen εἰς τήν μελέτην του «Vier neue Staatskichenverträge in vier neuen Länder» εἰς neue Zeitschrift für Verwaltungsrecht 1995, σελ 759 ἀναφέρεται εἰς τήν συν­ταγματικήν κατοχύρωσιν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τέσσαρα νέα κρατίδια τῆς Γερμανίας (μετά τήν ἕνωσιν Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Γερμανίας) δι’ ἰσαρίθμων Διεθνῶν Συμβάσεων. Εἰς τήν ἰδίαν σελίδαν ἀναφέρει, ὅτι τό περιεχόμενον τοῦ μαθήματος καθορίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται καί ἀπό κληρικούς εἰς τά σχολεῖα. Ὁ προαναφερθείς πανεπιστημιακός καθηγητής Listl εἰς τήν μελέτην του «Die Fortgeltung und die gegenwärtige Staatskirchenrechtliche Bedeutung des Reichskon­kordats vοn 20 Juli εἰς Festschrift für Louis Carlen», 1989, σελ 326-327 ἀναφέρει ὅτι τό Κονκορδάτον τοῦ 1933, πού ἔχει συνάψει ἡ Γερμανία μέ τήν Ἁγία Ἕδρα (καί πού εὑρίσκεται πάντοτε ἐν ἰσχύϊ) κατοχυρώνει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς θρησκείας (das Reichskonkordat enthält eine Garantie des Katholischen Religion­sunterrichts). Εἰς τήν σελ. 327 ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς ὅλα τά σχολεῖα, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, ἐπαγγελματικάς σχολάς καί μάλιστα κατά τίς ὑποδείξεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι πάντοτε δογματικόν – κατηχητικόν (konfessionel ὡς ἀναφέρει ἐπί λέξει). Οἱ Model - Μüller, Grundgesetz(4) ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς κανονική ὕλη ἐντάσσεται εἰς τά ὑποχρεωτικά (ἐπί λέξει: «als ordentliches Lehrfach ist der Religionsunterricht den Pflichtfä­chern zuzuordnen»). Εἰς τό ἴδιον σημεῖον ἀναφέρουν περαιτέρω, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἰσότιμον πρός ὅλα τά ἄλλα μαθήματα καί οἱ βαθμοί του συνυπολογίζονται εἰς τήν ἐξαγωγήν μέσου ὅρου ἐτησίας βαθμολογίας. Εἰς τόν ἀριθ. 156 ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι συνταγματικῶς κατοχυρωμένον (Istitutionelle Garantie des Religionsunterichts). Τέλος, εἰς τό ἴδιον σημεῖον ἀναφέρουν, ὅτι οἱ κληρικοί, πού διδάσκουν μάθημα θρησκευτικῶν εἰς τά δημόσια σχολεῖα, ὑπόκεινται ὑπηρεσιακῶς εἰς τήν Ἐκκλησίαν (ἐπί λέξει «Pfarrer, die zum Religionsunterricht angeordnet werden, unterstehen dienstrechtlich weiter der Kirche»). Οἱ Πανεπιστημιακοί καθηγηταί Pieroth – Schlink εἰς τό ἔργον τους Grundrechte ­Staatsrecht ΙΙ (13η ἔκδ. 1997, σελ 164) ἀναφερόμενοι εἰς τό ἄρθρον 7 τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος (τό ὁποῖον κατοχυρώνει τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν) καί εἰδικῶς εἰς τήν φράσιν αὐτοῦ ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ «ordentliches Lehrfach» (κανονικήν ὕλην μαθήματος) ἐπεξηγοῦν, ὅτι ἡ φράσις αὐτή σημαίνει ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν τυγχάνει προαιρετικόν, ἀλλά ὑποχρεωτικόν καί ὡς τοιοῦτον πρέπει νά βαθμολογεῖται (ἐπί λέξει «ordentliches Lehrfach bedeutet, dass der

Religionsunterricht nicht Wahl-, sondern Pflichtfach ist und als solches benotet wird»). Περαιτέρω, ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμα ὑπό τήν ἔννοιαν, ὅτι δι’ αὐτοῦ κατοχυροῦται μία μορφή ἀσκήσεως τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὡς αὕτη προβλέπεται ὑπό τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Συντάγματος τῆς Γερμανίας, φορεῖς δέ τοῦ δικαιώματος τούτου τυγχάνουν καί αἱ θρησκευτικαί κοινότητες. Ἐπίσης, ἀναφέρουν ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς ὅλα τά σχολεῖα, ὅτι εἶναι ἰσότιμον πρός τά ἄλλα μαθήματα καί ὑπολογίζεται διά τήν ἐξαγωγήν τοῦ μέσου ὅρου βαθμολογίας ἑκάστης τάξεως. Περαιτέρω ἀναφερόμενοι εἰς τήν νομολογίαν τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου, ἐπισημαίνου, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἔχει κριθῆ ὡς κατηχητικοῦ περιεχομένου δεσμευτικοῦ («in konfessioneller Positivität und Gebundenheit» σελ. 165). Τέλος, ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατοχυροῦται εὐθέως ἀπό τό Σύνταγμα καί δέν τελεῖ ὑπό τήν ἐπιφύλαξιν νόμου. Ὁ Umbach εἰς τήν μελέτην του «Grundrecths –und Religiοnsmündigkeit im Spannungsfeld zwischen Kindes- und Elternrecht», εἰς Festschrift für Willi Geiger zum 80 Geburstag, 1989, σελ. 362 ἀναφέρει, ὅτι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐνηλικιώσεως δέν τυγχάνει συνταγματικῶς κατοχυρωμένον (Grundrechtsmündigkeit... verfassungsrectlich nicht begründet). Εἰς τήν σελ. 363 ἀναφέρει ὅτι εἰς τήν νομολογίαν δέν ἀνευρέθη μέχρι στιγμῆς καμμία ἀναγνώρισις τοῦ δικαιώματος τῆς ἐνηλικιώσεως (ἐπί λέξει «in der Rechtsprechung hat eine besondere Grundrechtsmündigkeit bisher keine Anerkennung gefunden»), παραπέμπει δέ εἰς δικαστικάς ἀποφάσεις. Εἰς τήν σελ. 371 ἀναφέρει, ὅτι δέν εἶναι δυνατή ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, παρά μόνον ἐάν ὁ αἰτῶν ἀποχωρήση ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει (δηλ. μόνον ἐπί Kirchenaustritt). Τέλος, εἰς τήν σελ. 372 ἀναφέρει, ὅτι θά ἦτο πρακτικῶς οὐτοπικόν καί νομικῶς ἀμφίβολον διά τούς γονεῖς νά ζητήσουν μίαν οὐδετερότητα ἐκ μέρους τοῦ κράτους (ἐπί λέξει «Den Eltern eine selbstlose Neutralität zu fördern wäre tatsächlich illusorisch und rechtlich zweifelhaft»). Ὁ κατ’ ἐπανάληψιν προαναφερθείς πανεπιστημιακός καθηγητής J. Listl εἰς τήν μελέτην του «Staat und Kirche bei Ulrich Scheuner» εἰς Demokratie in Anfechtung und Bewährung- Festschrift für Johannes Boermann, 1982, εἰς σελ. 871-872 ἀναφέρεται εἰς τήν διατήρησιν τῆς κατηχητικῆς μορφῆς τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ ὁποία ἀντιτίθεται εἰς τήν εἰσαγωγήν ἑνός δια- ἤ ὑπερθρησκευτικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (ἐπί λέξει «Beibehaltung des konfessionellen und gegen die Einführung eines inter - oder über konfessionellen Religionsunter­richts»). Περαιτέρω, ἀναφέρει, ὅτι τό ἐν λόγῳ μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικόν (Verbindlich - Pflichtfach) καί ὄχι προαιρετικόν (nicht Wahlfach). Τέλος, ἀναφέρει ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει προσδεδεμένον εἰς τήν μετάδοσιν τῆς πίστεως, δηλ. κατηχητικόν (ἐπί λέξει «Bekenntnisgebundenes Fach das Glaubenwissen vermittelt»). Οἱ Brinkmann - Ηackendroh, εἰς Grundrechtskommentar zum Grund­gesetz (ἐκδιδόμενον εἰς κινητά φύλλα) ὑπ’ ἄρθρ. 7, σελ. 6, ἀναφέρουν ὅτι ἡ νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου θεωρεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς συνταγματικῶς κατοχυρωμένον θεσμόν (Einrichtungs - Garantie - Institutionsgarantie), εἰς δέ τήν σελ. 7, ὅτι ἡ νομολογία θεωρεῖ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατηχητικόν καί τελοῦν ὑπό τόν ἔλεγχον τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ προαναφερθείς πανεπιστημιακός καθηγητής v. Campenhausen, εἰς τήν μόλις κυκλοφορήσασν τρίτην ἔκδοσιν τοῦ ἤδη κλασσικοῦ συγγράμματός του Staats­kirchenrecht (3η ἔκδ. 1996) ἀναφέρει, μεταξύ ἄλλων, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ συνταγματικήν θεσμικήν ἐγγύησιν (Institutionelle Garantie, σελ. 238). Περαιτέρω (σελ. 242) ἀναφέρει, ὅτι διά νά ἐκπληρωθῆ ὁ σκοπός τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος (δηλ. νά μεταδώση γνῶσιν εἰς τόν μαθητήν), πρέπει τό μάθημα αὐτό νά εἶναι ἐπί βάσεως κατηχητικῆς – δογματικῆς (ἐπί λεξει: « Auf konfessioneller Basis eingeübt werden soll»). Ὁ ἴδιος, εἰς τήν σελ. 243, ρητῶς ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν der Religionsunterricht ein Pflichtfach ist). Εἰς τήν σελ. 244, ἀναφέρει ὅτι παρ’ ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κρατική ὑπόθεσις, ἐν τούτοις ἡ ὕλη του καθορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν (die Religions­gemeinschaften seinen bestimmen). Εἰς τήν σελ. 245 ἀναφέρει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό δικαίωμα νά παρακολουθῆ καί νά ἐλέγχη πῶς γίνεται τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν (Aus dem gleichen Gründe geniessen die Religionsgemeinschaften ein Recht zur Einsichtsnahme in den Religionsunterricht; es dient der Kontrolle der Übereinstimmung). Εἰς τήν ἰδίαν σελ. ἀναφέρει, ὅτι ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀφορᾶ εἰς τήν Χριστιανικήν Θρησκείαν μόνον (ἐν ὄψει τῶν ἄρθρων 137 καί 140 τοῦ Συντάγματος τῆς Βαϊμάρης, τά ὁποῖα ἔχουν ἐνσωματωθεῖ εἰς τό ἰσχῦον Σύνταγμα), προσθέτει δέ ὅτι π.χ. μάθημα θρησκευτικῶν διά τούς Μουσουλμάνους δέν τυγχάνει συνταγματικῶς κατοχυρωμένον. Ὁ Rees, εἰς τήν μελέτην του «Religionsunterricht in der Schule»(5), ἀναφέρει εἰς τήν σελ. 104, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτου ὑποχρεωτικόν (nach dem Willen des Verfassungs­gebers Pflichtfach sein sollte). Περαιτέρω, εἰς τήν σελ. 107, ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει κατηχητικόν, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν ἀναφέρεται εἰς τό Σύνταγμα (Konfessionalität des Relgionsunterrichts), τά αὐτά ἀναφέρει καί εἰς τάς σελ. 108, 109, 112. Τέλος, εἰς τήν σελ. 113 ἀναφέρει ὅτι διά τό κράτος τυγχάνει νομικῶς ἀδύνατον νά καταργήση τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν (ἐπί λέξει: «weder aus dem Verbot der Staatskirche noch aus der daraus folgenden Pflicht des Staates zu religiöser und weltanschaulicher Neutralität, noch aus dem Grundrecht der Glaubens –und -

Gewissens - Freiheit ergibt sich daher eine recht1iche Möglichkeit oder gar Notwendigkeit, den Religionsunterricht νοn der Schule fernzuhalten». Ὁ J. Oebbecke εἰς τήν μελέτην του Reichweite und Voraussetzungen der grundgesetzlichen Garantie des Religionsunterrichts(6) ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ ἄσκησιν ἀτομικοῦ δικαιώματος (σελ. 340), περαιτέρω δέ ὅτι τό μάθημα αὐτό εἶναι δεσμευτικῶς κατηχητικόν (konfessionelle Gebundenheit, σελ 341), καθώς καί ὅτι ἡ τυχόν ἀντικατάστασις τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὡς κατηχητικοῦ ἀπό ἕν ἄλλο μάθημα θρησκειολογίας θά ἦταν ἀντισυνταγματική (ἐπί λέξει: «ist die Integration solcher religionskundlichen oder weltans­chaungskundlichen Elemente nicht Verfassungsrecht1ich geboten» σελ. 341). Ἐπίσης, ἀντισυνταγματική τυγχάνει καί ἡ εἰσαγωγή μαθήματος θρησκευτικῶν κοινοῦ, περισσοτέρων δηλ. θρησκειῶν (ἐπί λέξει: «die Verfassung νerbietet den gemeinsamen Religionsunterricht», σελ 343. Τά ἴδια ἀκριβῶς ὑποστηρίζει καί ὁ Ηeckel(7), ἤτοι ὅτι τό θρησκευτικόν φαινόμενον δέν ἐπιτρέπεται νά παραποιηθῆ διά λαϊκισμοῦ (ἐπί λέξει: «darf er religiöbse Phänomene nicht säkularisierend verfälschen indem er die Theologie in säkuläre Religionsphilosophie (und atheistische Religionskritik) den Religionsunterricht in allgemeiner Religion­skunde»(8). Ὁ Η. Lecheler(9) (Grundgesetz - Kommentar, 1996, ἐκδιδό­μενον ὑπό Michael Sachs) εἰς τό περί μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν κατά τό Σύνταγμα κεφάλαιον (ὑπ’ ἄρθρον 7, παρ. 39 ἑπ.) ἀναφέρει ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει κατηχητικόν (ἐπί λέξει «Gegenstand des Religionsunterrichts ist eine bestimmte Religion, ein Bekenntnis, παρ. 39) καί ὄχι μία θρησκειολογία ἤ θρησκευτική κριτική (nicht eine blosse Religionskunde oder Religionskritik, αὐτόθι) καθώς καί ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά ἔχη περιεχόμενον δογματικόν (Bekentnisinhalt, παρ. 40). Περαιτέρω ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατοχυροῦται συνταγματικῶς ὑπέρ τῶν «Μεγάλων Ἐκκλησιῶν» εἰς τήν Γερμανία (ἐννοεῖ τήν Καθολικήν καί Εὐαγγελικήν Ἐκκλησίαν) ἐπί λέξει: die Garantie des Religion­sunterrichts ist historisch auf ben beiden grossen deutschen Kirchen zugeschnitten (παρ. 41). Περαιτέρω, ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατοχυρώθηκε συνταγματικῶς καί εἰς τά νέα κρατίδια πού προῆλθαν ἀπό τήν πρώην Ἀνατ. Γερμανία (παρ. 45). Τέλος, ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κατά πάντα ἰσότιμον πρός τά ἄλλα μαθήματα, ἀποτελεῖ κανονικόν μάθημα καί πρέπει νά διατίθενται διά τήν διδασκαλίαν του εἰς τό σχολικόν πρόγραμα, ἀνάλογοι ὧραι καθ’ ἑβδομάδα (ἐπί λέξει «der Staat dazu verpflichtet ist die sachlichen und personellen Voraussetzungen zu schaffen, den Religionsunterricht als selbständige Lehrveranstaltung in die Lehrpläne einzustellen und mit einer angemessenen Wochenstundenzahl in den Stundenplan aufzunehmen», αὐτόθι, ὑπ’ ἄρθρον 7 παρ. 46, αἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι τοῦ συγγραφέως). Οἱ γνωστοί Γερμανοί ὑπομνηματισταί Mangoldt - Klein - Stark(10) ἀναφέρουν, ὅτι ἡ συμμετοχή τοῦ μαθητοῦ εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτική (ὁμιλοῦν περί «Teilnahmepflicht» κατ’ ἐπανάληψιν). Περαιτέρω (σελ. 466) ἀναφέρουν, ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἡ διεξαγωγή του πρέπει κατά τό Σύνταγμα, νά εἶναι σύμφωνη πρός τάς ἀρχάς τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος ἀναφέρουν ὅτι παρά τήν ὕπαρξιν τοῦ νόμου περί θρησκευτκῆς ἐνηλικιώσεως (Religionsmümdigkeit) μόνον εἰς τούς γονεῖς ἀναγνωρίζεται τό ἀτομικόν δικαίωμα νά ἀποφασίζουν τήν διά λόγους συνειδήσεως ἀποχήν τῶν τέκνων των ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Τοῦτο, διότι θά ἦτο ἀνακόλουθον, οἱ γονεῖς νά ἀποφασίζουν περί τῶν πάντων διά τά τέκνα των (π.χ. ποῦ θά κατοικήσουν «ἀκόμη καί εἰς τάς Ἰνδίας», ποίαν θρησκείαν θά ἀσπασθοῦν, ποῖον ὄνομα θά ἔχουν κ.λ.π.), ἐνῶ ὅσον ἀφορᾶ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, θά τούς ἐθέταμε περιορισμούς. Τοιοῦτοι τυχόν περιορισμοί θά ἀντέκειντο εἰς τά συνταγματικῶς προστατευόμενα δικαιώματά των (αὐτόθι, σελ.445).

Ὁ Γερμανός Καγκελάριος Helmut Kohl προέβη εἰς δήλωσιν κατά τάς ἀρχάς Νοεμβρίου 1997 περί τοῦ ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὑπό μορφήν κατηχητικήν (konfessionell) πρέπει νά διατηρηθῆ ὁπωσδήποτε καί ὅτι ἀποτελεῖ «μεγάλον σκάνδαλον» (grosser Skandal) τό νά ἐπιδιώκουν ὁρισμένοι εἰς τήν Γερμανία νά ἐξοβελίσουν ἀπό τά σχολεῖα τό μάθημα αὐτό. Προσέθεσε δέ, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν ἀποτελεῖ προνόμιον τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά «ἀναγκαίαν κρατικήν ὑπόθεσιν» (Notwendige Aufgabe des Staates)(11). Ὁ D. Bayer εἰς τό ad hoc περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας νομικόν σύγγραμά του «Das Grundrecht der Religions - und Gewissensfreiheit, 1997 (σελ. 115) ἀναφέρει, ὅτι τό περιεχόμενον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σημαίνει τήν «μετάδοσιν τῆς πίστεως καί τοῦ δόγματος μιᾶς ὁρισμένης θρησκείας» (Vermittlung des Glaubens einer bestimmten Religionsge­meinschaft), ὁ ἴδιος συγγραφεύς (αὐτόθι) ἀναφέρει περαιτέρω, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει συνταγματικῶς κατοχυρωμένον καί ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος εἰς τά δημόσια σχολεῖα. Περαιτέρω (σελ.119) ἀναφέρει, ὅτι τό κράτος ὑποχρεοῦται (verpflichtet) νά διδάσκη τό ἐν λόγῳ μάθημα ὡς κανονικήν ἐκπαιδευτικήν ὕλην καί ἐπίσης, ὅτι δημιουργεῖται ἕνα ἀτομικό δικαίωμα/ἀπαίτησις, ἤτοι τό αἴτημα παροχῆς μαθήματος θρησκευτικῶν (Αnspruch auf Religionsunterricht). Ἐπίσης, ἀναφέρει (σελ. 120), ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν (Pflichtfach) καί παραθέτει πλῆθος διαπρεπῶν Γερμανῶν νομικῶν συνταγματολόγων καθηγητῶν, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν αὐτήν ἀκριβῶς τήν λέξιν. Τέλος (σελ. 121, 122 καί 123), ἀναφέρει ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν διαμορφώνεται ἀποκλειστικῶς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, καί φυσικά τό κράτος κανένα δικαίωμα δέν ἔχει νά τήν διαφοροποιήση, προσθέτει δέ ὅτι αὐτό ἀκριβῶς ἔχει δεχθῆ καί τό Συνταγματικόν Δικαστήριον διά τῆς ἀποφάσεώς BverfGE 74, 244 (σελ 252 ἑπ.) (ἐπί λέξει «Der Inhalt des Religionsunterrichts allein vοn der Religionsgemeinschaften bestimmt wird σελ121). Ἐπίσης, ἀναφέρει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι τό κράτος ἐγκρίνει τόν διορισμόν, τά προσόντα καί ἐλέγχει τήν ἱκανότητα τοῦ κάθε καθηγητοῦ τῶν θρησκευτικῶν (σελ. 122). Ὁμοίως Uhle(12) ὑποστηρίζοντος ὅτι συνταγματικῶς κατοχυροῦται ὄχι ἁπλῶς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ἀλλά καί ἡ διδασκαλία του ὑπό μορφήν κατηχητικήν (Religionsunterricht konfessionell und musste daher dogma­tischer Unterricht sein, σελ. 412), ἀναφέροντος ὅτι ἡ θρησκειολογική διδασκαλία δέν ἀποτελεῖ μάθημα θρησκευτικῶν (ein interkon-fessioneller Unterricht keinen Religionsunterricht darstellt, αὐτόθι) καί προσθέτοντος ὅτι ἡ διδασκαλία θρησκειολογικοῦ μαθήματος εἶναι ἀντισυνταγματική (σελ. 416).

Οἱ καθηγηταί Jarass – Pieroth εἰς τήν νεωτέραν (4η) ἔκδοσιν τοῦ κλασσικοῦ συγγράμματός των Grundgesetz für die Rundesrepublik Deutschland, 4η ἔκδ. 1997, ἀναφέρουν, ὅτι τό περιεχόμενον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καθορίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί πρέπει νά εἶναι προσανατολισμένον εἰς θετικόν βαθμόν πρός τά ὅσα ἐκείνη διδάσκει. Ἡ Ἐκκλησία δέ, δικαιοῦται νά ἐλέγχη, ἐάν τηροῦνται αἱ ὑποδείξεις της, διευκρινίζει δέ, ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ νομικήν ὑποχρέωσιν τοῦ κράτους, πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει νόμιμον ἀξίωσιν (Anspruch) ἐπί τούτου (σελ. 254).

Ὁ Mückl(13) ἀναφέρεται διά μακρῶν εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν προβαίνων εἰς ἐκτενεῖς ἀναλύσεις τῆς θεωρίας καί τῆς πράξεως λίαν ἐνδιαφερούσας ἀπό ἀπόψεως νομικῆς – συνταγματικῆς, περί τῶν ὁποίων περιοριζόμεθα εἰς ὁρισμένα μόνον χαρακτηριστικά σημεῖα: Ἀναφέρει (ὡς καί οἱ λοιποί θεωρητικοί) ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ κανονικήν διδακτέαν ὕλην, ἡ ὁποία καθορίζεται ἐν συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησίαν (σελ. 515). Παραθέτει ἐν συνεχείᾳ σωρείαν διατάξεων τῶν τοπικῶν συνταγμάτων τῶν γερμανικῶν κρατιδίων, τά ὁποῖα ἐπίσης κατοχυρώνουν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τά δέ ἐν λόγῳ κρατίδια ἔχουν συνάψει περί τούτου συμβάσεις μέ τάς δύο μεγάλας χριστιανικάς θρησκείας τῆς Γερμανίας (Καθολικήν καί Εὐαγγελικήν, σελ. 517). Ὑποστηρίζει περαιτέρω, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τό κράτος τό ἔχει θεσπίσει πρός ἴδιον ὄφελος καί ὄχι διά νά τηρηθεῖ κάποια παράδοσις ἱστορική. Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι συνταγματικῶς ἀπολύτως κατοχυρωμένον, ὥστε ὁ κοινός νομοθέτης νά μή δύναται εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν νά τό καταργήση (σελ. 520). Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐνέχει διπλήν ἰδιότητα, ἀποτελεῖ δηλ. καί ἀτομικόν δικαίωμα καί συνταγματικήν κατοχύρωσιν (σελ. 521). Φορεῖς δέ τοῦ ἐν λόγῳ ἀτομικοῦ δικαιώματος εἶναι οἱ γονεῖς καί ἡ Ἐκκλησία (σελ. 521). Περαιτέρω (σελ. 523) ἀναφέρει ὅτι τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἡ ὕλη εἶναι κατηχητική δογματική (Dogmatischer) καί ὅτι πρέπει νά διδάσκεται εἰς ἀναγκαῖον ἀριθμόν ὡρῶν καθ’ ἑβδομάδα (σελ. 525). Ἡ συμμετοχή τῶν μαθητῶν εἰς τό μάθημα τοῦτο εἶναι ὑποχρεωτική (σελ. 532) ὄχι μόνον εἰς τήν πρώην δυτικήν Γερμανίαν, ἀλλά καί εἰς τήν πρώην ἀνατολικήν Γερμανίαν (σελ. 536 ἑπ.). Τοῦτο διότι τό ἄρθρον 44 τοῦ Συντάγματος τῆς 7.10.1949 τῆς πρώην Ἀνατ. Γερμανίας ἀναγνωρίζει τό δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νά ὀργανώση μάθημα θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα.





Σημειώσεις

1. - Renck, Verfassungswidriger Ethikunterrucht? Bay VΒΙ, 1994, σελ. 432 ἑπ. Link, ἔνθ. ἀν. τόμ. ΙΙ, 1996, σελ. 481 καί αὐτόθι ἐκτενής βιβλιογραφία ἀμφισβητοῦσα τήν φύ­σιν τοῦ μαθήματος ἠθικῆς.

2. - . Besonderes Verwaltungsrecht, ἔκδ. ὑπό v. Μünch, 8η ἔκδ. 1988, σελ. 805.

3. - Kooperation mit den "öffentlichen" Kirchen, αὐτόθι, σελ. 805.

4. - . 11η ἔκδ. 1996, ὑπ' ἄρθρ., 7 ἀριθ. 155.

5. - . KuR 1996, σελ. 99 ἑπ.

6. - . ΟVΒ1 1996, σελ. 336 ἑπ.

7. - . Grundsatzprobleme der Religionsfreiheit in Deutschland, εἰς Gewissen und Freiheit, 46/47, 1996, σελ. 90.

8. - Σελ. 90.

9. - . Grundgesetz - Kommentar, 1996, ἐκδιδόμενον ὑπό Michael Sachs. Das Bonner Grundgesetz, τόμ. Ι, 3η ἔκδ. 1985, σελ. 437.

10. - . Das Bonner Grundgesetz, τόμ. Ι, 3η ἔκδ. 1985, σελ. 437.

11. - Kirche und Recht, 1998, παραγρ. 980, σελ. 127.

12. - Die Verfassungsgarantie des Religionsunterrichts und ihre territoriaIe Reichweite, DöV 1997, σελ. 409 ἑπ. Τά ἴδια δέχεται καί ὁ Ehlers, Die Lage des Staatskirchenrechts in der Bundesrepublik Deutschland, ZeνKR, 2000 σελ. 202.

13. - Staatskirchenrechtliche Regelung zum Religionsunterricht, AöR 1997, σελ. 513 ἑπ.





 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox