Το μάθημα των θρησκευτικών
Γεωργίου Η. Κρίππα,
Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου
Η Συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών
παρ'ημίν και εν τη αλλοδαπή
(*) Διάλεξις δοθείσα τήν 17.1.1996 εις τήν αίθουσαν του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών συμπληρωθείσα και εμπλουτισθείσα διά τής νεωτέρας βιβλιογραφίας καί νομολογίας.
Ελλάδα-Γερμανία
1. Ὡς γνωστόν ἀπό τοῦ ἔτους 1995 καί ἐφεξῆς μερίς τοῦ ἡμερησίου τύπου τῶν Ἀθηνῶν ἀρέσκεται συχνάκις καί προθύμως νά καταχωρῆ δημοσιεύματα διαφόρων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί καθηγητῶν πανεπιστημίου, διά τῶν ὁποίων οἱ συγγραφεῖς των ξιφουλκοῦν καί ἐπιτίθενται λαῦροι ἐναντίον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, τοῦ ὁποίου ζητοῦν τήν κατάργηση, μέ τό αἰτιολογικόν, ὅτι ἀποβαίνει εἰς βλάβην τῶν μαθητῶν. Πάντα τά δημοσιεύματα ταῦτα (τουλάχιστον τά προερχόμενα ἀπό καθηγητάς πανεπιστημίου ἤ ἄλλους ἐμφανιζομένους ὡς εἰδικούς ἐπιστήμονες ἐπί τοῦ προκειμένου), πέραν τῆς ἐκφραζομένης ἀποστροφῆς των ἐναντίον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ο ὐ δ ε μ ί α ν ἐ π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή ν α ἰ τ ι ο λ ο γ ί α ν ἤ θ ε μ ε λ ί ω σ ι ν περιέχουν, ἐπικαλοῦνται ἤ αναπτύσσουν. Καμμίαν συστηματικήν βιβλιογραφικήν παραπομπήν δέν εἴδαμε νά εἰσφέρουν καί κανένα στοιχεῖον. ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης δέν ἐπαρουσίασαν ποτέ, καίτοι τό θέμα τοῦτο εἶναι καθαρῶς ἐπιστημονικόν καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθῆ, ἀναλυθῆ ἤ πραγματευθῆ ἐπιπολαίως, ἀθεμελιώτως καί ἀναιτιολογήτως. Εἷς ἐκ τῶν ὡς ἄνω συγγραφέων (πανεπιστημιακός καθηγητής) ἐξέδωκεν ὀγκῶδες σύγγραμμα νομικοῦ περιεχομένου, διά τοῦ ὁποίου προσπαθεῖ νά ὑποστηρίξη, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά καταργηθῆ ἤ ἀντικατασταθῆ ὑπό ἑτέρου, ἐντελῶς ἀχρώμου μαθήματος, προχωρεῖ δέ καί εἰς ἐκτενῆ παράθεσιν τῶν ἰσχυόντων εἰς τήν ἀλλοδαπήν, παραθέτων καί κάποιαν ἐπιλεκτικήν βιβλιογραφίαν. Ἁπλή ὅμως ἀνάγνωσις τοῦ συγγράμματος αὐτοῦ ἀποδεικνύει εὐχερέστατα δύο τινά: α) Ὅτι ἀγνοεῖ ἐντελῶς μέγα πλῆθος ad hoc ἐπιστημονικῶν ἔργων, τά ὁποῖα ἔχουν ἐκδοθῆ ἤ δημοσιευθῆ εἰς τήν ἀλλοδαπήν. β) Εἰς ὅλην τήν ἔκτασιν τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου του ὑ β ρ ί ζ ε ι, λ ο ι δ ω ρ ε ῖ ἤ χ λ ε υ ά ζ ε ι ἤ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀφήνει ἀπαραδέκτους προσβλητικάς αἰχμάς ἐναντίον τῶν πρός αὐτόν ἀντιφρονούντων, δηλαδή τῶν ὑπέρ τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν, ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἤ ὑπέρ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν τασσομένων, χωρίς βεβαίως νά ἐπικαλεῖται πρός τοῦτο ἐπιχειρήματα ἐπιστημονικά, ὡς εἶχεν ὑποχρέωσιν ἐκ τῆς καθηγητικῆς του ἰδιότητος.
Τό φαινόμενο τοῦτο ὤθησε τόν συγγραφέα τῆς παρούσης μελέτης νά προβεῖ εἰς ἐξονυχιστικήν ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ θέματος, ἀπό τήν ὁποίαν προέκυψαν τά ἐντελῶς ἀντίθετα τῶν ὅσων οἱ ὡς ἄνω πολέμιοι τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὑποστηρίζουν. Τά ἀποτελέσματα τῆς ἐν λόγῳ ἐρεύνης ἀναπτύσσονται εὐθύς ἐν συνεχείᾳ καί τίθενται ὑπό τήν κρίσιν οἱουδήποτε.
Διά τό νομικόν καί συνταγματικον καθεστώς, τό ὁποῖον διέπει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἔχει γίνει πολύς λόγος τόν τελευταῖον καιρόν καί διετυπώθησαν πολλαί ἀπόψεις προερχόμεναι ἀπό διαφόρους σκοπιάς. Ἐμεῖς θά περιοριστοῦμε εἰς τήν αὐστηρῶς ἐπιστημονικήν ἄποψιν καί θά προσπαθήσωμε νά παρουσιάσουμε αὐτήν εἰς ὅσην ἔκτασιν μπορεῖ νά στηριχθῆ εἰς ἀδιάσειστα ἐπιστημονικά στοιχεῖα. Κυρίως, ὅμως θά προβοῦμε εἰς μίαν συγκριτική ἔρευναν τοῦ παρόντος θέματος, ὅπου ἀνακύπτουν πολλά καί ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, τά ὁποῖα δέν εἶναι εὐρύτερα γνωστά εἰς τήν χώραν ἡμῶν.
Κατ’ ἀρχήν διά τήν Ἑλλάδα δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθῶμεν, διότι τό θέμα εἶναι γνωστόν. Ἤτοι τό ἄρθρο 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει ὡς βασικήν ἀποστολήν τῆς παιδείας, μεταξύ ἄλλων, καί τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Ὡς ἐκ τούτου δέν βλέπουμε νά εἶναι δυνατόν, ἡ παιδεία νά μπορῆ νά ἀναπτύξη τήν θρησκευτικήν συνείδησιν τῶν μαθητῶν μέ ἄλλον τρόπον, πλήν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Ἄρα τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ὑπό τοῦ Συντάγματος προβλέπεται ὡς ὑποχρεωτικόν, διά τούς χριστιανούς μαθητάς καί τουλάχιστον διά τούς χριστιανούς ὀρθοδόξους μαθητάς. Καμμία προσβολή τῆς θρησκευτικῆς των ἐλευθερίας δέν συνεπάγεται, διότι κατ’ οὐδέν τούς ὁδηγεῖ εἰς ἄλλην θρησκείαν, πλήν ἐκείνης εἰς τήν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἀνήκουν. Αὐτό ἔχει γίνει δεκτόν καί ἀπό τήν νομολογίαν καί μάλιστα τήν πλέον πρόσφατον, ὅπως εἶναι ἡ ἀπόφασις 3356/1995 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, περί τῆς ὁποίας ὡς γνωστόν ἔγινε πολύς λόγος εἰς τόν τύπον. Ἡ ἀπόφασις αὐτή δέχεται, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: α) Ἡ ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν – περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ἡ προαναφερθεῖσα συνταγματική διάταξις – πραγματοποιεῖται συμφώνως πρός τίς ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὡς τοῦτο προκύπτει καί ἐκ τοῦ ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων ἀνήκει εἰς τήν Ὀρθόδοξον χριστιανικήν θρησκείαν καί ἐκ τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς ἐπικρατοῦσα ὑπό τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος καί ἐκ τοῦ ὅτι τό προοίμιό του ἐπικαλεῖται τήν Ἁγίαν Τριάδα. β) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν προστατεύεται καί ὑπό τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τό ὁποῖον ἔχει κυρωθῆ εἰς τήν χώραν μας διά τοῦ νόμου 53/1974 καί ἄρα ἔχει ἐπηυξημένην τυπικήν ἰσχύν κατ’ ἄρθρον 28 τοῦ Συντάγματος. γ) Οἱ μαθηταί εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μετέχουν εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί ἐπίσης εἰς τάς λοιπάς θρησκευτικάς ἐκδηλώσεις (προσευχή, ἐκκλησιασμός). δ) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά διδάσκεται εἰς ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως. ε) Μαθηταί ἑτερόθρησκοι, ἑτερόδοξοι ἤ ἄθεοι ἀπαλλάσσονται τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, μόνον ἐφ’ ὅσον ἐπικαλεσθοῦν τούς λόγους αὐτούς, δηλ. λόγους θρησκευτικούς.
Τά ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καί ἡ 2176/1998 ἀπόφασις τοῦ ΣτΕ (Ἐπιθ. Δημ. καί Διοικ. Δικ. 1998, σελ. 885 ἑπ.), ἡ ὁποία ἀκυρώνει πρᾶξιν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὡς παράνομον καί ἀντισυνταγματικήν, ἐπειδή περιόριζε τόν χρόνον διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Β΄ καί Γ΄ τάξιν τοῦ Λυκείου εἰς μίαν ὥραν ἑβδομαδιαίως (ἀντί δύο), καθ’ ὅσον ἡ πρᾶξις αὐτή παρεβίαζε τήν συνταγματική ἐπιταγήν τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος αὐτοῦ εἰς ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν ἑβδομαδιαίως.
Ἐν ὄψει, λοιπόν, τῶν προαναφερθέντων καί ἰδίᾳ τῶν ἐπικληθεισῶν συνταγματικῶν διατάξεων δέν βλέπουμε νά μπορεῖ νά ὑποστηριχθῆ ἄποψις, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Ἑλλάδα θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ μή ὑποχρεωτικόν ἤ μή σύμφωνον πρός τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν, τουλάχιστον διά τούς χριστιανούς Ὀρθοδόξους μαθητάς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τήν συντριπτικήν πλειοψηφίαν αὐτῶν εἰς τήν Ἑλλάδα.
2. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν προαναφερθεῖσαν διάταξιν τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων αὐτή ἀναφέρει, ὅτι κατοχυροῦται τό δικαίωμα τῶν γονέων νά ἐξασφαλίζουν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν τῶν τέκνων των συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις. Ἀπό τήν νομολογίαν τῶν ἁρμοδίων εὐρωπαϊκῶν δικαιοδοτικῶν ὀργάνων (Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων) ἡ μόνη γνωστή ἀπόφασις, ἡ ὁποία ὑπάρχει, εἶναι μία, ἡ ὁποία ἀπορρίπτει προσφυγήν Σουηδοῦ γονέως, διά τῆς ὁποίας ἡ κόρη του δέν ἀπηλλάγη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, διότι ἦτο ἄθεη. Ἡ ἀπόφασις αὐτή ἀναφέρεται ὑπό τῶν Blum, Die Gedanken - Gewissen- und Religionsfreiheit nach Art. 9 der europäischen Menschenrechtskonvention, 1990 (σελ. 141-142) καί Goy, La garantie européenne de la liberté de religion - L' article 9 de la convention de Rome (Revue de Droit Public 1991, σελ.32). Τό ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν κατοχυροῦται καί ἀπό τήν προαναφερθεῖσαν διάταξιν καί ἀπό τό ἄρθρον 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων γίνεται εὐρύτατα ἀποδεκτόν ὄχι μόνον εἰς τήν Ἑλλάδα (ὅπως προκύπτει ἀπό τήν πρόσφατην ἀπόφασιν τοῦ ΣτΕ. 3356/1995), ἀλλά καί εἰς τό ἐξωτερικόν. Π.χ. ὁ γνωστός Γερμανός καθηγητής Bleckmann εἰς τό προσφάτως κυκλοφορῆσαν σύγγραμμά του Von der individuellen Religionsfreiheit des Art. 9 EMKR zur Selbstbestimmungsrecht der Kirchen, 1995 τό ἀναφέρει ρητῶς (σελ. 31, 32, 34). Τό ἴδιο δέχονται καί ἄλλοι Γερμανοί καθηγηταί, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ πολυγραφότερος εἰς τό συνταγματικόν θέμα σχέσεων κράτους - ἐκκλησίας J. Listl, εἰς τό ἔργον του Das Grundrecht der Religionsfreiheit in der Rechtsprechung der Bundesrepublik Deutschland, 1971 (σελ 38). Ὁμοίως καί ὁ Boyer εἰς τό ἔργον του Rechtsprechung der europäischen Gerichtshofes fϋr Menschenrechte, 1984 (σελ 17), ἐπικαλούμενος καί τήν ἀπό 23/7/1968 ἀπόφασιν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων κ.ο.κ. Δέν ὑπάρχει δέ ἀπόφασις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ἤ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία νά ἔχη δεχθῆ τά ἀντίθετα. Ἄρα, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Ἑλλάδα κατοχυροῦται ὡς ὑποχρεωτικόν καί ἀπό τό ἄρθρον 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καί ἀπό τό ἄρθρον 9 (περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί ἀπό τό ἄρθρον 2 τοῦ πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αὐτῆς καί μάλιστα ὡς ἀτομικόν δικαίωμα. Ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι δύνανται νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, ἐάν τό ζητήσουν, ἐπικαλούμενοι εἰς πᾶσαν περίπτωσιν λόγους σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς των ἐλευθερίας. Ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὅμως δέν δύνανται νά ἀπαλλαγοῦν. Δι’ αὐτούς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τυγχάνει ὑποχρεωτικόν καί οὐχί προαιρετικόν, διότι ἡ ὑποχρεωτικότης οὐδόλως παραβιάζει τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας αὐτῶν, ἐφόσον δέν τούς ἐκτρέπει ἀπό τάς δεδηλωμένας θρησκευτικάς των δοξασίας κατ’ οὐδέν. Τέλος, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά ἀναφέρεται εἰς τήν Ὀρθόδοξον χριστιανικήν διδασκαλίαν καί οὐχί εἰς ἄλλον ἐπίπεδον ἐν ὄψει τῶν προαναφερθέντων.
3. Θά ἐπιχειρήσουμε ἐν συνεχείᾳ μέ κάθε δυνατήν συντομίαν μίαν συγκριτικήν ἔρευναν εἰς τήν ξένην νομοθεσίαν καί νομολογίαν, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, προκειμένου νά ἔχωμε μίαν εὐρύτερη ἐποπτεία ἐν προκειμένῳ. Ὑπ’ ὄψιν, ὅμως, ὅτι ἡ σχετική νομολογία καί ἰδίως ἡ βιβλιογραφία εἶναι ἀνεξάντλητη. Ὡς ἐκ τούτου περιοριζόμεθα εἰς μίαν κατά τό δυνατόν ὀρθολογικήν παράθεσιν τῶν πλέον ἀντιπροσωπευτικῶν καί σοβαρῶν πηγῶν, δηλώνοντες, ὅμως, ὅτι καί αἱ λοιπαί πηγαί συντάσσονται μέ τάς παρατιθέμενας καί συμφωνοῦν μέ αὐτάς, ὥστε νά δυνάμεθα νά διαβεβαιώσωμεν, ὅτι δέν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν διαφοροποίησις γνωμῶν ἐπί τοῦ παρόντος θέματος.
Ἀρχίζομεν ἀπό τήν Γερμανίαν, ὅπου ἀπαντᾶται ἡ πλουσιωτέρα νομολογία καί βιβλιογραφία. Εἰς τήν χώραν αὐτήν τό ἄρθρο 7, παρ. 3 τοῦ Συντάγματος ἀναφέρει, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα ἀποτελεῖ τακτικόν μάθημα (ordentliches Lehrfach), ἡ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν γίνεται συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων. Κανένας διδάσκαλος δέν ἐπιτρέπεται νά ἐξαναγκασθῆ νά διδάξη τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν παρά τήν θέλησίν του. Ἡ προηγουμένη παρ. 2, τῆς προαναφερθείσης διατάξεως, ἀναφέρει, ὅτι οἱ ἔχοντες τήν ἐπιμέλειαν τῶν τέκνων δικαιοῦνται νά ἀποφασίζουν περί τῆς συμμετοχῆς αὐτῶν εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Τά ἴδια ἀναφέρουν καί οἱ σχετικοί νόμοι. Εἷς δέ ἐξ αὐτῶν, ὁ νόμος περί θρησκευτικῆς ἐνηλικιώσεως (Gesetz über die Religiοnsmündigkeit) ὁρίζει, ὅτι οἱ ὡς ἄνω ἔχοντες τήν ἐπιμέλειαν τῶν τέκνων (καί τά ἴδια τά τέκνα ἀπό μιᾶς ἡλικίας) δύνανται νά ἀποφασίζουν περί τῆς συμμετοχῆς των εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω τίθενται τά ἐρωτήματα: Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικον ἤ ὄχι; Περιλαμβάνει τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν ἤ κάποιας μορφῆς γενικήν θρησκειολογείαν; Ἐπί τοῦ προκειμένου ἡ θεωρία καί ἡ νομολογία δέχονται τά ἑξῆς: Κατ’ ἀρχήν εἴπομεν ὅτι τό Σύνταγμα ὁρίζει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς μάθημα τακτικόν (ordentliches Lehrfach). Δέν ἀναφέρει ἄν εἶναι ὑποχρεωτικόν (Pflichtfach) ἤ προαιρετικόν (Wahlfach). Ἡ θεωρία, λοιπόν, καί ἡ νομολογία δέχονται συλλήβδην, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν καί ὄχι προαιρετικόν. Οὕτως, ὁ καθηγητής Rees εἰς τό σύγγραμμά του Der Religionsunterricht und die katechetischen Unterweisung in der kirchlichen und staatlichen Rechtsordnung 1986 (σελ. 265) ἀναφέρει, ὅτι κατά τάς προπαρασκευαστικάς ἐργασίας τῆς προαναφερθείσης συνταγματικῆς διατάξεως ἡ ἀρχική διατύπωσίς της προέβλεπε τό δικαίωμα ἀποχωρήσεως ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κατά τήν τελικήν ὅμως διατύπωσιν ἡ ρύθμισις αὐτή ἀπηλείφθη καί οὕτως ἡ ἔννοιά της προβλέπει ἐφεξῆς μόνον συμμετοχήν εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καί οὐχί δικαίωμα μή συμμετοχῆς εἰς τό μάθημα θρησκευτικῶν τῆς θρησκείας εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει (Pflicht zur Teilnahme eines jeden Schülers am Religionsunterricht seines Bekenntisses). Ὁ ἴδιος συγγραφεύς ὁμιλεῖ μάλιστα καί περί τεκμηρίου (Vermutung) ὑποχρεωτικῆς συμμετοχῆς εἰς τό μάθημα αὐτό διά τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνέγραψαν τό τέκνον των εἰς ὁρισμένον σχολεῖον (σελ. 305). Τέλος, ὁ καθηγητής Rees (αὐτόθι) ἀναφέρει ὅτι κατά συνταγματικήν ἐπιταγήν τό περιεχόμενον τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὀφείλει νά εἶναι ἐπί δογματικῆς βάσεως (auf konfessioneller Basis). Ὁ καθηγητής Listl(1) ἀναφέρει ἐπί λέξει: «Περί τῆςσυμμετοχῆς εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖον ἐκ τῆς φύσεώς του δέν εἶναι προαιρετικόν, ἀλλά δογματικόν -ὑποχρεωτικόν (über die Teilnahme am Religionsunterricht, die seiner Natur nach kein Wahlfach sondern konfessionelles Pflichtfach ist - σελ. 770). Ὁμοίως ὁ Voll(2) ἀναφέρει, ὅτι ὡς τακτικόν μάθημα, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν δύναται νά εἶναι προαιρετικόν (als ordentliches Lehrfach ist der Religionsunterricht Pflichtfach. Das bedeutet dass er nicht Wahlfach sein kann - σελ. 106). Οἱ γνωστοί ὑπομνηματισταί τῆς σχολικῆς νομοθεσίας Holfelder - Bosse(3) ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς ὑποχρεωτική ὕλη εἶναι ὑποχρεωτικόν (seine Einrichtung als Pflichtfach ist obligatorisch σελ. 281-282). Τό ἴδιον ἀκριβῶς δέχεται καί ὁ Link(4) καί ἐπί λέξει «ist der Reliogionsunterricht kein Wahlfach im Sinn der allgemeinen schulrechtlichen Terminologie» (σελ. 465), καί περαιτέρω χαρακτηρίζει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς «obligatorisch», «Lehrfachzwang», καί «Pflichtfach» (αὐτόθι) καί διά τήν στοιχειώδη καί διά τήν μέσην ἐκπαίδευσιν (σελ. 466), ἀλλά καί διά τά ἰδιωτικά σχολεῖα (σελ. 468). Τό ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν δέχονται δι’ ἀναλόγων – παρομοίων περίπου ἐκφράσεων (τάς ὁποίας παραλείπομεν χάριν συντομίας) καί οἱ ἑξῆς Γερμανοί καθηγηταί: Hesse(5), Renk(6), Heckel - Aνenarius - Fetzar(7), Mikat(8), Staupe(9), Hollerbach(10), Tilch(11), Lepa(12). Τά αὐτά δέχεται καί ὁ γνωστός Γερμανός συνταγματολόγος Theodor Maunz, εἰς τό εὐρύτατα γνωστόν ἔργον του Deutsches Staatsrecht, 22α ἔκδ., 1978, σελ. 157, ἑπ. Ὁμοίως, ἐπίσης, Hesselberger(13), Bleckmann(14), Leibholz - Rink - Hesselberger(15) καί πολλοί ἄλλοι, τούς ὁποίους ὁ χῶρος δέν μᾶς ἐπαρκεῖ νά ἀναφέρωμε ἀναλυτικῶς. Ἀξίζει ὅμως νά σταθοῦμε εἴς τινας ἀπόψεις προερχόμενας ἀπό πηγάς ὅλως ἰδιαιτέρας σημασίας. Ὡς γνωστόν, τό σημαντικότερον, ἐγκυρότερον καί σπουδαιότερον ἔργον περί συνταγματικοῦ δικαίου εἰς τήν Γερμανίαν θεωρεῖται τό τρίτομον «Grundgesetz - Kommentar» τῶν Maunz - Düring - Herzog - Scholz. Τό ἔργον αὐτό εἶναι πασίγνωστον καί εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἶναι τό συχνότερον παραπεμπόμενον. Παραθέτομεν λοιπόν τάς ἀντιστοίχους ἀπόψεις του εἰς τά σχόλια ὑπό τό ἄρθρον 7, τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος (ἀριθ. 48α). «Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι Pflichtfαch» (ὑποχρεωτικόν) καί γιά τούς μαθητάς καί γιά τούς διδασκάλους (Pflichtafach für die Lehrer-Pfliftfach für die Schüler) περαιτέρω δέ ὅτι δέν καθίσταται προαιρετικόν, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει μόνον εἷς μαθητής (ἀριθ.47). Ἐπίσης, ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν περιλαμβάνεται ἀπαραιτήτως εἰς τό ἑβδομαδιαῖον πρόγραμμα καί δέν δύναται νά καθορίζεται εἰς ὥρας πρό τῆς ἐνάρξεως ἤ μετά τήν λήξιν ἄλλων μαθημάτων. Ἐπίσης, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν δύναται νά καθορίζεται εἰς ὥρας ἀκραίας (π.χ. τήν πρώτην ἤ τήν τελευταίαν ὥραν), ἐφ’ ὅσον, αὐτό γίνεται διά νά «πληγεῖ» τό ἐν λόγῳ μάθημα. Οἱ βαθμοί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά ἀναγράφονται εἰς τό ἀπολυτήριον ἤ τό ἐνδεικτικόν μαζί μέ τούς ἄλλους βαθμούς. Ὁ διδάσκαλος τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἰσότιμος πρός τούς λοιπούς συναδέλφους του τῶν ἄλλων μαθημάτων καί μετέχει ἰσοτίμως διά ψήφου εἰς τό συμβούλιον τῶν καθηγητῶν. Ἐπίσης, ὁ διευθυντής τοῦ σχολείου πρέπει νά μεριμνᾶ, ὥστε οἱ μαθηταί νά συμμετέχουν κανονικά εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Περαιτέρω ἀναφέρει, ὅτι τό κράτος ἔχει ὑποχρέωσιν νά ἱδρύση τάς ἀναγκαίας ἀνώτατας σχολάς, ἀπό τάς ὁποίας θά ἐξέρχωνται οἱ καθηγηταί τῶν θρησκευτικῶν (αὐτόθι, ἀριθ. 48β). Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά καθορίζεται ἐν συμφωνίᾳ πρός τήν Ἐκκλησίαν, τό δέ κράτος μόνον του δέν ἔχει τό δικαίωμα νά καθορίση τήν ὕλη τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, χωρίς τήν σύμφωνον γνώμην τῆς Ἐκκλησίας. Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δύναται νά διδάσκεται ὑπό λαϊκῶν, ἀλλά καί ὑπό κληρικῶν (αὐτόθι, ἀριθ. 50). Τέλος, ἀναφέρουν ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι «δογματικόν», πρέπει δέ ἡ ὕλη του νά περιλαμβάνη μετάδοσιν γνώσεων μιᾶς μόνο θρησκείας καί οὐχί διαφόρων θρησκειῶν (αὐτόθι, ἄρθρον 7, ἀριθ.52, ἐπί λέξει das Wort «Religionskunde» passt auf den so gearteten Unterrich schon deshalb nicht, weil mit dieser Bezeichnung regelmässig eine Kunde νοn verschiedenen Religionen verstanden wird. Hier so aber eine
Kenntnisvermittlung nur in Bezug auf eine bestimmte Religion erfolgen).
Ὡς πρός τήν τελευταίαν περίπτωσιν (δογματικός χαρακτήρ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν) ὑποστηρίζεται, ὅτι τοῦτο προκύπτει οὐχί μόνον ἐκ τοῦ Συντάγματος, ἀλλά καί ἐκ τοῦ νόμου, ὡς δέχονται καί οἱ προαναφερθέντες γνωστοί ὑπομνηματισταί τῆς σχολικῆς νομοθεσίας Holfelder - Bosse(16) ἐπικαλούμενοι νομολογίαν τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου, προσθέτουν δέ ὅτι παράβασις τῆς ὑποχρεώσεως αὐτῆς θίγει τήν φύσιν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὡς θεσμοῦ συνταγματικοῦ, ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι ἐάν ἡ ὕλη του ἀπετελεῖτο ἀπό μίαν γενικήν θρησκειολογίαν (καί οὐχί γνώσεις μιᾶς καί μόνης θρησκείας), θά ἐδημιουργεῖτο πρόβλημα συνταγματικότητος. Τά αὐτά δέχεται καί τό προσφάτως κυκλοφορῆσαν εἰς δευτέραν ἔκδοσιν δίτομον σύγγραμμα τῶν Listl - Pirson, Handbuch des Staatskirchenrechts der Bundesrepublik Deutschland (τόμ. 1, 1994 καί Link, αυτόθι, τόμ. II 1996, σελ. 465 ἑπ. καί σελ 469, διά τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος ἀπό κληρικούς καί κατηχητάς) καί ἐπί πλέον ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμα καί κατ’ ἐπέκτασιν γενικόν λαϊκόν αἴτημα (σελ. 447 & 456, τόμ. 1).
Ὡσαύτως, ὅτι δέν δημιουργεῖται ἀντισυνταγματικότης, ἐάν ὁ μαθητής ὑποχρεωθῆ νά μετάσχη εἰς μάθημα θρησκευτικῶν ἄλλης καί οὐχί τῆς δικῆς του θρησκείας (αὐτόθι, σελ. 632). Περίπου τά αὐτά δέχονται σχεδόν εἰς τό σύνολόν των καί οἱ προαναφερθέντες συγγραφεῖς, ἄλλος συνοπτικότερα καί ἄλλος ἀναλυτικότερα.
Ὑπολείπεται ἕνα ἀκόμη πρόβλημα, τό ὁποῖον ἐθίγη ὑπό τῶν συγγραφέων προσφάτων μελετῶν εἰς τήν Ἑλλάδα περί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Γερμανίαν. Ὅπως εἴπομεν ἀνωτέρω, τό ἄρθρον 7, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, καθώς ἐπίσης καί ὁ γερμανικός νόμος περί θρησκευτικῆς ἐνηλικιώσεως ἀναφέρει, ὅτι οἱ ἔχοντες τήν ἐπιμέλειαν τῶν μαθητῶν, καθώς καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί ἀπό μιᾶς ἡλικίας καί ἄνω, ἔχοην τό δικαίωμα νά δηλώσουν ἀποχήν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Κατόπιν τούτου καί ἐν ὄψει τῶν διατάξεων αὐτῶν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὑποχρεωτικόν; Κατά τήν ἄποψίν μας ἡ ἀπάντησις ἐδῶ εἶναι θετική, διότι οἱ ἐν λόγῳ διατάξεις προκύπτει, ὅτι ἀπαλλάσσουν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μόνον τούς ἑτεροδόξους, τούς ἑτεροθρήσκους ἤ τούς ἀθέους (ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί εἰς τήν Ἑλλάδα). Τοῦτο προκύπτει ἐκ τριῶν δεδομένων:
α) Ἀκριβῶς ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἐθέσαμεν ἐπί τοῦ προκειμένου δι’ ἐπιστολῆς μας ἀντίστοιχον ἐρώτημα καί εἰς Ὁμοσπονδιακόν Ὑπουργεῖον Παιδείας τῆς Γερμανίας καί εἰς τάς τοπικάς ὑπηρεσίας παιδείας. Ὅλαι αἱ ἀπαντήσεις, τάς ὁποίας ἐλάβομεν, χωρίς καμμίαν ἐξαίρεσιν, ἀναφέρουν, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν καί οὐχί προαιρετικόν παρά τήν ὕπαρξιν τῶν ὡς ἄνω διατάξεων. Μόνον δηλ. τῇ ἐπικλήσει λόγων θρησκευτικῶν (π.χ. ἑτερόδοξοι, ἄθεοι) ἐπιτρέπεται νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Τά αὐτά δέχεται καί τό προαναφερθέν σύγγραμμα τῶν Holfelder - Bosse (σελ. 281) διά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ἤτοι ὅτι ὁ ὑποχρεωτικός χαρακτήρ τοῦ μαθήματος δέν αἵρεται κατ’ οὐδέν καί δέν καθίσταται προαιρετικόν ἐκ τῆς ὑπάρξεως τῶν ὡς ἄνω διατάξεων. Παραμένει δηλαδή ὑποχρεωτικόν κατά τήν σχολικήν ὁρολογίαν καί ἐπί λέξει:
sein Pflichtfachcharakter entfällt nicht dadurch, dass Art. 7 Abs 2 GG ein Recht zur Abmeldung einräumt. Diese Befreihungsmögligkeit. .. macht ihn aber nicht zu einem Wahlfach im Sinne der allgemeinen schulrechtlichen Terminologie (σελ. 281). Παραπέμπει δέ εἰς ad hoc ἀπόφασιν τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου τῆς 25/2/1987. Ἐπίσης, ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικόν δι’ ὅλους τούς μαθητάς τῆς ἀντιστοίχου θρησκείας παρά τήν ὕπαρξιν τῶν ὡς ἄνω διατάξεων περί ἀπαλλαγῆς, ἐπί λέξει
«der Religionsunterricht ist als Pflichtfach für alle Schüler des betreffenden Bekenntisses trotz der Befreihungsmöglichkeit nach Art 7, Abs 2 GG, Art 18 Satz 3 LV, 100 SchG obligatorisch (σελ. 282). Ἐπικαλούμενοι, ἐπίσης, ad hoc ἀπόφασιν τοῦ Διοικητικοῦ Ἀκυρωτικοῦ. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ σημείου ὁ Link(17) ἀναφέρει ὅτι οἱ ἐπιθυμοῦντες νά ἀπόσχουν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἔχουν τό δικαίωμα νά τό κάνουν, μόνον ἐφ’ ὅσον ἀποχωρήσουν ἀπό τήν ἀντίστοιχον ἐκκλησίαν (nur durch Kirchenaustritt), δέν ἐπιτρέπεται δέ κατάχρησις τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Γενικῶς δέ ὑποστηρίζεται εἰς τήν Γερμανίαν, ὅτι δικαίωμα ἀποχῆς ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀναγνωρίζεται μόνον τῇ ἐπικλήσει ἀποκλειστικῶς λόγων θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί οὐχί ἀναιτιολογήτως(18). Ἐπισημαίνομεν ἐν προκειμένῳ ὅτι ὁ Link(19) παραθέτει ἐκτενῆ καί λεπτομερῆ στατιστικά στοιχεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεται, ὅτι ἡ συμμετοχή τῶν μαθητῶν εἰς τήν Γερμανίαν εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εὑρίσκεται εἰς ὑψηλόν ποσοστόν (προσεγγίζον τό 100%), καταλήγων εἰς τό ὅτι κατόπιν τούτου τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας παρακολουθεῖται καί ὑπό ἀλλοθρήσκων.
Ἐπίσης, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ Γερμανία ἔχει συνάψει μέ τό Βατικανόν σειρά Κονκορδάτων, διά τῶν ὁποίων ἀναλαμβάνει ἀντιστοίχως τήν ὑποχρέωσιν νά διδάσκη τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας. Ὡς ἀναφέρουν οἱ περισσότεροι τῶν προμνημονευθέντων συγγραφέων καί ἐν πάσῃ ἐκτάσει καί ἀναλύσει τό προαναφερόμενον σύγγραμμα τῶν Listl - Pirson (τόμοι Ι και Π), τά ἐν λόγῳ Κονκορδάτα (καί διά λόγους ἰσότητος καί οἱ συμβάσεις μέ τήν Εὐαγγελικήν ἐκκλησίαν) ταυτίζονται πρός διεθνεῖς συνθήκας ἐχούσας ἐπηυξημένην τυπικήν ἰσχύν καί μή δυνάμενας νά καταργηθοῦν ἤ τροποποιηθοῦν, οὔτε διά νόμου, οὔτε καί διά τοῦ συντάγματος (σελ. 214, 275, 276, 277, 278, 279, 280, 281). Ἐπίσης, δέν μποροῦν νά καταργηθοῦν (σελ. 282) ἤ νά θεωρηθῆ ὅτι ἡ ἰσχύς των ἔληξεν (σελ. 282). Τά ἐν λόγῳ Κονκορδάτα εἶναι ἀορίστου διαρκείας καί δέν περιέχουν διάταξιν ἐπιτρέπουσαν τήν καταγγελίαν των (Hollerbach, Vertragsstaatskirchnrecht als Instrument im Prozess der deutschen Wiedervereinigung, KIRCHE UND RECHT, 1995, σελ. 6). Ὁ ἴδιος καθηγητής(20) ἀναφέρει ὅτι, τό ἐν ἰσχύϊ Κονκορδάτον διά τήν Γερμανίαν εἶναι τό τῆς 20/7/1933, τό ὁποῖον ἐπεκτείνεται αὐτομάτως καί εἰς τόν χῶρον τῆς πρώην Ἀνατολικῆς Γερμανίας, βάσει τό ἄρθρου 11 τῆς ἀπό 3/10/1990 συνθήκης ἐπανενοποιήσεως τοῦ γερμανικοῦ κράτους(21). Τέλος, ἀξίζει νά μνημονευθῆ, ὅτι ἡ γερμανική κυβέρνησις ἔχει συνάψει σύμβασιν καί μέ τήν Ἑλληνικήν Ὀρθόδοξον Μητρόπολιν τῆς Γερμανίας περί διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν διά τούς Ἕλληνας μαθητάς τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, ὡς ἐπίσης ἀναφέρει τό ἐν λόγῳ σύγγραμμα τῶν Listl - Pirson (τόμ. 1, σελ. 431 & 434).
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι παρόμοια Κονκορδάτα ἔχει συνάψει τό Βατικανόν καί μέ πολλά ἄλλα κράτη, τά ὁποῖα ἐπίσης θά πρέπει νά θεωρηθοῦν ὡς ἐπηυξημένης τυπικῆς ἰσχύος, τουλάχιστον διά τά κράτη Ε.Ε., τά ὁποῖα ἀπό τῆς προσχωρήσεώς των εἰς αὐτήν ὑπεχρεώθησαν νά θεσπίσουν συνταγματικήν διάταξιν ἀναγνωρίζουσαν ἐπηυξημένην τυπικήν ἰσχύν εἰς διεθνεῖς συμβάσεις κυρωθείσας διά νόμου, ὅπως π.χ. ὁρίζει καί τό ἄρθρον 28 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος. Ἄρα, τό δεδομένον αὐτό ἰσχύει ὄχι μόνον διά τήν Γερμανίαν, ἀλλά καί δι’ ἄλλα κράτη. Τέλος, πρέπει νά ἐπισημάνομε ὅτι εἰς τήν Γερμανίαν τό κράτος ζητεῖ πάντοτε ἀπό τήν ἐκκλησίαν διεύρυνσιν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ὥστε νά προσελκύονται περισσότεροι μαθηταί, χρηματοδοτεῖ δέ τήν προσπάθειαν αὐτήν μέ μεγάλα ποσά, π.χ. 53.000.000 μάρκα διά τό ἔτος 1995, ὡς προκύπτει ἀπό δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδος Franfkurter Allgemeine τῆς 25/4/1995.
Συνεχίζοντες μέ τήν Γερμανίαν ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ ἐκτεθεῖσα ρύθμισις (ὑποχρεωτικότης μαθήματος θρησκευτικῶν κλπ.) ἰσχύει καί εἰς τόν χῶρον τῆς πρώην ἀνατολικῆς Γερμανίας, ὡς ἀναφέρει ὁ προμνημονευθείς καθηγητής Listl(22). Καθώς καί ὁ Pieroth(23), ὁ ὁποῖος δέχεται περαιτέρω, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν ἐπιτρέπεται νά καταργηθῆ ποτέ, ἀκόμη καί ἄν τροποποιηθῆ τό σύνταγμα, διότι τό ἄρθρον 7 πού προβλέπει σχετικῶς τά ὡς ἄνω ἀποτελεῖ διάταξιν τοῦ συντάγματος μή ἀναθεωρητέα. Περί τῆς ἐν λόγῳ ρυθμίσεως ὁμιλεῖ καί ὁ Hollerbach(24) Vertragsstaatskirchenrecht als Instrument im Prozess der deutschen Wiederνereinigung.
Σημειώσεις
1. - . Das Staatskirchenrecht der BundesrepubIik DeutschIand - Festschrift fϋr F. Κ. Hengsbach 1990.
2. - Handbuch des bayerischen Staatskirchenrechts, 1985.
3. - Handkommentar zum Schulgesetz Baden-Würtenberg, 10η ἔκδ. 1991.
4. - Religionsunterricht, εἰς Handbuch des Staatskirchenrechts der Bundesrepublik Deutschland, τόμ. ΙΙ, 2α ἔκδ. 1996, σελ. 464 ἑπ.
5. - Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutzchland, 10η ἔκδ. 1977, σελ. 188.
6. - Verfassungesprobleme der christlichen Gemeinschaftsschule, NVwZ, 1991, σελ 116.
7. - Schulrechtskunde 6η ἔκδ. 1976 σελ. 44.
8. - .Kirche und Religionsgemeinschaften, εἰς Nipperdey - Sheuner, die Grundrechte, τόμ. Ι, ἡμιτ. ΙV, 1960, σελ. 197.
9. - Schulrecht νοη Α-Ζ, 2α ἔκδ. 1988, σελ 177.
10. - Freiheit kirchlichen Wirkens, εἰς Isensee-Kirchhof, Handbuch des Staatsrechts, τόμ. VI, 1989, σελ. 614 ἑπ.
11. - Münchner Rechtslexicon, 1987, σελ. 111.
12. - Der Inhalt der Grundrechte, 5η ἔκδ., 1985 σελ. 152.
13. - Grundgesetz, 4η ἔκδ., 1983, σελ. 94.
14. - Staatsrecht - ΙΙ die Grundrechte, 3η ἔκδ., 1989, σελ 180 ἑπ.
15. - Grundgesetz - Kommentar an Hand der Rechtsprechung τόμ 1, 1989, ἄρθρον 4, ἀριθ. 176.
16. - ἐνθ. ἀν., σελ. 282, επι λέξει «Der Religionsunterricht ist bekenntnisgebundener Unterricht... das bedeutet konfessioneller Positivität und Gebundenheit.
17. - . Religionsunterricht, ἐνθ' ἀν., τόμ. ΙΙ, 1996, σελ. 476.
18. - . Feuchte, Verfasung des Landes Baden - Württenberg, Kommentar 1987, ἄρθ. 18, ἀριθμ. 17, Τοῦ αὐτοῦ, Wer entscheidet über die Teilnahme des Kindes am Reliogionsunterricht? DöV 1965, σελ. 665. Hamel, Glaubens - und Gewissensfreiheit, εἰς Bettermann - Nipperdey - Scheuner, die Grundrechte, τόμ. ΙV/1 1960 σελ. 63.
19. - . Religionsunterricht, ἐνθ. ἀν., τόμ. ΙΙ, 1996 σελ. 479 ἑπ.
20. - Αὐτόθι, σελ. 10.
21. - Ὁμοίως, Renck, Die neuen Bundesländer und das Reichskonkordat, NVwZ 1994, σελ. 770 ἑπ.
22. - . Das Staatskirchenrecht in den Neuen Ländern Deutschlands, εἰς Essener Gespräche zum Thema Staat und Kirche, 1995, σελ. 182 ἑπ.
23. - Die verfassungsrechtiche Zulässigkeit einer Öffnung des Religionsunterrichts, ZER 1993, σελ. 189.
24. - Kirche und Recht, 1995, σελ. 1 ἑπ.
|