Εισήγηση του κ. Χριστόδουλου Λάζαρη στην Επιστημονική Ημερίδα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Η Εκκλησία της Ελλάδος ενώπιον των ποικίλων πολιτικών, κοινωνικών και άλλων εξελίξεων», η οποία διεξήχθη τη Δευτέρα, 26η Μαΐου 2008 στις εγκαταστάσεις του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος



    κ. Χριστόδουλος Λάζαρης, Πληρεξούσιος Υπουργός Β΄, Διευθυντής Ε2 Διεύθυνσης Θρησκευτικών και Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος.


    *****************************************



    BAΛKANIA, ΕΘΝΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ




    ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ

    Η Εθνογένεση αποτελεί κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, το οποίο αψηφά την ευχερή κατάταξή του σε μία ορισμένη και σαφή τυπολογία. Αν πρέπει οπωσδήποτε να εξάγουμε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, από τις πολυποίκιλες περιπτώσεις εθνογεννέσεως, αυτός θα ήταν, ίσως, ο πολλαπλασιασμός των διαφορών, στους κόλπους μιάς συγκεκριμένης ανθρωπίνης ομάδος, οι οποίες, φθάνοντας σε μια «κρίσιμη μάζα», καθιστούν μη αντιστρέψιμη την διαδικασία διαχωρισμού κάποιας ή κάποιων μερίδων, από την ομάδα αυτή.

    Από το σημείο αυτό και ύστερα, δεν είναι δυνατές οι γενικεύσεις, ακόμη δε και η χρήση του πληθυντικού, «οι διαφορές», είναι ενίοτε παρακινδυνευμένη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και απολύτως ομοιογενή σύνολα ανθρώπων έχουν διασπασθεί, για ελάχιστους λόγους, όχι πάντοτε αναπότρεπτους. Επί παραδείγματι, ήρκεσε η γεωγραφική απόσταση και μια περίοδος σχετικής αδιαφορίας της μητροπολιτικής Κυβερνήσεως, ώστε οι συμπαγώς Βρεταννοί και προτεστάντες άποικοι της Βορείου Αμερικής να αποδυθούν, το 1776, σε ένα σκληρότατο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος είδε στο τέλος του, να σχηματίζεται ένα νέο έθνος, το Αμερικανικό- αν και η σύγχρονη αμερικανική ιστοριογραφία βλέπει την σχετική ιδεολογία να ολοκληρώνεται με τον πόλεμο του 1812- 1814.

    Πάντοτε στην βορειο-αμερικανική ήπειρο, η ραγδαία, έστω, απόκλιση, μεταξύ της βιομηχανικής οικονομίας του Βορρά και της αγροτικής οικονομίας του Νότου, καθώς και η συντηρητική ερμηνεία του Συντάγματος του 1776 από τους Νοτίους, παρ’ολίγον να οδηγήσουν στην γέννηση ενός ακόμη Κράτους, των Συνομοποσπόνδων Πολιτειών της Αμερικής, στον ίδιο χώρο και ίσως στην ανάπτυξη ενός νέου Έθνους- εν πάση περιπτώσει, οι εντάσεις ήσαν αρκετές, ώστε τα δύο ημίση του νεαρού ακόμη αμερικανικού Έθνους, να υπομείνουν τον Χωριστικό Πόλεμο, του 1861- 1865, τον αιματηρότερο στον οποίο ενεπλάκησαν ποτέ οι Η.Π.Α.

    Αλλά και παραδείγματα υπάρχουν, όπου ένα και μόνο -και όχι υποχρεωτικά παρατεταμένο στον χρόνο- γεγονός, ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε εθνογένεση: οι πολεμικές επιτυχίες του φυλάρχου Σάκα, από το 1802 έως το 1821, οδήγησαν διάφορες, απολύτως συγγενείς και ομόγλωσσες ομάδες, των νοτίων φύλων των Μπαντού, να συσπειρωθούν σε χωριστό Έθνος, εκείνο των Ζουλού. Η συσπείρωση αυτή, όχι απλώς άνθεξε στον χρόνο, αλλά αφού αντιμετώπισε, συχνά με επιτυχία, τον βρεταννικό εποικισμό και την πολιτική του apartheid, επεβίωσε, ως μια ισχυρή εθνική και πολιτική δύναμη, στην σύγχρονη Νότιο Αφρική.

    ΕΘΝΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

    Σε κάθε μία από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, αλλά και σε απειρία άλλων, η θρησκεία δεν φαίνεται να έχει παίξει σημαντικό ρόλο, στον καθορισμό της «ετερότητος», που οδηγεί στην απόσχιση και, τελικά, στον σχηματισμό ενός νέου Έθνους. Ο τίτλος, συνεπώς, της παρεμβάσεώς μου, «Βαλκάνια, Εθνογένεση και Εκκλησία», με υποχρεώνει να τον υποβάλω σε βάσανο, επί τη βάσει της συγκεκριμένης παραμέτρου.

    Μία πρώτη παρατήρηση συνίσταται στην διαπίστωση, ότι οι εθνικές ομάδες, που εντοπίζονται σήμερα στην Χερσόννησο του Αίμου, είναι αρχαιότατες- τα Κράτη που αυτές συγκροτούν είναι νέα. Η παρουσία της ελληνικής γλώσσης εμφανίζεται περί τον εικοστό π.Χ. αιώνα και οι ανθρωπολογικές ρίζες των σημερινών Ελλήνων είναι ακόμη αρχαιότερες. Τα Ιλλυρικά φύλα- που συνεισέφεραν στον σχηματισμό των σημερινών Αλβανικών εθνικών ομάδων- αν και όχι κατ’ αποκλειστικότητα- είναι σχεδόν εξ ίσου παλαιά, ενώ οι Σλαύοι έφθασαν στην Βαλκανική περί τον έκτο αιώνα μ.Χ.- αρκετά αργά, ώστε να θεωρούνται νεήλυδες, από κάποια, ελληνική κυρίως, ιστοριογραφία, αλλά αρκετά παλαιά, ώστε η άφιξή τους να συμπίπτει με την εποχή του Βασιλέως Αρθούρου- για τον οποίο οι Βρεταννοί δεν δύνανται ακόμη να αποφανθούν, αν πρόκειται περί μύθου ή μη. Αφήνω κατά μέρος, το ότι το να χαρακτηρίζονται Κράτη, όπως το νέο Ελληνικό, ως… νέα, ενώ η Ιστορία τους εξαπλούται επί τριών αιώνων, αποτελεί μία κάποια υπερβολή. Τι να σκεφθούν οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί, η Ιστορία της σημερινής κρατικής υποστάσεως των οποίων αρχίζει μόλις το 1870!

    Κατά συνέπεια, ο όρος «εθνογένεση», προκειμένου για την διαδικασία που καθώρισε- όσο έχει καθορίσει έως σήμερα- τον χάρτη της Βαλκανικής, είναι εν πολλοίς αδόκιμος. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρόκειται μάλλον περί επανασυστάσεως, mutatis mutandis, των κρατικών οντοτήτων που κατέλυσε η οθωμανική, κυρίως, κατάκτηση. Υφίστανται όμως και περιπτώσεις «καθαράς» εθνογενέσεως στα Βαλκάνια, αν και οι περισσότερες εξ αυτών, μάλλον αποτελούν προϊόντα της κατά Λένιν «μαμμής της Ιστορίας», προϊόντα βίας δηλαδή.

    Το γεγονός, ότι συνήθως ευρισκόμεθα προ επανασυστάσεως καταλυθεισών κρατικών οντοτήτων οδηγεί σε ορισμένες ενδιαφέρουσες δευτερεύουσες συνέπειες. Μεταξύ αυτών, είναι ο συχνός εντοπισμός αναφορών, στις πρώτες νομοθετικές πράξεις των επανιδρυομένων εθνικών Κρατών, στις προϋπάρξασες οντότητες: η αναφορά στο «Ζακόν» των Νεμανιδών Βασιλέων, στους πρώτους αστικούς νόμους των Καραγεώργεβιτς στην αυτόνομη Σερβία, ή και η περίφημη αναφορά, στο ημέτερο Σύνταγμα της Επιδαύρου, του 1822, ότι «κατά τα αστικά, επανέρχονται οι νόμοι των αοιδίμων ημών Αυτοκρατόρων». Παρ’ότι δεν θα πρέπει να πιστεύσουμε σε ένα άλμα της συλλογικής μνήμης, υπεράνω ενός χάσματος πέντε αιώνων, εν τούτοις οι αναφορές είναι σημαντικές, ως δηλωτικές μιάς νοοτροπίας, η οποία, μετά ένα αιώνα ,θα συνοψιζόταν στην περίφημη ρήση του de Gaulle, επιστρέφοντος στο Παρίσι, μετά την γερμανική κατοχή, όταν αρνήθηκε να θεωρήσει καταλυθείσα την Γ’ Δημοκρατία: “L’Etat rentre chez soi”- Το Κράτος επιστρέφει επί τα ίδια, άρα παράνομη ήταν η οθωμανική κατοχή, παράνομη η διοίκησή της, παράνομη η κρατική και κοινωνική κατασκευή πέντε αιώνων.

    ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

    Θα ήταν δυνατόν να λεχθεί, ότι και αυτές οι αναφορές, αποτελούν τεχνητές μνήμες, που ανασύρθηκαν από την έγγραφη λογία παράδοση, όπως συνέβη με τόσες άλλες, κατά μίμηση της αναλόγου παλαιογραφίας της Γαλλικής Επαναστάσεως, που ανέσυρε από την κλασσική λογοτεχνία τις μνήμες της Δημοκρατικής Ρώμης, για να πλάσει, επ’αυτών, τους θεσμούς της νέας Δημοκρατικής Γαλλίας. Όμως, ακριβώς, η διαδικασία, αυτή, στην Γαλλία του 1789, όσο και στην Ελλάδα του 1821, ή στην Ιταλία αργότερα, αντλεί κυρίως- αν μη αποκλειστικά- από τις μνήμες της κλασσικής Αρχαιότητος. Η έννοια της συνεχείας με την «μεσαιωνική κρατική υπόσταση του ημετέρου Γένους», όμως, δεν ανασύρθηκε από τον χώρο των κλασσικών μνημών, αλλά από τις μνήμες που περισώθηκαν από την Εκκλησία.

    Εδώ ακριβώς, ευρίσκουμε ένα πρώτο ρόλο για την Εκκλησία, εκείνο του φύλακος του συλλογικού υποσυνειδήτου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από το σύνολο των γεγονότων της κλασσικής Αρχαιότητος και της βυζαντινής περιόδου, τρία μόλις επεβίωσαν στην συλλογική μνήμη, καθ’όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας: η αλεξανδρινή εποποιία, η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η Άλωση. Άλλες αναμνήσεις των χρονικών αυτών περιόδων, ορισμένες μάλιστα πολύ λεπτομερειακές, επίσης έφθασαν μέχρι μιάς σχετικά προχωρημένης εποχής, όμως η απήχηση εκάστης εξ αυτών εξαντλείται σε ένα πολύ συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Επί παραδείγματι, το λογίο του ΙΖ’ αιώνος, «Αθηναίοι και Θηβαίοι και κακοί Μυτιληναίοι, άλλα λένε το βραδύ κι άλλα κάνουν το ταχύ», θεωρείται ότι διασώζει την ανάμνηση επεισοδίου του Πελοποννησιακού Πολέμου (αν και αυτό αμφισβητείται, από τον Νικόλαο Πολίτη): η επαναφορά του γεγονότος- αν αληθεύει- διανύει χρονική απόσταση 23 αιώνων, όμως, στον χώρο, η απήχησή του περιορίζεται σε λίγα σημεία της Αττικοβοιωτίας.

    Όμως, για να επανέλθουμε στον ρόλο της Εκκλησίας ως φύλακος της συλλογικής μνήμης, από τις τρεις πανεθνικής εκτάσεως μνήμες, η μεν εικόνα του Μακεδόνος στρατηλάτου, όντως διασώθηκε σε λαϊκά κείμενα- δυστυχώς, στην Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, που ανάγεται στο στρεβλό κείμενο του Ψευδο-Καλλισθένη- οι άλλες δύο, όμως, σώθηκαν κυρίως σε εκκλησιαστικά κείμενα και παραδόσεις. Εξ άλλου και οι σερβική και βουλγαρική παραλλαγές της ιστορίας της Αλώσεως (η πρώτη στρεφομένη περί τον μυθικό ήρωα Μάρκο Κράλιεβιτς, παρά περί τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο), από τις ίδιες μεταβυζαντινές εκκλησιαστικές πηγές προέρχονται και εν πολλοίς τις αναπαράγουν.

    Σημειωτέον, ότι το έπος του Κράλιεβιτς, μαζύ με τις παραλογές για την μάχη του Κοσσυφοπεδίου, αποτελούν τα μόνα ενθυμήματα του σερβικού Έθνους από τον Μεσαίωνα και οι αρχικές παραλλαγές των σώθηκαν- όπως στην περίπτωση των προαναφερομένων «ελληνικών» μνημών- σε εκκλησιαστικά έγγραφα, των μοναστηρίων του Κοσσυφοπεδίου. Ανάλογες μνήμες- αλλά μάλλον υπό μορφή σπαραγμάτων- σώζονται σε βουλγαρικά και αλβανικά εκκλησιαστικά κείμενα και από αυτά άντλησαν εν πολλοίς οι πρώτοι «ευαγγελιστές» της εθνικής αφυπνίσεως των λαών αυτών- όπως ο Παίσιος Χιλανδαρηνός, με την «Ιστορία Αγίων και Βασιλέων της Βουλγαρίας» του 1739- ώστε να συγκροτήσουν τις ιδικές τους ιδεολογικές κατασκευές. Το φαινόμενο δηλαδή, της Εκκλησίας, ως κιβωτού των μνημών του παρελθόντος, παρατηρείται όχι μόνον στις ελληνόφωνες περιοχές, όπου είχε διατηρηθεί συνάφεια μεταξύ των ομιλουμένων ελληνικών ιδιωμάτων και της Ελληνικής της Εκκλησίας, αλλά και στις σλαυόφωνες και αλβανόφωνες (και ακόμη λατινόφωνες, στην Μολδοβλαχία και την Δαλματία), όπου συχνά η συνάφεια ομιλουμένης και εκκλησιαστικής ήταν ατελής.




    ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

    Στο ίδιο πεδίο, της συνδέσεως με το παρελθόν, η Εκκλησία, ιδίως στον ελληνόφωνο χώρο, αλλά όχι μόνον έπαιξε και ένα κρίσιμο ρόλο, εκείνο της κιβωτού της γλωσσικής μνήμης. Όχι μόνον δηλαδή βοήθησε στην διατήρηση των τοπικών γλωσσών- της Ελληνικής οπωσδήποτε- στην βασική τους μορφή, αλλά, διατηρώντας ένα ενιαίο τύπο εκφράσεως, δια μέσου των αιώνων, λειτούργησε εν είδει Ακαδημίας της γλώσσης, ορίζοντας την ενιαία τυπολογία της γραμματικής και συντακτικής δομής της.

    Είναι χαρακτηριστικό, ότι, εκτός χώρου ελληνοφωνίας, το φαινόμενο είναι ευκρινέστερο, εκεί όπου συνεχίσθηκε μία παραγωγή λογίων εκκλησιαστικών κειμένων, όπως στην περίπτωση της Σερβικής, που διαφυλάχθηκε χάρις στην παραγωγή των Αρχιεπισκοπών Αχρίδος και Ιπεκίου, ενώ, στις υπόλοιπες, η διαδικασία τυποποιήσεως της επίσήμου γλώσσης (normalisation), εκκινεί μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας ή της αυτονομίας και την ίδρυση αντιστοίχων Ακαδημιών, από τα νέα Κράτη.

    Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ

    Αν μόνον αυτή ήταν η συμβολή της Εκκλησίας, στην διαδικασία επανασυστάσεως των προ-οθωμανικών εθνικών κρατικών οντοτήτων, δηλαδή ένας ρόλος κιβωτού της ιστορικής και γλωσσικής μνήμης, αυτή θα ήταν ήδη καθοριστική. Όμως, εξετάζοντας τα στοιχεία «ετερότητος», που οδήγησαν στις εξελίξεις των τριών τελευταίων αιώνων, η Εκκλησία εμφανίζεται να κατέχει ένα ακόμη σπουδαιότερο ρόλο, εκείνο του πολιτικού πλαισίου, εντός του οποίου ανεπτύχθησαν οι δυνάμεις εκείνες που οδήγησαν στην ανασυγκρότηση, ακριβώς, των εθνικών Κρατών των Βαλκανίων, από τον ΙΘ’ αιώνα και επέκεινα.

    Οι αιτίες του φαινομένου ανάγονται στην προ-οθωμανική περίοδο, όμως ενισχύθηκαν μεγάλως κατά την διάρκειά της, λόγω της υιοθετήσεως, από την οθωμανική Διοίκηση, του συστήματος των Millet.

    Ήδη, στο Βυζάντιο, η αμφίδρομη «νομιμοποίηση» αρχόντων και αρχομένων- η «απαίτηση συγγενείας» (imperative of kinship) της αγγλοσαξωνικής κοινωνιολογίας- βασιζόταν στο κριτήριο της κοινής θρησκευτικής πίστεως. Ο Αυτοκράτωρ είχε απαίτηση επί της νομιμοφροσύνης των υπηκόων επειδή ήταν ο «Εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς Ρωμαίων», οι δε υπήκοοι αξίωναν από τον Βασιλέα, να «τηρή την ορθήν πίστιν». Το σχήμα αυτό ανάγεται, βεβαίως σε πολύ προγενέστερες ιδεολογικές κατασκευές, στους χρόνους της προ-χριστιανικής Ρώμης, όταν ο Αυτοκράτωρ ήταν ο Pontifex Maximus της επισήμου κρατικής θρησκείας, για τον λαό της Ρώμης και η ενσάρκωση της Ρώμης, για τους επαρχιακούς πληθυσμούς. Το σχήμα αυτό, από της κωνσταντινείου μεταρρυθμίσεως, άρχισε να μετεξελίσσεται, με επίκεντρο όχι την λατρεία του κεντρικού θεού της κρατικής θρησκείας (του Sol Invictus, κατά τον Δ’ αιώνα) και την λατρεία της Ρώμης (Diva Roma), αλλά την χριστιανική πίστη. Η ιδεολογική αυτή κατασκευή μεταλαμπαδεύθηκε στα άλλα Κράτη που σχηματίσθηκαν, κατά τους μετέπειτα αιώνες, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη και μάλιστα επέζησε, με ελάχιστες αλλαγές, στην τσαρική Ρωσσία, μέχρι το 1917.

    ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΜΙΛΛΕΤΙΩΝ

    Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τις χώρες της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης- μία διαδικασία που άρχισε το 1327 και έληξε μόλις το 1715, με την εκδίωξη των Ενετών από την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες- υιοθέτησαν βαθμηδόν το σύστημα των Εθναρχιών ή Μιλλετίων (Milletler-i), δηλαδή της πλαισιώσεως των υπηκόων της Αυτοκρατορίας σε ομάδες, με βασικό κριτήριο την θρησκευτική τους πίστη, οι οποίες αποτελούσαν και τους συλλογικούς, ούτως ειπείν, συνομιλητές, της οθωμανικής εξουσίας. Τα Μιλλέτια των μη Μουσουλμάνων (dhîmmî, gayrimüslim)- οι Μουσουλμάνοι απήρτιζαν ήδη την Κοινότητα των Πιστών, την Um’ma- υπήρξαν εκείνα των Ρωμαίων, ή Ρωμηών (Rumlar), των Εβραίων (Müseviler) και, αρκετά αργότερα, των Αρμενίων (Ermeniler).

    Η ιδέα, βεβαίως, ανάγεται εν μέρει και στις προαναφερθείσες βυζαντινές αντιλήψεις, όμως κατά βάσιν επρόκειτο περί εννοίας του ισλαμικής και δη αραβικής νομικής σκέψεως, περί συλλογικής ευθύνης. Τα πλεονεκτήματα που παρέσχε στην Οθωμανική εξουσία ήσαν κυρίως πρακτικής φύσεως, στον χώρο των δημοσιονομικών και της τηρήσεως της τάξεως, όμως είχε αποτέλεσμα, εν τέλει, να αποκόψει τις γέφυρες μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, καθώς απέκλεισε την αποκατάσταση της παλαιάς αμφιδρόμου νομιμοποιήσεως: ο βασιλεύων μονάρχης δεν είναι πλέον «πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς» και οι υπήκοοι είναι μεν «ποίμνιο» (reaya), αλλά όχι «λαός». Ουδεμία αξίωση έχουν έναντι του Σουλτάνου- ο οποίος είναι και το μόνο αυτεξούσιο υποκείμενο δικαίου στην Αυτοκρατορία- όμως και ουδεμία πίστη του οφείλουν, ει μη καταναγκαζόμενοι. Ακόμη και όταν η εξουσία του καθίσταται αισθητή ως αποδεκτή- κατά Σαρρή, υφιστανται μαρτυρίες ραγιάδων που «αισθάνονται υπερήφανοι ως υπήκοοι παρομοίου ηγεμόνος», εν τούτοις η εξουσία του αυτή είναι τυραννική. Ο Σουλτάνος είναι όχι Βασιλεύς, αλλά δυνάστης.

    Η θρησκεία- που η ετυμολογία της, εκ του ρήματος θράσσω, καταδεικνύει λειτουργία συνενώσεως μιάς κοινωνίας- καθίσταται, στην Οθωμανική περίοδο, παράγων συσπειρώσεως ενός μέρους της κοινωνίας χωριστά από τις άλλες και εν τέλει, εναντίον των άλλων. Η εξελικτική πορεία του Ρωμέηκου Μιλλετιού είναι χαρακτηριστική: οι Αρμένιοι διαχωρίζονται ενωρίς, οι Σέρβοι παρουσιάζουν μία άκρως ταραγμένη πορεία, με τις διαδοχικές εμφανίσεις και εξαφανίσεις των Αρχιεπισκοπών Αχρίδος και Ιπεκίου, οι Μαυροβούνιοι εμφανίζονται συγκροτούντες οιονεί αυτόνομη εδαφική οντότητα, χωρίς ποτέ η Αρχιεπισκοπή Κετίγνης να τύχει αυτονομίας- ούτε και το εζήτησε άλλωστε- τέλος, εμβληματικώτερο όλων, επέρχεται το Βουλγαρικό Σχίσμα. Με το τελευταίο αυτό, όμως εισερχόμεθα και στην εποχή, κατά την οποία οι θρησκευτικοί διαχωρισμοί, προϋφιστάμενοι ίσως, τυγχάνουν έξωθεν εκμεταλλεύσεως, για αλλοτρίους σκοπούς.

    ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

    Είθισται να θεωρούμε ως πρώτη εθνική Επανάσταση, με αισία έκβαση στον βαλκανικό χώρο, την Σερβική του 1815 και να θεωρούμε ότι τόσο αυτή, όσο και, κυρίως, η Ελληνική, του 1821, επηρεάσθηκαν κατά τρόπο αποφασιστικό, από τα ιδεώδη της Γαλλικής Επαναστάσεως. Αν και κάθε μία από τις θεωρήσεις αυτές ενέχει μέρος αληθείας, εν τούτοις εύκολα παραγνωρίζουμε, ότι οι ελληνικές χώρες είχαν εισέλθει σε κατάσταση πλήρους ρευστότητος, από πλευράς ιδίως ασφαλείας, ήδη με την έναρξη των Ορλωφικών το 1768 και H σταθερότης κατ’ουσίαν δεν επανήλθε, παρά με την ολοκλήρωση της Ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1830. Υπάρχει δηλαδή μία απόλυτη συνέχεια, στην όλη διάρκεια της περιόδου αυτής, άλλο αν η ελληνική ιστοριογραφία του ΙΘ’ αιώνος, που εκπροσωπείται εμβληματικά από τον Παπαρρηγόπουλο, τείνει να επικεντρώνεται στο μεγάλο συμβολικό γεγονός του 1821.

    Όμως, η αφετηρία της ταραγμένης αυτής περιόδου ευρίσκεται στα 1768, 21 όλα έτη προ των γεγονότων στην Γαλλία και τοποθετείται σε ένα πλαίσιο, όπου ο εξωτερικός παράγων που πρωταγωνιστεί, δηλαδή η Τσαρική Ρωσσία, κάθε άλλο παρά φορεύς δημοκρατικών ιδεωδών θα ηδύνατο να θεωρηθεί. Χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή της ρωσσικής εκστρατείας στο Αιγαίο, που κατέστησε πρακτικά εφικτή την εξέγερση, παρέχοντας τον κατάλληλο αντιπερισπασμό, φέροντας μαζικά σύγχρονα όπλα στα χέρια των επαναστατών και εισάγοντας ένα πυρήνα τακτικών επαγγελματιών στρατιωτών, περί τους οποίους οργανώθηκαν οι Έλληνες άτακτοι, στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η εξέγερση ήταν κάτι που θα συνέβαινε, ούτως ή άλλως.

    Η «κρίσιμη μάζα» των χαρακτηριστικών ετερότητος είχε ήδη συγκεντρωθεί, ο στόχος ήταν εκείνος που είχε διαφυλαχθεί, από το 1453, στην κιβωτό μνήμης της Εκκλησίας, δηλαδή η αναγόρευση Ρωμηού Αυτοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη. Εξ άλλου, εδώ εντοπίζεται ένας από τους λόγους για τους οποίους τελικώς διαλύθηκε η ελληνο-ρωσσική συνεργασία, καθώς η Αγία Πετρούπολη ετοίμαζε τον ανεψιό της Αικατερίνης Β’, Κωνσταντίνο, ως ηγεμόνα της αναγεννημένης, υπό ρωσσικό έλεγχο, χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Ο πολιτικός μύθος, όμως, του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, ήταν πολύ ισχυρός, για να παραβλεφθεί τόσο εύκολα. Ένα ακόμη λάθος των Ρώσσων, εξ άλλου, ήταν ότι, κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων, 1768- 1774, δεν μερίμνησαν να παροξύνουν, ακριβώς, το στοιχείο της θρησκευτικής διαφοράς- πράγμα περίεργο, καθώς κατά την προηγηθείσα των Ορλωφικών περίοδο, είχαν χειρισθεί λαμπρά το επικοινωνιακό αυτό όπλο, με τις «προφητείες» του Αγαθαγγέλου και ανάλογα μέσα.

    Αντιθέτως, το 1821, όταν, παρά τις υποψίες του Μέττερνιχ, η Ρωσσία ελάχιστα, ή μάλλον ουδόλως είχε ενθαρρύνει την Επανάσταση, ο τοπικός, ιδίως, θρησκευτικός παράγων και δη ο Κλήρος, έπαιξε ρόλο καταλυτικό. Όχι απλώς απετέλεσε την ορατή έκφραση της ετερότητος, αλλά, αποτελώντας την μόνη οργανωμένη έκφραση του υποδούλου Γένους, επάνδρωσε, εν πολλοίς τους πρώτους πολιτικούς θεσμούς του τελευταίου αυτού. Είναι ίσως ενδιαφέρον και πάντως εικονογραφεί άριστα την κατάσταση στις ελληνικές χώρες, υπό την Τουρκοκρατία, ότι τούτο αποτελεί επανάληψη του φαινομένου που είχε παρατηρηθεί στην Δύση, τους Ε’ και Στ’ αιώνες, κατά την αυγή των πρώτων ευρωπαϊκών κρατικών οντοτήτων, στην συνέχεια των βαρβαρικών εισβολών.

    Είναι ίσως ενδιαφέρον, ότι, με τον τρόπο της και η Οθωμανική εξουσία την ίδια ερμηνεία έδωσε, στον ρόλο της Εκκλησίας προ και κατά την εξέγερση: απαγχονίζοντας τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, ο Σουλτάνος, κατ’ουσίαν, κήρυξε τον πόλεμο, στους έως τότε Ρωμηούς υπηκόους του. Μάλιστα η κήρυξη αυτή πολέμου κατέστησε σαφές, ότι ούτε και η Οθωμανική δυναστεία είχε ποτέ επιδιώξει να έχει με τους υπηκόους της οιαδήποτε άλλη σχέση, πλην εκείνης της στρατιωτικής κατοχής. Οι Οθωμανοί πολέμαρχοι δεν προσπάθησαν απλώς να καταστείλουν μία εσωτερική στάση, αλλά, από «ιδεολογικής» σκοπιάς, εκλήθησαν να επαναλάβουν την κατάκτηση του 1327. Εξ ου και στα Αρχεία του Seraskerat (Μεγάλης Βεζυρίας) της Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι το 1994 στο Eyüp, παρά το Φανάρι- πολλοί εξ αυτών εμφανίζονται μνημονευόμενοι σε απονεμητικές αποφάσεις (takrir), με τον τίτλο του Gazı, του νικητού κατά τον απίστων, διάκριση δηλαδή κατ’αρχήν απονεμομένη για νίκες σε εξωτερικό πόλεμο.

    Η τόσο έντονη παρουσία Εκκλησίας και Κλήρου, στα γεγονότα 1821- 1830, άφησε ένα έντονο επικοινωνιακό αποτύπωμα στην συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, με αποτέλεσμα και να ενισχυθεί ο δεσμός Εκκλησίας- Έθνους, αλλά και να γεννηθεί «αξίωση» του τελευταίου, για την συνέχιση της παρουσίας της πρώτης, στους εθνικούς αγώνες. Οι εικόνες που όλου διατηρούμε στο υποσυνείδητό μας, του Μακεδονικού Αγώνος, των Βαλκανικών Πολέμων, του Μακεδονικού Μετώπου του 1917-1918, της Μικρασιατικής Εκστρατείας, του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, αλλά και των αγώνων στην Μέση Ανατολή και την Ιταλία και όπου αλλού χρειάσθηκε το Έθνος να πολεμήσει, για να επιτύχει την αποκατάστασή του, κάθε μία από αυτές τις εικόνες, κάπου περιέχει την σιλουέττα του Παπά, που ζωσμένος την πολεμική εξάρτυση επάνω από το ράσο, ευλογεί τους μαχητές. Περιττεύει ίσως να λεχθεί, πόσο βαρειές παρακαταθήκες έχει αφήσει η κληρονομία αυτή, για τις μετέπειτα γενεές λειτουργών του Υψίστου.

    Ρόλο ανάλογο με εκείνο του Ελληνικού κλήρου και με συγκρίσιμα αποτελέσματα, έπαιξε και ο σερβικός. Αν και κάποια στοιχεία, που έκαμαν την τομή μεταξύ Ελληνικού Έθνους και Τουρκοκρατίας τόσο δραματικά καθαρή, δεν υπάρχουν στην περίπτωση αυτή- δεν υπήρχε Σέρβος Πατριάρχης στην Πόλη για να απαγχονισθεί, ούτε και οι Σέρβοι διεκδικούσαν να απαλείψουν την «μετάλλαξη εξουσίας»- translatio imperii- του 1453 σε οικουμενικό επίπεδο, αλλά απλώς να ακυρώσουν την οθωμανική κατοχή στα στενά όρια της πατρίδος των. Το ότι το Κοσσυφοπέδιο, λίκνο του σερβικού μεσαιωνικού Κράτους, είχε μείνει, στην πρώτη εκείνη εξόρμηση, του 1815, εκτός εθνικών ορίων, είχε αποτέλεσμα η σερβική εθνική ιδέα να μείνει ακεραία μέχρι το 1912-1913. Μόνον μετά την σερβική εθνική ολοκλήρωση, το Βελιγράδι ευρέθη να πορεύεται στις σκολιές ατραπούς του «γιουγκοσλαυϊσμού», που οδήγησαν στην τρέχουσα ακόμη κρίση στην περιοχή.

    ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

    Η ραγδαία αλλαγή των όρων, στην Βαλκανική, μετά την σερβική αυτονομία και την ελληνική ανεξαρτησία, προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που αντελήφθησαν ότι είχε επιστεί ο χρόνος να διαμοιράσουν τα ιμάτια του Μεγάλου Ασθενούς. Πρώτη κινήθηκε η Τσαρική Ρωσσία, η οποία καλλιέργησε επί ένα διάστημα εκ νέου το χαρτί της ομοδοξίας με τους Έλληνες. Αυτοί γενναιόδωρα ανταπέδωσαν, αποστέλλοντας την Ελληνική Λεγεώνα υπό τον Πάνο Κορωναίο, να πολεμήσει στην Σεβαστούπολη, παρά το πλευρό των Ρώσσων αδελφών, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και εισέπραξαν, εις αντάλλαγμα, τον αγγλο-γαλλικό αποκλεισμό του 1855-56.

    Η δεύτερη ρωσσική κίνηση υπήρξε οδυνηρώτερη για τους Έλληνες. Η Αγία Πετρούπολη θέλησε να εξασφαλίσει ένα καθαρώς σλαυϊκό προγεφύρωμα, στα οθωμανικά εδάφη και η επιλογή της έπεσε στους Βουλγάρους. Έθνος ιστορικό, Ορθόδοξο, αγρίως επίσης καταπονημένο από την οθωμανική κατοχή- οι φιλιππικοί των Γλάδστωνος με αφορμή τις «βουλγαρικές σφαγές» του 1876 απετέλεσαν μία από τις εναργέστερες εικόνες της διεθνούς σκηνής, στον ύστερο ΙΘ’ αιώνα, εκτός από μνημεία της αγγλικής ρητορικής- οι Βούλγαροι, κυρίως σε επίπεδο Διασποράς και αναδυομένης αστικής τάξεως, είχαν αρχίσει να διακρίνονται από τις αντίστοιχες ελληνικές κοινωνικές ομάδες, στην μέση Βαλκανική, ενώ, όπως προανέφερα, ήδη κάποια πρώτα ιδεολογικά κείμενα- και πάλι όχι συμπτωματικά, εκκλησιαστικά- κυκλοφορούσαν ήδη από των μέσων του προηγουμένου αιώνος. Οι ευρείες λαϊκές μάζες, αγροτικές ιδίως, είχαν ήδη κάποια αίσθηση ετερότητος- το ιδιάζον οθωμανικό καθεστώς οιωνεί apartheid είχε υπάρξει ανέκαθεν αισθητό από όλους και, για την περίπτωση που κάποιος δεν καταλάβαινε, αυτό το ανέλαβαν οι βασιβουζούκοι το 1876.

    Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: οι Στρατιές του Τσάρου εισήλασαν στην Ρουμανία, ήδη αυτόνομη από το 1829, μετά τις ρωσσικές νίκες που οδήγησαν στην Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, διέσχισαν μαχόμενες την Βουλγαρία, παρά την απέλπιδα άμυνα του Osman Paşa- ακόμη ένας Gazı, ειρήσθω εν παρόδω- στην Πλεύνα και επέβαλαν δια της λόγχης την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ρουμανία και Βουλγαρία κατέστησαν η πρώτη ανεξάρτητη και η δεύτερη αυτόνομη, η δε Αγία Πετρούπολη έκρινε, ορθώς, ότι για να εδραιώσει δια παντός την ετερότητα αμφοτέρων έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπρεπε να ενισχύσει το ένα εκείνο στοιχείο, που ουδεμία αμφισβήτηση επεδέχετο: εκείνο της θρησκευτικής διαφοράς.

    Και στην μεν Ρουμανία τα πράγματα υπήρξαν εύκολα: η εκεί Εκκλησία είχε αυτονομηθεί, εν τοις πράγμασι, ήδη από μακρού και τα γεγονότα του 1821 είχαν ήδη ωθήσει τα πνεύματα προς την κατεύθυνση μιάς μη- Ρωμέηκης πλέον ταυτότητος. Αν και όχι χωρίς αντίσταση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνήνεσε στον Τόμο Αυτοκεφαλίας του 1885 και έκτοτε ο διαφορισμός μεταξύ Ρουμανίας και των βαλκανικών γειτόνων της προχώρησε με ταχύτητα.

    Η βουλγαρική περίπτωση υπήρξε δυσχερέστερη: οι ευρύτεροι αγροτικοί πληθυσμοί είχαν μεν συναίσθηση ότι δεν ήσαν Μουσουλμάνοι, όμως, καθώς το σύνολο σχεδόν του Κλήρου και πάντως του ανωτέρου, ήταν ελληνικής καταγωγής, το αίτημα της ετερότητος, προς την κατεύθυνση της Ρωμέηκης ταυτότητος πλέον, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεις.

    Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την φορά αυτή, κατέστη αντικείμενο αφορήτων πιέσεων, καθώς, αντιδρώντας στην μονομερή ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1872 (ένα από τα προεόρτια του προαναφερομένου Ρωσσο-τουρκικού Πολέμου) κήρυξε την εκεί Εκκλησία σχισματική, σχίσμα που δεν ήρθη παρά το 1945. Η νεοσυσταθείσα βουλγαρική κρατική μηχανή, με ρωσσική αρχικώς και εν συνεχεία γερμανική αρωγή, διέδωσε με ζήλο την «εξαρχική» ιδεολογική ταυτότητα, παραλλήλως προς την βουλγαρική εθνική ιδέα, υποβοηθουμένη και από τις απροσδόκητες, αλλά και αδιατάρακτες, μέχρι το 1913, πολεμικές επιτυχίες του νέο-ανασυσταθέντος Κράτους. Τόσο ταυτίσθηκε η θρησκευτική με την εθνική ταυτότητα, ώστε, όταν η Σόφια επεχείρησε την εδραίωση των θέσεών της στην Μακεδονία και στην κοιλάδα του άνω Αξιού (σημερινή πΓΔΜ), ο αγώνας, μεταξύ Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων, διεξήχθη επί τη βάσει των διαχωριστικών γραμμών, μεταξύ «Πατριαρχικών», ελληνοφώνων, σλαυοφώνων και λατινοφώνων, με Ρωμέηκη συνείδηση και «Εξαρχικών» με βουλγαρική.

    Ασφαλώς η αισία, για την ελληνική πλευρά, έκβαση του Μακεδονικού Αγώνος το 1908, που κυρώθηκε με τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων, δεν έθεσε και τέρμα στην διαπάλη. Αυτή συνεχίσθηκε επί του εδάφους μέχρι το 1949, με την γιουγκοσλαυϊκή παρέμβαση στον ελληνικό Εμφύλιο και που κατεβλήθη προσπάθεια να αναβιώσει, τεχνητώς, από τις δεκαετίας του 1990, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, χάρις στην ομόθυμη αντίδραση των Μακεδόνων.

    Στο σημείο αυτό χωρεί ίσως μία ανάπαυλα, ώστε να εξετασθεί ένα στοιχείο, που σπανίως θίγεται, αλλά όμως ίσως έχει αποφασιστική σημασία. Λέγουμε ότι οι «Πατριαρχικοί» του 1908 έχουν Ρωμέηκη συνείδηση. Τέσσερα έτη αργότερα, το 1912, η Μακεδονία απελευθερώνεται και, μετά μόλις τέσσερα ακόμη, η Ελλάς εισέρχεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αμέσως μετά στην Ουκρανική και σχεδόν ταυτοχρόνως, στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Μακεδόνες (και Θράκες) στρατολογούνται, στον Ελληνικό Στρατό και πρωταγωνιστούν από νίκης σε νίκη. Στα ελάχιστα αυτά χρόνια, η αρχαία Ρωμέηκη συνείδηση μεταλλάχθηκε σε σύγχρονη Ελληνική; Ή μήπως ήταν ως Ρωμηοί, που οι Μακεδόνες πεζοί έφθασαν μαχόμενοι, 68 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα, στο Γόρδιο και στρατοπέδευσαν επάνω στο ίδιο χώμα, όπου είχε στρατοπεδεύσει κάποτε ένας άλλος, Μέγας, Μακεδών;

    Η σκέψη, με την οποία παίζω εδώ, είναι ότι στα οκτώ σύντομα αυτά έτη, είτε η Ρωμέηκη συνείδηση είχε μυστηριωδώς μεταλλαχθεί σε σύγχρονη Ελληνική, ή, επιτέλους Ρωμέηκη και Ελληνική συνείδηση, από κάποια στιγμή και μετά, ίσως, από την τελευταία δεκαετία του ΙΘ’ αιώνος, είχαν ουσιαστικώς πλέον ταυτισθεί. Και τούτο χωρίς να προλάβει να παρεμβληθεί, στις Νέες λεγόμενες χώρες, η δράση του σχολικού curriculum, που με τόση επιτυχία είχε γεφυρώσει τις ιστορικές μνήμες, μέχρι τα βάθη της Αρχαιότητος, σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, στα έτη προ του 1912. Αν αυτό ισχύει, τότε η επιρροή του προϋπάρξαντος σχήματος, δηλαδή του εκκλησιαστικού πλαισίου, στην διαμόρφωση των συνειδήσεων, που οδήγησε στην ανάσταση των παλαιών κρατικών οντοτήτων της Βαλκανικής, υπήρξε πολύ βαθύτερη, από όσο συνήθως πιστεύουμε.

    ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

    Όταν έληξαν οι μεγάλες «εθνικές εξορμήσεις», Ελλήνων, αλλά και Σέρβων και Βουλγάρων, περί το 1922, επεκράτησε η αίσθηση ότι η ορμή προς αποκατάσταση των κρατικών οντοτητων που είχαν καταλυθεί προ πέντε αιώνων από τους Οθωμανούς, είχε εκπνεύσει και ότι είχε αντικατασταθεί, ως κίνητρο αναταραχής, από τον «αναθεωρητισμό» (révisionisme) της Σόφιας, έναντι των δύο, τελικά επιτυχημένων, του όλου εγχειρήματος, Αθηνών και Βελιγραδίου. Η κεμαλική Τουρκία, νικήτρια μεν το 1922, αλλά κυριολεκτικά ρημαγμένη και έχοντας «δει τον Χάρο με τα μάτια της», δεν θα αποτελούσε κίνδυνο για αρκετά ακόμη έτη.

    Στο δυτικό όμως άκρο της Βαλκανικής, όμως, ορθωνόταν πλέον το πρώτο δείγμα των όσων επεφύλασσε το μέλλον. Η Αλβανία είχε συσταθεί σε Κράτος το 1913-14, με επιμονή της Ιταλίας και της Αυστορ-ουγγαρίας, αλληλοϋποβλεπομένων για μία θέση στην λεγομένη Altra Sponda. Επρόκειτο άραγε για εθνογέννεση ή για ανασύσταση κρατικής οντότητος; Ασφαλώς οι Αλβανοί ως Έθνος έχουν ρίζες αναγόμενες ίσως και στο απώτατο παρελθόν, όμως οι μνήμες μιάς κρατικής οντότητος ήταν δύσκολο να ανακληθούν. Αλβανοί ηγεμόνες είχαν συγκροτήσει κάποιες τοπικές ενότητες- ο Γεώργιος Καστριώτης στην Κρόϊα, και ο Κάρολος Θώπια ενωρίτερα, περί τον Αυλώνα, ο Πρίγκηψ Ντουκατζίν στον απώτερο Βορρά της χώρας και άλλοι ακόμη- όμως Αλβανία δεν είχε υπάρξει ποτέ.

    Επεστράτευσαν λοιπόν οι μέντωρες της νέας χώρας, το κλασσικώτερο των υποδειγμάτων: εκείνο της προσφυγής στην θρησκευτική μνήμη. Περιέργως, αντί να στηριχθούν στην μουσουλμανική ταυτότητα, καίτοι πλειοψηφική, προτίμησαν τις αναμνήσεις από τον Ορθόδοξο χώρο, χρησιμοποιώντας ως υπομόχλιο, την δράση του περιφήμου Θεοφάνους Νώλη (Φαν Νόλι).

    Για ποίο λόγο;

    Απλούστατα, διότι στους κόλπους του μικροκόσμου της Αλβανικής Ορθοδοξίας, των αρχών του Κ’ αιώνος, οι διαχωριστικές γραμμές είχαν χαραχθεί επί τη βάσει της εθνοτικής προελέυσεως, μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών κληρικών. Οι μνήμες από τις προσπάθειες των τελευταίων, που συνήθως στελέχωναν τον κατώτερο κλήρο, να αποτινάξουν τον έλεγχο των Ελλήνων Ιεραρχών, μεταπλάσθηακν σε σύγκρουση ελληνικού και αλβανικού στοιχείου, που εύρε, εν καιρώ, τον δρόμο του, προς τον ιδρυτικό μύθο του νέου Κράτους και, περιοδικά, στοιχειώνει ακόμη το πλαίσιο των ελληνο-αλβανικών σχέσεων.

    ΕΠΙΛΟΓΟΣ

    Δεν επιθυμώ να επεκταθώ στις μετά την περίοδο αυτή εξελίξεις και εκ σεβασμού προς τον χρόνο Σας, αλλά και επειδή, με τα προηγούμενα παραδείγματα, ήδη εξέθεσα τους βασικούς μηχανισμούς, επί τη βάσει των οποίων προχώρησε η χάραξη του πολιτικού χάρτου της Βαλκανικής, στην μετα-οθωμανική περίοδο.

    Όπως φαίνεται, από το παράδειγμα της Αλβανικής «υποβοηθουμένης εθνογενέσεως», τρόποι, για να εισαχθεί πολιτική αστάθεια σε μία περιοχή, είναι πάντοτε δυνατόν να εξευρεθούν. Ορισμένες φορές, η χειραγωγία είναι απλή, σχεδόν πρωτόγονη: αφού ο Τίτο κατεσκεύασε την ιδιωτική του «Μακεδονία» και συμπαρομαρτούν «Μακεδονικό έθνος», κατεσκεύασε και Εκκλησία, για να εδραιώσει την όλη οικοδομή. Άλλες φορές, το εγχείρημα είναι προσεκτικώτερα δομημένο και ίσως περισσότερο δόλιο. Όμως, στον ΚΑ’ αιώνα, το παιγνίδι αυτό, όλοι γνωρίζουν να το παίζουν.-

    Αθήνα, 23 Μαίου 2008

    Το ανωτέρω κείμενο, με κάποιες μετατροπές και με τις δέουσες βιβλιογραφικές αναφορές, θα δημοσιευθεί προσεχώς, στην γαλλική, στην έκδοση Les Cahiers du CEMOTI.





 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004




WebDesign by TemplatesBox