Το «ευαγγέλιο» του Ιούδα:
Ένα ψευδεπίγραφο κείμενο στην υπηρεσία του αντιχριστιανικού παραληρήματος
Χρήστος Καρακόλης
Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα: Μια ακόμη εκδοχή του αρχαίου γνωστικού μύθου με νέο πρωταγωνιστή
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Πριν από μερικές μέρες το περιοδικό National Geographic δημοσίευσε το πρωτότυπο κοπτικό κείμενο και τη μετάφραση του «ευαγγελίου του Ιούδα». Το κείμενο αυτό διασώθηκε σε προσφάτως ανακαλυφθέν κοπτικό χειρόγραφο του τέταρτου αιώνα μ.Χ., φαίνεται όμως ότι αρχικά είχε συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα κατά τα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Ο συγγραφέας του είναι άγνωστος και δεν επιδιώκει την ταύτισή του με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, στον οποίο αναφέρεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Το κείμενο αυτό ήταν γνωστό κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, καθώς το όνομα και μια σύνοψη των θέσεών του αναφέρονται ήδη γύρω στο 180 μ.Χ. από τον άγιο Ειρηναίο, επίσκοπο Λουγδούνου, στο εκτενές έργο του υπό τον τίτλο «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου Γνώσεως». Η έκδοση του ευαγγελίου του Ιούδα συμπληρώνει την προηγηθείσα, τεράστιας σημασίας για την ιστορία του χριστιανικού Γνωστικισμού, ανακάλυψη και έκδοση των επίσης προερχομένων από τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. κοπτικών χειρογράφων του Nag Hammadi.
Β. Ο ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ο Γνωστικισμός γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον πρώτο αιώνα και φαίνεται να φθάνει στο απώγειό του κατά τον δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Το συγκρητιστικό αυτό κίνημα υπερβαίνει τα όρια μιας συγκεκριμένης θρησκείας και απλώνεται τόσο στον εθνικό κόσμο, όσο και στις δύο μονοθεϊστικές θρησκείες της εποχής, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Σύμφωνα με την αποκατάσταση του γνωστικού μύθου από ειδικούς ερευνητές βάσει των σχετικών αρχαίων πηγών, οι ανθρώπινες ψυχές προϋπάρχουν στη θεία σφαίρα του ανώτερου θεού ονόματι Ιαλδαβαώθ (αυθαίρετη σύνθεση από το εβραϊκό όνομα του Θεού Ιαχβέ και από τον προσδιορισμό Σαβαώθ, που σημαίνει «των δυνάμεων»). Ωστόσο, κάποια αστοχία των ψυχών προκαλεί την πτώση τους στον αισθητό κόσμο, ο οποίος αποτελεί το κατώτατο στρώμα σε ένα κοσμοείδωλο που περιλαμβάνει πολλές διαστρωματώσεις ουρανών και αιώνων-κόσμων. Οι ψυχές εγκλωβίζονται πλέον στην ύλη και εμπλέκονται σε έναν αέναο κύκλο μετεμψυχώσεων, από τον οποίο μπορούν να εκφύγουν, μόνο εφόσον μπορέσουν να δώσουν τη σωστή απάντηση στα εξής τρία θεμελιώδη ερωτήματα: «Ποιος είμαι, από πού ήλθα, πού πηγαίνω;». Επειδή όμως οι ψυχές έχουν πλέον λησμονήσει την ουράνια προέλευση, τη θεία φύση και τον τελικό προορισμό τους, την αποστολή να τους θυμίσει όλα αυτά αναλαμβάνει ο γνωστικός λυτρωτής, ο οποίος κατέρχεται από την ουράνια σφαίρα και κηρύττει την αληθή γνώση (εξ ου και ο χαρακτηρισμός ολόκληρου του κινήματος ως Γνώσεως ή Γνωστικισμού). Στον χριστιανικό Γνωστικισμό τέτοια μορφή θεωρείται ο Ιησούς Χριστός.
Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Στο ευαγγέλιο του Ιούδα ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται να φέρεται στους μαθητές του, πλην του Ιούδα, με υπεροψία και ειρωνεία. Τους κατηγορεί ότι πιστεύουν σε ένα ψεύτικο θεό και ειρωνεύεται την άγνοιά τους για τα πνευματικά ζητήματα, ενώ εκείνοι από την πλευρά τους συνεχώς τον παρανοούν. Ως πρόσωπο ο Ιησούς ταυτίζεται με τον Σηθ, το γιο του Αδάμ, ο οποίος θεωρείται ουράνιος και αιώνιος άνθρωπος. Ο Ιησούς θεωρείται ότι προέρχεται από το ουράνιο βασίλειο της ανώτερης θείας δυνάμεως ονόματι Βαρβηλώ. Το ανθρώπινο σώμα του είναι απλώς το ένδυμα, το οποίο θα εγκαταλείψει τελικά πάνω στο Σταυρό. Γι’ αυτό και ο ίδιος προτρέπει τον Ιούδα να τον προδώσει, ώστε πεθαίνοντας να μπορέσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της ύλης.
Ο Ιούδας, ο μόνος εκπεσών μαθητής σύμφωνα με τα κανονικά ευαγγέλια, προβάλλεται εδώ ως ο τέλειος μαθητής και άνθρωπος, σε αντίθεση προς τους υπόλοιπους μαθητές. Για το λόγο αυτόν λαμβάνει τον αριθμό 13, δέχεται κατ’ ιδίαν από τον Ιησού την αποκάλυψη των θείων μυστηρίων και λαμβάνει την αληθή Γνώση εισερχόμενος σε ένα φωτεινό σύννεφο.
Το ευαγγέλιο του Ιούδα δεν έχει καμία σχέση με τον αυστηρό μονοθεϊσμό, την αντίληψη περί της ενότητας της δημιουργίας και την κοινή σε Ιουδαίους και Χριστιανούς αντίληψη για τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα. Κατά το κείμενο αυτό υπάρχουν πολλοί θεοί και μια ανώτερη θεία δύναμη, η προαναφερθείσα Βαρβηλώ. Οι θεοί συγχέονται με τους αρχαγγέλους και τους αγγέλους, και αυτοί με τα άστρα, τα οποία θεωρούνται αγγελικά όντα. Ο Ιαλδαβαώθ και ο Ελ (= Θεός στα εβραϊκά) είναι κατά το ευαγγέλιο του Ιούδα κατώτεροι θεοί ή άγγελοι. Κάθε τάξη στην ιεραρχία των ουράνιων όντων δημιουργεί την αμέσως κατώτερη. Ακόμη και ο άνθρωπος λαμβάνει το πνεύμα του από τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ. Και στον ουρανό υπάρχουν πολλές διαστρωματώσεις, των οποίων η δημιουργία θεωρείται κατάπτωση από την ανώτερη θεϊκή κατάσταση. Τα άστρα θα καταστραφούν μαζί με ολόκληρη τη δημιουργία. Ο θάνατος του γνωστικού θεωρείται λύτρωση από τα δεσμά του σώματος και του δίνει τη δυνατότητα να επανέλθει στην ουράνια σφαίρα, από την οποία προήλθε. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ανάσταση του Χριστού και γενικώς των ανθρώπων. Η ύλη δεν έχει καμία αξία και πρέπει να εξαλειφθεί, ώστε να ελευθερωθούν οι ψυχές.
Τέλος, το ευαγγέλιο του Ιούδα αποτελεί σαφέστατα απόπειρα δυσφημίσεως της χριστιανικής Εκκλησίας και δικαιώσεως του Γνωστικισμού. Αυτά που θα κηρύξουν οι μαθητές του Ιησού μετά τον σταυρικό θάνατό του δεν θα έχουν καμία σχέση με την αληθή Γνώση, την οποία μόνον ο Ιούδας κατέχει. Οι Χριστιανοί παρουσιάζονται ανήθικοι, αφού κατηγορούνται μεταξύ άλλων ότι θυσιάζουν τα ίδια τους τα παιδιά και ότι έχουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Παρά το ότι επικαλούνται τον Ιησού, τον έχουν πλήρως παρανοήσει και ανήκουν σε μια γενεά, η οποία οδηγείται αμετάκλητα στην απώλεια. Μόνος ο Ιούδας ξεχωρίζει από την παρούσα γενεά και γι᾽ αυτό θα συκοφαντηθεί τελικά από τους Χριστιανούς.
Βάσει των ανωτέρω είναι απολύτως σαφές ότι το ευαγγέλιο του Ιούδα δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική αλήθεια σχετικά με τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Η γλώσσα και οι παραστάσεις του αποτελούν μια ανιστόρητη και αφελή απόπειρα συνδέσεως του γνωστικού μύθου με το βίο και το πρόσωπο του Ιησού. Η εύρεση λοιπόν του χειρογράφου που διασώζει το κείμενο αυτό αποτελεί όντως αξιόλογη ανακάλυψη, όχι όμως για τη ζωή του Ιησού Χριστού ή για την ιστορία του αρχέγονου Χριστιανισμού. Για τα θέματα αυτά τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων αποτελούν μοναδικές και αναντικατάστατες πηγές. Το ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζει ενδιαφέρον αποκλειστικά και μόνο σε αναφορά προς τις αντιλήψεις του χριστιανικού Γνωστικισμού του δεύτερου αιώνα μ.Χ., και την πολεμική του εναντίον της χριστιανικής Εκκλησίας. Ακόμη όμως και σ’ αυτόν τον τομέα δεν προσθέτει καμία σημαντική πληροφορία στις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μας, πέρα του ότι επιχειρεί να ηρωοποιήσει τον Ισκαριώτη Ιούδα ώστε να τον χρησιμοποιήσει υπέρ των γνωστικών θέσεων.
Χρήστου Καρακόλη
Επίκουρου Καθηγητή
Θεολογικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών
|