Επίκαιρα θέματα

Νέες στρατηγικές στο χώρο της ανώτατης παιδείας.
Από το κλασικό στο σύγχρονο πανεπιστήμιο

Του Διαμαντή Μπασάντη

(Στοιχεία από το κείμενο «Η έρευνα στα σύγχρονο πανεπιστήμιο», των Γιώργου Τσαμασφύρου, καθηγητή ΕΜΠ, και Δρ Διαμαντή Μπασαντή, ειδικού συνεργάτη ΕΜΠ. Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο-έρευνα του ΕΜΠ «Το Πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα» - υπεύθυνος έρευνας Γ. Τσαμασφύρος, επιμελητής Δ. Μπασαντής - εκδόσεις Παπαζήση, 2000).



    Έτος κινητοποιήσεων για την παιδεία αυτό που διατρέχουμε. Μόνο που στην Ελλάδα οι κινητοποιήσεις είναι εκτός εποχής και εκτός πραγματικότητας. Η ακραία συντηρητική συντεχνία που ελέγχει τους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς των ΑΕΙ έθεσε ως στόχο της ύπαρξης της την οπισθοδρόμηση των ελληνικών πανεπιστημίων. Και εν μέρει το έχει επιτύχει η ακραία συντήρηση μιας γερασμένης «προόδου» («ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες» θα λέγαμε παραφράζοντας τον Σεφέρη).

    Αυτές οι «μαραγκιασμένες ψυχές» βουτηγμένες στις «δημόσιες αμαρτίες» τους αρνούνται κάθε αλλαγή. Αγνοούν πως το κλασικό ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, που ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα, έχει ήδη αλλάξει. Υπερασπίζονται τον αναχρονισμό, την οπισθοδρόμηση και την άγνοια, ενώ μπροστά τους ο κόσμος αλλάζει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

    Οι ρίζες του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου πηγαίνουν πίσω στον Μεσαίωνα. Από τότε οι επιστήμες που διδάσκονταν σε αυτό αυξήθηκαν σταδιακά μετά τον Διαφωτισμό υπήρξε μια τομή και μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στη διδασκαλία και στην έρευνα. Η έρευνα ήταν το νέο στοιχείο που έφερε ο Διαφωτισμός. Και το πανεπιστημιακό άσυλο. Αυτό το τελευταίο εδραιώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα σε μια προσπάθεια να μην επεμβαίνει η θρησκεία ή απολυταρχική εξουσία στη διακίνηση των απόψεων, στη μη ποινικοποίηση των ιδεών, στην ανεξαρτησία της έρευνας.

    Το δυτικό πανεπιστήμιο άλλαξε σημαντικά στη διάρκεια του 19ου αιώνα μέσα από την τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη που έλαβε χώρα με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση (εισαγωγή του ηλεκτρισμού στην παραγωγή). Πυρήνας αυτής της εξέλιξης ήταν η έρευνα. Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αναδείχθηκαν μέχρι το 1945 στην πρωτοπορία των νέων εφαρμογών του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού.

    Όμως παρά τις αλλαγές και τον διαχωρισμό της έρευνας σε ορισμένες περιπτώσεις η αποστολή και οι αξίες του κλασικού πανεπιστημίου, σε ολόκληρη αυτή την περίοδο, ήταν πολύ λίγο συνδεδεμένες με την οικονομία αλλά και την απασχόληση των αποφοίτων του. Οι πρακτικές εφαρμογές της γνώσης ήταν ελάχιστες, καθώς τόσο η διδασκαλία όσο και η έρευνα ελάχιστα ανταποκρίνονταν στα πρακτικά προβλήματα της βιομηχανίας και της κοινωνίας.

    Με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου εισέρχονται οι οικονομολόγοι στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης με στόχο να δημιουργηθούν τα στελέχη που θα αναλάμβαναν την ανοικοδόμηση ενός κόσμου κατεστραμμένου από τον μεγάλο πόλεμο.

    Η έκρηξη των νεανικών κινημάτων με την ολοκλήρωση της πρώτης μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης του δυτικού κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 δημιουργεί τις συνθήκες για μια αναδιάταξη προς μια περισσότερο «κοινωνιολογική» και «αντι-οικονομική» διάρθρωση του εκπαιδευτικού χώρου. Η αναδιάταξη έχει ως αιχμή ορισμένα δυτικά πανεπιστήμια και κατόπιν επεκτείνεται σταδιακά και σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης.

    Αυτό συμβαίνει γιατί ο χώρος της εκπαίδευσης είναι ίσως ο πλέον «αριστοκρατικός» και οι όποιες αλλαγές στην παιδεία πάντα ξεκινούν από τα πάνω. Κι αυτό γιατί η γνώση δεν δημιουργείται στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά στις ανώτερες. Και φυσικά από εκεί ξεκινούν οι αλλαγές και διαχέονται σταδιακά σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα. Το καταστροφικό Μαοϊκό πείραμα της «πολιτιστικής επανάστασης» με την κατάργηση των πανεπιστημίων απέδειξε τη διαχρονική αλήθεια των παραπάνω τόσο γνωστών και από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας.

    Όμως η «κοινωνιολογική» προσέγγιση της εκπαίδευσης γρήγορα κατέρρευσε από το βάρος των υπερβολών της. Μεγάλα πανεπιστήμια άνοιξαν τις πόρτες τους σε όλους και γρήγορα βρέθηκαν στο εκπαιδευτικό κενό γιατί τα πτυχία τους υποβαθμίστηκαν, καθώς η απόφοιτοί τους ελάχιστες επαγγελματικές ή εξειδικευμένες δεξιότητες αποκτούσαν πλέον. Την ίδια στιγμή η εξέλιξη της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (εισαγωγή των Η/Υ στην παραγωγική διαδικασία) άλλαξε δραματικά κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 τις δυτικές κοινωνίες. Η τεχνολογία και η οικονομία ξαναβρέθηκαν στο κέντρο των παγκόσμιων εξελίξεων. Η διεθνοποίηση-παγκοσμιοποίηση των αγορών μέσα από την είσοδο στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη νέων μεγάλων χωρών-παραγωγών και αντίστοιχων αγορών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κλπ) άλλαξε και τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας φέρνοντας τις δυτικές χώρες μπροστά στην ανάγκη να εξειδικεύσουν ακόμα περισσότερο τις οικονομίες τους ώστε να σταθούν με αξιώσεις στο νέο περιβάλλον που εν μέρει οι ίδιες δημιούργησαν.

    Έτσι, το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα εμφανίζεται πια ένα νέο διαφορετικό μοντέλο πανεπιστημίου στη Δύση. Πρόκειται για ένα πανεπιστήμιο που αν και διατηρεί αρκετά από τα κλασικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού μοντέλου εντούτοις αναζητά μια πιο στενή σχέση της κοινωνίας με την οικονομία. Και αυτό επιχειρείται με την τεχνολογική έρευνα και την εφαρμοσμένη γνώση που στόχο έχει τη λύση οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η έρευνα πλέον διαχωρίζεται σε βασική, εφαρμοσμένη και αναπτυξιακή.

    Το νέο πανεπιστήμιο που αναδείχθηκε από την επίδραση της αγοράς στο τέλος του 20ου αιώνα άρχισε να αντιμετωπίζει τους σπουδαστές του, τις εθνικές κυβερνήσεις, την αγορά, ως «χρήστες» και «πελάτες» των υπηρεσιών που προσφέρει. Για να μπορέσει να σταθεί στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον το δυτικό πανεπιστήμιο βρέθηκε στην ανάγκη να εντείνει την έρευνα και να προσφέρει συγκεκριμένες υπηρεσίες ποιότητας. Να δημιουργήσει νέα τεχνολογικά πεδία και να μεταφέρει την τεχνολογική γνώση στην αγορά και στην κοινωνία ώστε να εξυπηρετήσει το εκάστοτε εθνικό οικονομικό και κοινωνικό πλεονέκτημα. Στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες τα πανεπιστήμια τους είναι κλάδοι αιχμής που παίζουν σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη τους.


    Το παλιό και το νέο

    Σήμερα η ανώτατη εκπαίδευση διεθνώς καθοδηγείται από τις μεγάλες δυνάμεις που αλλάζουν την κοινωνία. Και τέτοιες είναι η διεθνοποίηση (με την επιτάχυνση των μεταφορών και των επικοινωνιών), η οικονομία (παράγων καθοριστικός στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον), η τεχνολογία (που αλλάζει με δραματικό τρόπο και συνεχώς όλα γύρω μας), οι περιβαλλοντικές μεταβολές (που αναδεικνύουν νέα πεδία έρευνας και εφαρμογών), η νέες αντιθέσεις (μεταξύ διεθνούς ολοκλήρωσης και τοπικών ιδιαιτεροτήτων που αναδιατάσσουν τον παγκόσμιο χάρτη) κλπ.

    Το παραδοσιακό πανεπιστήμιο, όπου ακόμα υπάρχει, αλλά και το σύγχρονο πανεπιστήμιο, τείνουν συχνά να συγκλίνουν γύρω από τις ανάγκες και την εξυπηρέτηση της κοινωνίας. Ανάγκες και εξυπηρέτηση που οδηγούν στην ένταση της γνώσης, στην ταχύτατη αύξηση των επιστημονικών υπηρεσιών, στη διεύρυνση των επαγγελματικών σπουδών. Έτσι, πολλά, λοιπόν, από τα παραδοσιακά πανεπιστήμια βρέθηκαν στην ανάγκη να προσδιορίσουν εκ νέου το ρόλο τους για να συμμετάσχουν στον ταχέως εξελισσόμενο κόσμο μας. Κάποια από αυτά τα πανεπιστήμια επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους στα πεδία της έρευνας και άλλα στην παροχή μαζικής εκπαίδευσης.

    Για παράδειγμα από τα 3600 περίπου πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ μόνο τα 200-250 είναι αναγνωρισμένα ερευνητικά πανεπιστήμια (Carnegie classification). Σε αυτά τα ιδρύματα εκπονείται το 90% των διδακτορικών των Ηνωμένων Πολιτειών σε διάφορα ερευνητικά πεδία της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και βέβαια είναι αυτά που λαμβάνουν τις πολύ μεγάλες επιχορηγήσεις που κατευθύνονται στην έρευνα.

    Τα υπόλοιπα χρησιμεύουν ώστε να εκπαιδεύουν μαζικά τους σπουδαστές τους ώστε να αποκτήσουν και να τους δίνουν τη δυνατότητα ώστε να ανταποκρίνονται και να εξελίσσονται σύμφωνα με τις μεγάλες ανάγκες της νέας εποχής. Επιπλέον, ο ρόλος της γνώσης στην κοινωνία που είναι διασυνδεδεμένη με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές καθιστά μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση συχνά αναγκαία και σε ηλικίες μεγαλύτερες.

    Ανάμεσα, λοιπόν, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα υπάρχει πλέον σαφής διαφοροποίηση ως προς τους στόχους, τις επιδιώξεις και τους σπουδαστές που προσελκύουν. Από τη μια πλευρά έχουμε μια σειρά από σύγχρονα πανεπιστήμια που στοχεύουν στην έρευνα και στις χρηματοδοτήσεις που αυτή φέρνει και από την άλλη έχουμε πιο παραδοσιακά ιδρύματα που στόχο έχουν τη διδασκαλία και τη μαζική εκπαίδευση. Είναι προφανές πως σε όλες τις περιπτώσεις είναι η οικονομία που οδηγεί στην εξειδίκευση και των ΑΕΙ.


    Το πανεπιστήμιο και η έρευνα στον 21ο αιώνα

    Σύμφωνα με όλα τα διεθνή στοιχεία η πανεπιστημιακή έρευνα συνεισφέρει πολύ λίγο στο σύνολο της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ στις πέντε μεγαλύτερες, από άποψη έρευνας, χώρες του κόσμου, οι οποίες είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, όλα σχεδόν γίνονται μέσα από τα ερευνητικά προγράμματα των μεγάλων εταιρειών. Μόνο το 15% των ερευνητικών προγραμμάτων σε αυτές τις πέντε χώρες διεξάγεται μέσα στα πανεπιστήμια.

    Στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό έρευνας που διεξάγεται στα πανεπιστήμια τους φτάνει μεταξύ 25% και 30%. Μόνο στη βασική έρευνα τα πανεπιστήμια έχουν μια σημαντική συνεισφορά στις πέντε μεγάλες χώρες φτάνοντας και ξεπερνώντας το 60% του συνολικού ερευνητικού έργου. Η βασική έρευνα στα πανεπιστήμια αυτών των χωρών καλύπτει το 50% του συνολικού ερευνητικού τους έργου. Όμως όπως δείχνουν τα πράγματα μεγάλο μέρος της δραστηριότητας τους στον χώρο της έρευνας κυμαίνεται μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας (OECD, Report 1999).

    Από την προηγούμενη ανάλυση διαπιστώνουμε πως τα περισσότερα πανεπιστήμια στις χώρες του ΟΟΣΑ στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα θα βρεθούν από ερευνητικής άποψης σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση. Η έρευνα στα καλύτερα εξ αυτών ολοένα και περισσότερο θα εξαρτάται αποκλειστικά από τις κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ο μέσος όρος της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα στην πανεπιστημιακή έρευνα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 5%.

    Ακόμα και στην περίπτωση των αγγλικών και των αμερικανικών πανεπιστημίων, που παραδοσιακά έχουν μεγάλη σχέση και συνάφεια με τον ιδιωτικό τομέα, η έρευνα τους κατά μεγάλο ποσοστό θα λαμβάνει χώρα με κρατικά κεφάλαια. Το πρόβλημα είναι πως το σύγχρονο κράτος με τις τόσες πολλές και στρατηγικές λειτουργίες δεν έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τα τεράστια κονδύλια που χρειάζονται πλέον για τη σύγχρονη έρευνα. Και εκεί πλέον αρχίζει το πρόβλημα. Τα σύγχρονα πανεπιστήμια για να παραμείνουν στην πρωτοπορία των εξελίξεων χρειάζονται κονδύλια για την έρευνα. Μόνο που πλέον την εφαρμοσμένη έρευνα τη διεξάγουν στους περισσότερους τομείς οι εταιρείες (π.χ. αεροναυπηγική, διαστήματος, νανοτεχνολογίες, φαρμακοβιομηχανίες, ιατρική τεχνολογία κλπ).

    Οι τάσεις που έχουν διαμορφωθεί στα όρια 20ου και 21ου αιώνα οδηγούν στο να διαμορφώσουν, τουλάχιστον για τα χρόνια που έρχονται, έναν κόσμο όπου η ένταση και η συγκεντροποίηση της έρευνας θα συνδυαστεί με την αύξηση της εξειδίκευσης. Ο ανταγωνισμός στον χώρο της έρευνας ακόμα και μεταξύ πανεπιστημίων θα αυξηθεί σε διεθνές επίπεδο. Τόσο τα πανεπιστήμια των χωρών μελών του ΟΟΣΑ όσο και αυτών που δεν συμμετέχουν στον οργανισμό θα εντείνουν τις προσπάθειες τους για να επιβιώσουν μέσα σε ένα ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

    Κανείς δεν μπορεί να πει μετά βεβαιότητας το πώς αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν τα ΑΕΙ στις ερχόμενες δεκαετίες. Όμως αυτό που σίγουρα μπορεί να δει κανείς είναι πως οι αλλαγές έρχονται και είναι πολλές. Η αναγκαία, σε αρκετές περιπτώσεις διεθνής συνεργασία στον χώρο της έρευνας (π.χ. του διαστήματος κλπ), δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της. Και βέβαια αυτός ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της έρευνας γίνεται ακόμα μεγαλύτερος αν αναλογιστεί κανείς το ότι η οι πηγές της χρηματοδότησης είναι δεδομένες.

    Τέλος, μια από τις εξελίξεις που ήδη αλλάζει και την κρατική παρέμβαση είναι η συγκεντροποίηση της έρευνας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αυτό σε συνδυασμό με την εμφάνιση συνεχώς νέων επιστημονικών πεδίων οδηγεί διαρκώς σε μια συνεχώς επαναξιολογούμενη και αναδιατασσόμενη τοποθέτηση και αξιοποίηση τόσο των εθνικών όσο και διεθνών οικονομικών πόρων που διατίθενται.

    Οι κυβερνήσεις, οι κοινωνίες, αλλά και τα πανεπιστήμια τους, βρίσκονται πλέον μπροστά σε μια ακόμα πολιτική πρόκληση. Αν αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα μεγάλα ερευνητικά κέντρα και προγράμματα τους τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο θα έχουν πετύχει να ανοίξουν με δική τους πρωτοβουλία νέους δρόμους στην έρευνα και θα έχουν αναβαθμίσει τα πανεπιστήμια. Άλλως θα ακολουθήσουν, είτε το θέλουν είτε όχι, τις κατευθύνσεις που θα δίνουν τα μεγάλα κεφάλαια που διατίθενται πλέον για την εφαρμοσμένη έρευνα στον ιδιωτικό τομέα.




 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004




WebDesign by TemplatesBox