Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους



Γεώργιος Ηλ. Κρίππας

Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου


Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας εις τας χώρας - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(παλαιάς και νεοεισελθούσας το έτος 2004)

ΝΕΕΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ ΤΗΣ Ε. Ε.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ - EΚΚΛHΣIAΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΟΣΦΑΤΩΣ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΑΣΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ Ε.Ε. ΔΕΚΑ ΝΕΑΣ ΧΩΡΑΣ

Ως γνωστόν το έτος 2004 προσεχώρησαν εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν δέκα νέα κράτη. Βεβαίως αι περί των εις αυτά σχέσεις κράτους - Εκκλησίας πηγαί είναι είναι εκτενείς και ως εκ τούτου θα προσπαθήσωμεν να δώσωμεν μίαν πλήρη εικόνα και διά τα κράτη ταύτα βασιζόμενοι κυρίως εις το εξόχως σπουδαίον, αναλυτικόν και προσφάτως κυκλοφορήσαν σύγγραμμα (το έτος 2005) υπό τον τίτλον “DAS RECHT DER RELIFIONSGEMEINSCHAFTEN IN MITTEL-, OST- UND SÜD EUROPA» εκδοθέν υπό των Γερμανών Πανεπιστημακών καθηγητών Lienemann και Reuter, εις το οποίον συνεργάζονται πλήθος καθηγητών και λοιπών ειδικών επιστημόνων. Επίσης το έργον "LΕ STATUT DES CONFESSIONS RELIGIEUSES DES ETATS CANDIDATS Α L´UΝΙΟΝ ΕUROΡΕΕΝΝΕ", εκδοθέν υπό την διεύθυνσιν FRANCIS MESSNER και υπό του Πανεπιστημίου του Μιλάνου, και του Ινστιτούτου Εκκλησιαστικού Δικαίου επίσης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μιλάνου εν συνεργασία με το Πανεπιστήμιο RΟΒΕRΤ SCHUMAN του Στρασβούργου και του Eθνικoύ Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CΕΝΤRΕ ΝΑΤΙΟΝΑL DES RECHERCHES SCIENTIFIQUES), και εις άλλα έργα μεταξύ των οποίων και η πολύ αξιόλογη μελέτη του S c h a n d a, "STAAT UND KIRCHE ΙΝ DΕΝ BEITRITTSLÄNDER ZUR EUROPÄISCHEN UNION" η οποία δημoσιεύεται εις το περ. KIRCHE UΝD RECHT 2003 σελ. 117 επ.

Επί του προκειμένου επομένως θα πρέπει να παρατηρηθούν τα κάτωθι επί των νεoεισελθέντων ε ι ς την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν δέκα νέων κρατών το έτος 2004:


15. OΥΓΓΑΡΙΑ

Είναι ακόμη εν ισχύϊ το Σύνταγμα, που ίσχυε επί κομμουνιστικού καθεστώτος, το οποίον βεβαίως θεσπίζει τον χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας.(§ 40 εδαφ. 3). Δεν είναι επομένως δυνατόν να προσφύγουμε εις το Σύνταγμα, διά να διαπιστωθή, τι καθεστώς ισχύει εν προκειμένω. Ανατρέχομεν ,ως εκ τούτου εις άλλας πηγάς, ήτοι: α) Η Ουγγαρία συνήψε ( 1990, 1994 και 20.6.1997) τρεις συμφωνίες με το Βατικανό. Μεταξύ των άλλων διά των εν λόγω συμφωνιών προβλέπεται, ότι νόμοι αφορώντες την Εκκλησία πρέπει να υπόκεινται εις τον Kώδικα Εκκλησιαστικού Δικαίου(CΟDΕΧ JURIS CΑΝΟΝICI).Τούτο σημαίνει ότι ο νόμος αναγνωρίζει την υπεροχή της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία και έλαβε θετική στάση έναντι του νόμου, περί θρησκευτικής ελευθερίας ( LE STATUT DES CONFESSIONS ενθ' αν. σελ. 67). Επίσης διά των συμφωνιών τούτων προβλέπεται η σύσταση σώματος στρατιωτικών ιερέων, η χρηματοδότηση της Καθολικής Εκκλησίας κ.λ.π. ομοίως S c h a n d a, Das Recht der Religionsgemeinschaften in Ungarn, εις Linemann-Reuter, 2005 σελ. 557 επ.) Περαιτέρω ο ουγγρικός νόμος CXXIV/1997 εις την παράγραφον 7 προβλέπει κρατικήν χρηματοδότηση της Εκκλησίας εκ του κρατικού προϋπολογισμού (LΕ STATUT ενθ'αν. σελ.82 S c h a n d a σελ. 554 και 557). Το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας ταύτης έχει δεχθή εξ άλλου, ότι εις το κράτος πρέπει να αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριον εκτιμήσεως (ΜARGIN OF APPRECIATIΟΝ, LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 83), το οποίον του παρέχει το δικαίωμα διαφορετικής εκτιμήσεως ορισμένων θρησκειών έναντι άλλων. Το έτος 1996 διά του νόμου CXXIX/1996 προεβλέφθη, ότι το 1% των δηλουμένων εις την Εφορίαν εσόδων τoυς (το 0,8% από το έτος 2003, S c h a n d a, σελ. 558) δύνανται oι Ούγγροι φορολογούμενοι να το διαθέτουν υπέρ της εκκλησίας, το κράτος δε αναλαμβάνει να χρηματοδοτή μέχρι 0,5% των εσόδων εκ φόρου εισοδήματος προς οικονομικήν ένισχυση της Εκκλησίας, καθ’ ην έκταση δεν επαρκούν τα ως άνω έσοδα εκ του εισοδήματος των φορολογουμένων (LΕ STATUT ενθ’ αν. σελ. 81). Από του έτους 2002 αι μεγάλαι Εκκλησίαι λαμβάνουν επί πλέον κρατικήν χρηματοδότησιν διά τας ποιμαντικάς των υπηρεσίας, που προσφέρουν εις δημόσια ιδρύματα (φυλακαί, νοσοκομεία κ.λ.π.), ως ειδικώς αναφέρει ο Schanda (ενθ’ αν. σελ. 560). Επίσης λαμβάνουν χρηματοδότησιν και εκ των Δήμων (αυτόθι σελ. 560) . Τέλος απολαύουν πλήθους φορολογικών απαλλαγών (σελ. 560), καθώς και απαλλαγών δικαστικών εξόδων, φόρου κληρονομίας κ.λ.π. (σελ. 561)

Οι υπάρχουσες εις την Ουγγαρία εκκλησίες (πλην της Kαθολικής, η οποία αναγνωρίζεται αυτομάτως δ’ απλής δηλώσεώς της , βλέπε S c h a n d a, . 553) πρέπει να τυγχάνουν ανεγνωρισμένες υπό του κράτους κατόπιν ειδικής διαδικασίας και εγγραφής των εις ειδικόν βιβλίον και εφ' όσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και προς τον νόμον. Η αναγνώρισις των εκκλησιών γίνεται από τα τοπικά δικαστήρια κατά διαδικασίαν ομοίαν με την αναγνώριση των σωματείων και των πολιτικών κομμάτων (LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 69, ομοίως S c h a n d a, σελ. 552). Περαιτέρω οι εκκλησίες πρέπει να σέβωνται και να μην παραβιάζουν τους κανόνες της δημοσίας τάξεως, της υγείας, της ηθικής και των δικαιωμάτων του άλλου. Επειδή όμως υπήρξαν σοβαρώτατα προβλήματα με τας αιρέσεις, ιδία με την των σαηεντoλόγων, ορισμένοι βουλευταί επρότειναν εις την Βουλήν, όπως ως κριτήριον αγνωρίσεως των θρησκειών ορισθή ελάχιστος αριθμός μελών 10.000 άτομα και διάρκεια υπάρξεως τουλάχιστον 100 χρόνια (LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 71). Ειδικώς διά τους Σαηεντολόγους ο Schanda (σελ. 552-553) αναφέρει, ότι υπό των εθνικών υπηρεσιών ασφαλείας της Ουγγαρίας οι εν λόγω έχουν χαρακτηρισθή ως επικίνδυνοι διά την δημοσίαν ασφάλειαν.

Αν μία εκκλησία αναγνωρισθή κατά τον ως άνω (δικαστικόν) τρόπον η εκτελεστική εξουσία υποχρεούται, να παρακολουθεί την συμμόρφωσή της προς τον νόμον. (SCΗΑΝDΑ, ενθ΄αν. σελ. 122).

Εις την Ουγγαρίαν διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών (LΑ STATUT ενθ αν. σελ. 73 επ. S c h a n d a, σελ. 554), η δε Εκκλησία δικαιούται, να διδάσκει το μάθημα των θρησκευτικών εις τα σχολεία, εφ όσον το ζητήσουν οι γονείς (νόμοι VI/1990 παραγρ. 17, LXXIX/1993 παρ, 4 και 10 - 3,LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 73). Οι διδάσκοντες κληρικοί ανήκουν μεν εις την Εκκλησίαν, μισθοδοτούνται όμως υπό του κράτους (LΕ STATUT ενθ αν. σελ 74, περαιτέρω S c h a n d a, σελ. 554. ). Αλλά και η Καθολική Εκκλησία δικαιούται να διατηρεί ιδικά της σχολεία (νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια), π.χ. το έτος 1998 η Καθολική Εκκλησία εις την Ουγγαρία διατηρούσε 69 νηπιαγωγεία, 168 δημοτικά σχολεία και 77 γυμνάσια-λύκεια με σύνολον φοιτούντων 64.000 μαθητάς (LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 75). Επί πλέον η Εκκλησία δικαιούται να ιδρύει και πανεπιστήμια, ως π.χ. το γνωστό Καθολικό πανεπιστήμιο PΕTER ΡΑSΜΑΝY (LΕ STATUT ενθ' αν. σελ. 76).

Κατόπιν των ανωτέρω (και πολλών άλλων παραλειπομένων χάριν συντομίας) πρέπει, να καταλήξω- μεν εις το συμπέρασμα, ότι εις την Ουγγαρίαν (παρά τας περί του αντιθέτου διακηρύξεις και παρά τα αναφερόμενα εις το Σύνταγμα) χωρισμός κράτους - Εκκλησίας δεν υπάρχει. Παραθέτουμε δε αυτούσιον το συμπέρασμα, εις το οποίον καταλήγει το πλειστάκις παραπεμπόμενων ως άνω έγκυρoν σύγγραμμα (LΕ STATUT ενθ αν.) και το οποίον έχει επί λέξει ως εξής "the Hungarian state provides favorable conditions for church activities to a much greater degree than in the case οf secular ("laique") france". Ο S c h a n d a (ενθ’ αν. Σελ. 562) αναφέρει, ότι η έννοια «χωρισμός» ερμηνεύεται στενώς (επί λέξει «strikte Interpretation der Trennung»). Επίσης περαιτέρω (σελ. 565) αναφέρει, ότι το Συνταγματικόν Δικαστήριον έκρινεν, ότι χωρισμός σημαίνει «συνεργασία κράτους- Εκκλησίας», την μορφήν της οποίας και καθώρισε (επί λέξει «Da das Verfassungsgericht das Verhältnis zwischen Staat und Kirche behandelt hat, setzt seine Auslegung zu beachtete Masstäbe bezüglich der Grundprinzipien des Verhältnisses von Staat und Kirche»). Ο ίδιος σ. αναφέρει περαιτέρω (αυτόθι σελ. 565-566), ότι ο υπό του Συντάγματος προβλεπόμενος χωρισμός έχει εξελιχθή εις μίαν συνεργασίαν (Kooperation) κράτους–Εκκλησίας η οποία αποτελεί θ ε σ μ ό ν. Βασίζει δε το δεδομένο αυτό εις πολλά σημεία, κυρίως εις το ότι το κράτος χρηματοδοτεί την Εκκλησίαν και παραλληλίζει το καθεστώς σχέσεων κράτους – Εκκλησίας εις την Ουγγαρίαν με το αντίστοιχον της Ιταλίας και Ισπανίας.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω έχομεν εν ακόμη παράδειγμα απτόν εκ της πράξεως κράτους, εις το οποίον ο χωρισμός κράτους – Εκκλησίας (καίτοι προβλεπόμενος ρητώς υπό του Συντάγματος) ουδέποτε εφηρμόσθη, αλλ’ εις την πράξιν εφηρμόσθη το εντελώς αντίθετον


16. ΕΣΘΟΝΙΑ

Το εσθoνικό κράτος εις την πράξη διακρίνει και αναγνωρίζει υπεροχήν των παλαιών παραδοσιακών εκκλησιών έναντι των νέων και των μεγάλων έναντι των μικρών. Η διάκριση αυτή υπάρχει παρά την αντίθετη διάταξη του Συντάγματος δηλ. η εν λόγω διάταξη πιθανόν να αντίκειται και εις το Σύνταγμα (το οποίον ομιλεί περί χωρισμού κράτους-Εκκλησίας) παρά ταύτα εις την πράξη ισχύει και εφαρμόζεται πανηγυρικώς και αποδεδειγμένως (LΕ SΤΑTUT ενθ' αν. σελ. 9). Μάλιστα εις την Εσθονίαν μία θρησκεία διά να αναγνωρισθή και να αποκτήσει νομικήν προσωπικότητα, οφείλει να τύχη εγκρίσεως του Υπουργείου Εσωτερικών και να εγγραφή εις ειδικόν βιβλίον (LΕ STATUT ενθ αν. σελ. 9). Εις την Εσθονίαν διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών εν συνεργασία κράτους και Εκκλησίας (LΕ SΤΑTUT ενθ' αν. σελ. 12). Και επειδή η Εσθονία εμφανίζεται υπό τινών ως κράτος πλήρους χωρισμού κράτους - Εκκλησίας παραθέτομεν αυτούσιον το σχετικόν απόσπασμα επί του προκειμένου εκ του ως άνω παραπεμπομένου συγγράμματος: "i1 semb1e qu' aujourd΄ hui 1es moda1ités de cooperation entre les Eg1ises et l' Etat pour 1e developpement de l' education religieuse .....". Εις την ιδίαν σελίδα (12) αναφέρoνται και οι βάσεις του μαθήματος των θρησκευτικών εις τα δημόσια σχολεία. Παραθέτομεν το σχετικόν απόσπασμα: "En Estonie 1es bases de l' enseignement religieux á l' éco1e pub1ique sont 1es suivantes:"

Ως αναφέρει ο S c h m i d t (Das Recht der Religionsgemeinschafen in Estland, εις Liermann-Reuter, ενθ’ αν σελ. 171), το άρθρον 40 του εσθονικού Συντάγματος παρ’ ότι αναφέρει, ότι δεν αναγνωρίζεται κρατική εκκλησία εν τούτοις δεν εισάγει αυστηρόν χωρισμόν κράτους.- Εκκλησίας (επί λέξει «eine strikte Trennung von Kirche und Staat ist dagegen in der estnischen Verfassung nicht vorgesehen»). Προσθέτει δε ότι η επικρατούσα θρησκεία (ευαγγελική-λουθηρανή) ευρίσκεται εις στενήν συνεργασίαν μετά του κράτους (σελ. 172) εις πολλούς τομείς π.χ. εις την διακονίαν, εις το μάθημα των θρησκευτικών κ.λ.π. (αυτ΄θι σελ. 172)

Επικαλούμεθα επίσης προς τούτο το ΑD HOC έργον της ΜΕRΙLΙΝ KIVIORG υπό τον τίτλον "SΤΑΤΕ ΑΝD CHURCH ΙΝ ΕSΤΟΝΙΑ" (εις LΕ SΤΑTUT ενθ αν. σελ. 115 επ.). από το οποίον αντλούμε τις εξής ειδικώτερες πληροφορίες:

α) Εις την σελ. 122 αναφέρει, ότι παρά τον υπό του Συντάγματος προβλεπόμενον χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας τούτο δεν ερμηνεύθηκε εις την διοικητικήν πρακτικήν ως χωρισμός αλλά ως συνεργασία κράτους - Εκκλησίας. Το σχετικόν απόσπασμα έχει ως εξής: "A1though the 1992 Constitution estab1ishes the separation of State and Church, this has not been interpreted in admi-nistrative practice as a very strict separation. The cooperation between state and Church has been accepted". Και επικαλείται πλείστα όσα σημεία εν προκειμένω π.χ. συνεργασία κράτους - Εκκλησίας εις ορισμένας υπηρεσίας, υπερέχουσα θέσις της Εσθονικής Λουθηρανής Εκκλησίας, η οποία χρηματοδοτείται υπό του κράτους (Εσθονικόν Συμβούλιον Εκκλησιών), υπάρχει δε και λειτουργεί επιτροπή εμπειρογνωμόνων, εις την οποίαν μετέχουν εκπρόσωποι του κράτους και της (επικρατούσης) Εσθονικής Λoυθηρανής Ευαγγελικής Εκκλησίας (σελ. 123), η oποία μάλιστα τυγχάνει νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου (σελ. 124). Ομοίως S c h m i d t (σελ... 183) Την ιδίαν πρoνομιακήν θέσιν με την εν λόγω Εκκλησίαν απολαύει επίσης και η ετέρα παραδοσιακή Εκκλησία της Εσθονίας, ήτοι η Εσθονική Ορθόδοξος Εκκλησία (σελ. 125), η οποία είναι επίσης νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου (σελ. 126), ως ορίζει ειδικώς ο νόμος περί Εκκλησιών.

β) Αι λοιπαί εκκλησίαι δεν αναγνωρίζονται αυτομάτως (ως αι ως άνω δύο παραδοσιακαί, επικρατούσαι Εκκλησίαι). Υποχρεούνται να ζητήσουν κρατικήν αναγνώρισιν δι' αιτήσεως των εις το Υπουργείον Εσωτερικών και να εγγραφούν εις ειδικόν βιβλίον, διά να αποκτήσουν νομικήν προσωπικότητα. Η αναγνώρισις δεν είναι αυτόματη. Απαιτείται δι' αυτήν προηγουμένη σύμφωνος γνώμη του αρμοδίου Υπουργού και επιτροπής εξ ειδικών (σελ. 127). Η εν προκειμένω RΑΤΙΟ του νόμου είναι ο εκ των προτέρων έλεγχος των σκοπών και επιδιώξεων των αιτουσών την αναγνώριση θρησκευτικών οργανώσεων. Παραθέτουμε δε εν προκειμένω λίαν χαρακτηριστικόν απόσπασμα προς απόδειξιν τούτου: "Όne possible of this provision is that the legislator wants to extend (ex ante) control over religious organisations" (αυτόθι σελ. 127). Συνεπεία τούτου ορισμένες αιτήσεις αναγνωρίσεως εκκλησίων απερρίφθησαν, όπως π.χ. η της Εσθονικής Χριστιανικής Εκκλησίας (λόγω του ότι ο τίτλος της ήταν πολύ γενικός), η της χριστιανικής εκκλησίας των πεντηκοστιανών κ.λ.π. (σελ. 128). Ως στοιχεία αναγνωρίσεως απαιτούνται ο σεβασμός των δημοκρατικών αρχών, η φανερά εσωτερική οργάνωση, η μορφή, η ιεραρχία κ.λ.π. (σελ. 131). Είναι χαρακτηριστικόν, ότι κατά το άρθρον 15(1) του Νόμου περί εκκλησιών του 1993, μόνον οι έχοντες λευκόν ποινικόν μητρώον δύνανται να ορίζονται μέλη των συμβουλίων διοικήσεως των εκκλησιών (σελ. 131).

γ) Ως προς την διδασκαλίαν του μαθήματος των θρησκευτικών (περί της οποίας ανεφέρθημεν ανωτέρω) επισημαίνομεν επί πλέον, ότι το μάθημα αυτό διδάσκεται ως υποχρεωτικόν, εφ' όσον δεκα-πέντε μαθηταί το ζητήσουν (σελ. 133). Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών έχει αποφασισθή, διότι εκρίθη, ότι ενδυναμώνει την εθνικήν ταυτότητα, συντελεί εις την ηθικήν ανάπτυξιν των μαθητών, προσφέρει τις προϋποθέσεις δι' όποιον επιθυμεί να επιλέξει θρησκευτική καριέρα (σελ. 134). Οι διδάσκαλοι δε του μαθήματος των θρησκετικών κατά τα 2/3 προτείνονται υπό της Εκκλησίας και κατά το 1/3 υπό του κράτους (S c h m i d t σελ. 175)

δ) Το εσθονικόν κράτος χρηματοδοτεί εκ του κρατ. προυπολογισμού την Εκκλησίαν, π.χ, το έτος 1999 και 2000 η χρηματοδότηση ανήλθε εις ποσόν αντιστοιχούν εις 250.000 γερμανικά μάρκα ανά έτος. Επίσης η Εκκλησία απολαύει απαλλαγής φόρου εισοδήματος (σελ. 135 - 136) Ομοίως Schmidt ( σελ. 182)

ε) Εις την Εσθονίαν ο θρησκευτικός γάμος αναγνωρίζεται ως ισόκυρος με τον πολιτικόν (S c h m i d t, σελ. 183) .

στ) Τέλος εις την Εσθονίαν υπάρχει σώμα στρατιωτικών ιερέων, ιερέων υπηρεσίας φυλακών και ιερέων νοσοκομείων (σελ. 137). Kατ΄ ακoλoυθίαν των ανωτέρω η Εσθονία αποτελεί έν ακόμη κράτος, όπου απαντάται κατ' ουσίαν όχι χωρισμός αλλά συνενωσις κράτους - Εκκλησίας παρά την αντίθετη διατύπωση του Συντάγ-ματος, η οποία παραμένει γράμμα νεκρόν.


17. ΤΣΕΧΙΑ

Ως κυρίαν πηγήν εν προκειμένω χρησιμοποιούμε, την ΑD HOC μελέτην του καθηγητού του πανεπιστημίου Πράγας JIRI RASMUND ΤRΕΤΕRΑ υπό τον τίτλον " THE PRINCIPLES OF STATE ECCLESIASTICAL LAW ΙΝ CZECH REPUBLIC (εις LΕ STATUT ενθ' αν. σελ. 137 επ.), Επομένως πάσα παραπομπή σελίδος μη αναφέρουσα πηγήν αφορά την ως άνω μελέτην. Ο νόμος περί Εκκλησιών είναι ο 308/1991. Βασικαί αρχαί του εν λόγω νόμου είναι αι εξής: Κάθε Εκκλησία πρέπει να τύχη κρατικής αναγνωρίσεως, διά να υπάρξει (σελ. 146 -147) και να εγγραφεί εις ειδικόν βιβλίον. Η άδεια λειτουργίας δίδεται υπό του υπουργείου Πολιτισμού κατόπιν συμφώνου γνώμης επιτροπής εξ ειδικών. Εν περιπτώσει καθ' ην αποδειχθεί, ότι κάποια εκκλησία παραβιάζει τον νόμoν, η άδεια ανακαλείται (σελ. 147). Μέχρι σήμερον (δηλ. μέχρι δημοσιεύσεως της ως άνω μελέτης) έχουν τύχει αναγνωρίσεως υπό του κράτους μόνον 21 εκκλησίαι. Ως πρώτη προϋπόθεσις αναγνωρίσεως είναι η αιτούσα εκκλησία να έχει τουλάχιστον 10.000 μέλη κατοικούντα εις την περιοχήν της Τσεχίας ή 500 μέλη εφ' όσον η αντίστoιχη εκκλησία είναι μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (σελ. 147). Ομoίως B r o z, (Das Recht der Religionsgemeinschaften in Tschechien, εις Linemann – Reuter, ενθ’ αν. σελ. 503 επ.). Διάταξις συνταγματική περί θρησκευτικής ελευθερίας δεν υπάρχει εις την Τσεχίαν. Αντ’ αυτής υπάρχει η § 2 του νόμου 3/2002 της 7.1.2002 «Περί της ελευθερίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων και περί του καθεστώτος των Εκκλησιών καθώς και τροποποιήσεως διαφόρων νόμων». Η εν λόγω διάταξις (ιδέ το κείμενόν της εις B r o z, ενθ’ αν. σελ. 502) αναφέρεται κατ’ αρχήν εις το δικαίωμα επί της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς και εις το μάθημα των θρησκευτικών. Σήμερον η ως άνω διάταξις δεν έχει εις καμμίαν περίπτωσιν την έννοιαν χωρισμού κράτους Εκκλησίας, αλλά την έννοιαν της συνεργασίας μεταξύ των δύο τούτων θεσμών.(ίδετε παράθεσιν χαρακτηριστικών ασποσπασμάτων εις το τέλος του παρόντος τμήματος) Προς απόδειξιν του δεδομένου τούτου παραθέτομεν αυτούσιον απόσπασμα εκ του προαναφερομένου έργου το οποίον πιστοποιεί πανηγυρικώς την τοιαύτην άποψιν και το οποίον έχει ως εξής: "The regime of state - church relations that we can call separation has never been practised οn the territory of Czech lands. Today the state......collaboretes with them (εννοεί την Εκκλησίαν) ίn many areas, so that one can ca11 this a cooperation model " (αυτόθι σελ. 146). Βλέπουμε λοιπόν άπαξ έτι έν ευρωπαϊκόν κράτος, εις το οποίον ουδείς χωρισμός κράτους -Εκκλησίας υπάρχει εις την πράξιν. Βεβαίως η επικρατούσα εις την Τσεχίαν Εκκλησία (η και έχουσα προνομιακήν θέσιν) είναι η Καθολική Εκκλησία. Η εν λόγω Εκκλησία λειτουργεί και οργανώνεται ελευθέρως, χωρίς την άδεια του κράτους (εν αντιθέσει προς άλλας Εκκλησίας, διά τας οποίας απαιτείται κρατική άδεια). Εις την Καθολικήν Εκκλησίαν περαιτέρω έχει αναγνωρισθεί διεθνής διπλωματική εκπροσώπησις. Προς τούτο διατηρεί διπλωματικάς σχέσεις μετά του Βατικανού εις επίπεδον ανταλλαγής Πρέσβεων (B r o z, εν’ αν. σελ. 505). .

Περαιτέρω ο νόμος 3/2002 εις την § 5 αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι δεν επιτρέπεται η ύπαρξη εκκλησίας, της οποίας η δραστηριότης προσκρούει εις τον νόμον ή αποτελεί απειλήν διά τας λοιπάς εκκλησίας (B r o z, ενθ’ αν. σελ. 504-505). Αρα πρέπει, να συμπεράνωμεν, ότι εις την Τσεχίαν ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. Επίσης ο νόμος απαγορεύει εις τας εκκλησίας, να παραβιάζουν τας αρχάς της δημοκρατίας ή να απειλούν την εδαφικήν ακεραιότητα του κράτους (B r o z, σελ. 503). Εις την Τσεχίαν διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών. (σελ. 150). Οι καθηγηταί και διδάσκαλοι του εν λόγω μαθήματος μισθοδοτούνται υπό του κράτους (σελ. 150). Οι διδάσκαλοι και καθηγηταί του μαθήματος των θρησκευτικών, διά να διορισθούν, πρέπει να έχουν την έγκρισιν της Εκκλησίας (σελ. 150). Εις την Τσεχίαν υπάρχουν τριών κατηγοριών σχολεία: αα) Σχολεία κρατικά ή ιδρυόμενα υπό των Δήμων, ββ) Σχολεία εκκλησιαστικά (ιδρυόμενα υπό της Εκκλησίας) και γγ) Σχολεία ιδιωτικά. Τα έξοδα λειτουργίας των εκκλησιαστικών σχολείων καταβάλλονται υπό του κράτους εξ ολοκλήρου. (σελ. 149). Το μάθημα των θρησκευτικών εις τα σχολεία διδάσκεται επί δύο ώρες την εβδομάδα (LE STATUT ενθ΄αν. σελ. 149).Διδάσκαλοι του μαθήματος των θρησκευτικών δύνανται, να διορίζωνται και κληρικοί (Β r o z, σελ. 506), θεωρείται δε η τοιαύτη διδασκαλία των εις τα σχολεία ως μέρος του ποιμαντικού των έργου (Β r o z, σελ. 506). Ως κύριον μάθημα των θρησκευτικών περιλαμβάνεται η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας (Β r o z, σελ.506).Υπάρχουν όμως και σχολεία της Προτεσταντικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εις τα οποία διδάσκεται η ύλη της ιδικής των θρησκείας. Αι λεπτομέρεια της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών ορίζονται διά της υπ’ αριθ. 36318/1997 εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας. Εις πάσαν δε περίπτωσιν ο τοπικός Σχολικός Διευθυντής συνεργάζεται με τον εκπρόσωπον της Εκκλησίας διά την ρύθμισιν των λεπτομερειών (Β r o z, σελ. 506). Κατά τα λοιπά ισχύει ο νόμος 29/1984. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι η Τσεχία (τότε Τσεχοσλοβακία) υπήρξεν η μόνη χώρα υπό κομμουνιστικόν καθεστώς, όπου το μάθημα των θρησκευτικών εδιδάσκετο μερίμνη βεβαίως των Εκκλησιών και όχι του κράτους (Β r o z, σελ. 505-506).

Εις την Τσεχίαν από του έτους 1990 και εφεξής το κράτος καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και κατά ένα μέρος τα έξοδα λειτουργίας των επικεφαλής γραφείων της Εκκλησίας, καθώς και τα έξοδα επισκευής των κτιρίων της Εκκλησίας (σελ. 151). Ως προς τους μισθούς των κληρικών το κράτος καταβάλλει ένα ποσόν εις την Εκκλησίαν, το οποίον καλύπτει εξ ολοκλήρου τους εν λόγω μισθούς (σελ. 152). Επίσης το κράτος καταβάλλει τους μισθούς των λαϊκών (μη κληρικών) υπαλλήλων των κεντρικών γραφείων της Εκκλησίας (σελ. 152). Περαιτέρω (όπως είπαμε) το κράτος καταβάλλει και τα έξοδα λειτουργίας των εκκλησιαστικών σχολείων, τα οποία το έτος 2000 ήσαν εκατόν δέκα (LE STAUT σελ. 180). Η κρατική χρηματοδότησις των Εκκλησιών προβλέπεται υπό του νόμου 16/1990 (B r o z, εν’ αν. σελ. 511). Τέλος πρέπει, να αναφερθή, ότι η Εκκλησία εις την Τσεχίαν απολαύει πλήρων φορολογικών απαλλαγών συμφώνως προς τον νόμον 586/1992 ( B r o z, ενθ’ αν. σελ. 511)

Εις την Τσεχίαν υπάρχει θρησκευτική υπηρεσία στρατού/κρατική ( οι στρατιωτικοί ιερείς είναι αξιωματικοί σελ. 153). Επίσης υπάρχει θρησκευτική υπηρεσία νοσοκομείων (σελ. 153).

Εις την Τσεχίαν ο θρησκευτικός γάμος αναγνωρίζεται ως ισόκυρος προς τον πολιτικόν, ως ειδικώτερον ορίζει ο νόμος 94/1996 (Β r o z, ενθ’ αν. σελ. 504 και 512).

Κατόπιν όλων των ανωτέρω εις την Τσεχίαν είναι εμφανές, ότι ο χωρισμός κράτους -Εκκλησίας ούτε υπάρχει, ούτε απαντάται, ούτε εφηρμόσθη ποτέ εις την πράξιν. Αντιθέτως υπάρχει λίαν στενή συνεργασία μεταξύ των δύο τούτων θεσμών εις επίπεδον μάλιστα ταυτίσεως, τα δε περί του αντιθέτου λεγόμενα στερούνται εντελώς βάσεως.

Παραθέτομεν προς τούτο δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα των ως άνω συγγραφέων και εις την ελληνικήν και εις το πρωτότυπον: α) Του B r o z (ενθ’ αν. σελ. 516) «Εν όψει των διαφόρων εκτιμήσεων μιάς σχέσεως μεταξύ κράτους και Εκκλησίας κατά την προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου εποχήν και επίσης σήμερον, μπορεί κανείς να ομιλήση περί ενός μοντέλλου συνεργατικού. Εις ορισμένας περοχάς αι ανεγνωρισμέναι θρησκευτικαί κοινότητες τυγχάνουν υποκείμενα του Δημοσίου Δικαίου» (και επί λέξει εις το πρωτότυπον: «Aufgrund der verschiedenen Ansätze eines Verhältnsses zwischen Staat und Kirche in der Zeit vor dem zweiten Weltkrieg und auch heute kann man von einer kooperativen Modell sprechen. In einiger Bereichen zeigen sich die registrierte Religionsgemeinschaften als Subjekte des öffentlichen Rechts»). Του T r e t e r a (ενθ’ αν σελ. 146): «Το καθεστώς σχέσεων κράτους – Εκκλησίας, το οποίον μπορούμε να αποκαλέσωμεν χωρισμόν, δεν εφηρμόσθη ποτέ εις την περιοχήν των χωρών της Τσεχίας . Σήμερον το κράτος …….. συνεργάζεται με αυτάς (εννοεί τας Εκκλησίας) εις πολλάς περιοχάς, ώστε θα μπορούσε αυτό να το αποκαλέσει κανείς ως έν μοντέλλον συνεργασίας» (και επί λέξει εις το πρωτότυπον: «This regime of state-church relations that we can call separation has never been practiced on the territory of Czech lands. Today the state ………collaborates with them in many areas, so that one can call this a cooperation model»).


18. ΠΟΛΩΝΙΑ

Διά την Πολωνίαν βασιζόμεθα κυρίως εις την ΑD HOC μελέτην του καθηγητού του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας ΜICHAL PIETAZAK υπό τον τίτλον "LE STAUT JURIDIQUE DES COMMUNAUTES RELIGIEUSES EN POLOGNE" (δημοσιευομένη εις LE STAUT ενθ΄ αν. σελ. 85 επ.), καθώς και εις την μελέτην του Α. Merkel, υπό τον τίτλον “Das Recht der Religionsgemeinschaften in Polen (δημοσιευομένην εις Liermann-Reuter, εν’ αν σελ. 329 επ.) .

Κατ’ αρχήν το Προοίμιον του πολωνικού Συντάγματος του 1997 αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Ο πολιτισμός, ο οποίος είναι ερριζωμένος εις την Χριστιανικήν κληρονομίαν του λαού και γενικώς εις τας ανθρωπίνους αξίας». Εκ της διατυπώσεως ατής ως πρώτη σκέψις που γεννάται, είναι ότι το πολωνικόν Σύνταγμα δεν ιδρύει έν άθεον αλλ’ εν Χριστιανικόν κράτος.

Το άρθρον 25 του πολωνικού Συντάγματος καθιερώνει την ισότητα μεταξύ των διαφόρων θρησκειών και την αμεροληψίαν έναντι αυτών των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και τον σεβασμόν της αυτονομίας των θρησκειών, εις δε την παρ. 4 αναφέρει επί λέξει: «Αι σχέσεις μεταξύ της Πολωνικής Δημοκρατίας και της Καθολικής Εκκλησίας καθορίζονται υπό του συναφθέντος διεθνούς συμφώνου μετά της Αγίας Εδρας και υπό του νόμου». Βλέπομεν λοιπόν, ότι ήδη υπό του Συντάγματος αναγνωρίζεται προέχουσα και προνομιακή θέσις διά την Καθολικήν Εκκλησίαν. Αρα εκ του Συντάγματος δεν προκύπτει χωρισμός κράτος – Εκκλησίας.. Αλλωστε η παρ. 5 του ιδίου άρθρου αναφέρει, αι σχέσεις του κράτους μετά των λοιπών Εκκλησιών ρυθμίζονται διά νόμου. Η δε παρ. 3 αναφέρει, ότι το κράτος συνεργάζεται μετά των Εκκλησιών διά το κοινόν καλόν. Ο Merkel άλλωστε αναφέρει, ότι η ως άνω συνταγματική διάταξις περιέχεται εις το κεφάλαιον του Συντάγματος υπό τον τίτλον «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και άρα αι Εκκλησίαι αποτελούν τμήμα της δημοσίας εξουσίας (ενθ’ αν σελ. 331). Αντιδιαστέλλει δε την ως άνω διάταξιν προς την του άρθρου 53 (το οποίον καθιερώνει το δικαίωμα επί της θρησκευτικής ελευθερίας) (σελ. 332). Επίσης πρέπει, μα επισημανθή, ότι ο νόμος της 17.5.1989 αναγνωρίζει εις την Εκκλησίαν το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά οποιουδήποτε νόμου εις βάρος της (της Εκκλησίας) (Merkel σελ. 333) Ο καθηγητής PIETRZAK αναφέρει (επικαλούμενος εκτενή βιβλιογραφίαν εις γλώσσαν πολωνικήν), ότι σκοπός του συνταγματικού νομοθέτου ήτο να δώση φιλικόν χαρακτήρα σχέσεων κράτους -Εκκλησίας (επί βάσεως συνεργασίας) (αυτόθι σελ. 98). Και προς απόδειξιν του ότι εις την πράξιν ουδείς χωρισμός κράτους -Εκκλησίας απαντάται, επισημαίνομεν τα κάτωθι λίαν χαρακτηριστικά αναφερόμενα εις την ως άνω AD HOC μελέτην:

α) Η αναγνώρισις των διαφόρων θρησκειών δεν είναι αυτόματη. Απαιτείται κρατική έγκρισις (σελ. 96) και εγγραφή εις κρατικόν βιβλίον, αφού πρωτίστως ελεγχθή η ύπαρξις των νομίμων προϋποθέσεων (αίτηση υπογεγραμμένη υπό 100 τουλάχιστον Πολωνών πολιτών, πληροφορίαι περί του δόγματός των, έδρα της οργανώσεως, καταστατικόν αυτής κ.λ.π. σελ. 96-97). Η αίτησις υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εσωτερικών και Διοικήσεως και η έγκρισις εγγράφεται εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον υπό των υπηρεσιών του εν λόγω Υπουργείου. Το ισχύον Σύνταγμα του 1997 καθορίζει την διαδικασίαν εγκρίσεως των θρησκευτικών οργανώσεων. Επί πλέον όμως καθορίζει ειδικώς δια την Καθολικήν Εκκλησίαν το καταστατικόν της συμφώνως προς διεθνή συνθήκην συναφθείσαν μεταξύ Πολωνίας και Βατικανού.

β) Εις την Πολωνίαν παρά τα ως άνω περί ισότητος μεταξύ των θρησκειών, αναγνωρίζεται πανηγυρικώς η υπερέχουσα θέσις της Καθολικής Εκκλησίας ( σελ. 92,93,94). Ακριβώς περί τούτου ο καθηγητής PIETRZAK είναι απόλυτος και κατηγορηματικός. Αναφέρει, ότι η Καθολική Εκκλησία ενέπνευσε και υπεστήριξε την εισαγωγή στοιχείων κράτους κατηχητικού/δογματικού εις την εθνικήν νομοθεσίαν, η δε Εκκλησία επί της συμπεριφοράς των διοικητικών υπηρεσιών ήσκησε ανάλογον επιρροήν επαγόμενος επί λέξει: "l ΄ Εglise a inspiré et soutenu l΄ introduction d΄ éléments de l' Etat confessionnel dans la législation nationale dans les années 1989-1999, ainsi que l' influence exercée par l’ Eglise sur la conduite des autorités administratives" σελ. 94). Περαιτέρω ο σ. είναι ακόμη πιό κατηγορηματικός αποφαινόμενος, ότι η Καθολική Εκκλησία επηρεάζει τον πολιτικόν προσανατολισμόν του κράτους. Παραθέτομε δε επί λέξει το σχετικόν απόσπασμα: " l Egllise exerce son influence sur l΄ orientation politique de ΄l Etat" (σελ. 93). Και συνεχίζει λέγων, ότι το δεδομένο αυτό ανατρέπει τον χαρακτήρα του κράτους ως κράτους θρησκευτικώς ουδέτερου, το καθιστά δε ως εκ τούτου "μοντέλλο καθολικού κράτους", όπου αι προδιαγραφαί της θρησκείας αποτελούν τα θεμέλια της κρατικής νομοθεσίας και των αποφάσεων που λαμβάνονται. Προσθέτει δε περαιτέρω, ότι η κρατική πολιτική υπόκειται εις τον έλεγχον του κλήρου. Λόγω δε της υψίστης σπουδαιότητας των εν λόγω απόψεων παραθέτομεν αυτούσιον το σχετικόν απόσπασμα " dans le modèle d' Etat catholique oú les prescriptions de la religion constituent des premisses ou des indications pour la législation de l' Etat, où les décisions prises en vertu de droit canon produisent effet au droit de l' Etat, et où les taches écclesiastiques sont realisés par des institutions publiques subissent la pression des prescriptions religieuses, voire du controle du clergé" (σελ. 94). Εις την Πολωνίαν υπάρχουν ένδεκα νόμοι αναγνωρίσεως διαφόρων Εκκλησιών. Ο εξ αυτών αναγνωρίζων την Ορθόδοξον Εκκλησίαν δίδει εις αυτήν προέχουσαν και προνομιακήν θέσιν και την καθιστά ως την δευτέραν επίσημον Εκκλησίαν της Πολωνίας (M e r k e l, σελ. 337 επ., 348, 349, 351 και 352)

Ουδεμία κατόπιν τούτου αμφιβολία υπάρχει, ότι εις την Πολωνίαν εις την πραγματικότητα υπάρχει στενή και αδιατάρακτος ένωσις κράτους-Εκκλησίας και σε καμμία περίπτωση χωρισμός παρά τα περί του αντιθέτου διατυπούμενα και παρά την διατύπωσιν του Συντάγματος, ότι η Πολωνία είναι ένα κράτος θρησκευτικώς ουδέτερον.

Περαιτέρω αναφέρεται, ότι το πολωνικόν κράτος χρηματοδοτεί τας θρησκευτικάς οργανώσεις με 600 εκατομμύρια ζλότυς (€ 172.000.000). εκ των οποίων το 95% περίερχεται εις την Καθολικήν Εκκλησίαν. Με άλλα δε 92.000.000 ζλότυς (€ 26.400.000) χρματοδοτείται η Καθολική Εκκλησία διά τας υπηρεσίας που προσφέρει π.χ. μάθημα θρησκευτικών, θρησκευτική υπηρεσία στρατού, νοσοκομείων, φυλακών κ.λ.π. (Merkel σελ. 345) Περαιτέρω προβλέπονται φορολογικαί απαλλαγαί εκ του φόρου εισοδήματος και του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων (Le Statut, σελ. 111), καθώς και του φόρου δωρεών και κληρονομιών (Le Statut, σελ. 112). (ομοίως Merkel σελ. 345) Οι κληρικοί καταβάλλουν εξ ιδίων το 20% των ασφαλιστικών εισφορών διά την κοινωνικήν τους ασφάλισιν. Το υπόλοιπο 80% καταβάλλεται υπό της Εκκλησίας καλυπτόμενον υπό του κρατικού προϋπολογισμού (σελ. 106). Η Εκκλησία ασκεί και δημοσίαν εξουσίαν (Le Statut, σελ. 104) εκδίδουσα βεβαιώσεις περί προσωπικών πληροφοριών (π.χ. αλλαγή ονόματος κ.λ.π.). Τα ίδια αναφέρει και ο Merkel (σελ. 335), προσθέτων, ότι εις την Καθολικήν Εκκλησίαν επεστράφη όλη η κρατικοποιηθείσα παλαιότερον υπό του κομμουνιστικού καθεστώτος περιουσία της

γ) Εις τα πολωνικά σχολεία διδάσκεται και το μάθημα των θρησκευτικών (Le Statut, σελ. 100 επ. ) και τούτο προβλέπεται υπό του Συντάγματος, του Κονκορδάτου που έχει συναφθή μετά του Βατικανού, υπό του νόμου και υπό υπουργικών αποφάσεων. Η ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών καθορίζεται υπό της Εκκλησίας (Le Statut, σελ. 101) και αναγράφεται εις το απολυτήριον του μαθητού (Le Statut, σελ.101). Αι διατάξεις περί του μαθήματος των θρησκευτικών είναι προνομιακαί υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας. Παραθέτομεν δε το σχετικόν απόσπασμα επί λέξει: " Les dispositions juridiques regissant l΄instruction religieuse à l΄ école sont de nature à privilegier les catholiques" (Le Statut, σελ. 102). Τέλος η Καθολική Εκκλησία διαθέτει πανεπιστήμια, ακαδημίaς και άλλας ανωτάτας σχολάς εις ικανόν αριθμόν (Le Statut, σελ. 102-103). Ειδικώτερον το άρθρον 53 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος αναφέρει, ότι οι γονείς έχουν το δικαίωμα, να εξασφαλίσουν διά τα τέκνα των θρησκευτικήν εκπαίδευσιν σύμφωνον προς τας θρησκευτικάς των πεποιθήσεις, το δε μάθημα των θρησκευτικών είναι κατηχητικόν (δηλ. περιλαμβάνει τα δόγματα και την διδασκαλίαν της αντστοίχου Εκκλησίας)(M e r k e l, σελ. 332 και 340). Λεπτομερέστερον δε περί του μαθήματος των θρησκευτικών αναφέρεται το άρθρον 48 το Συντάγματος.

Εις την Πολωνίαν ο νόμος της 26.6.1997 απαγορεύει τον προσηλυτισμόν. Ο Merkel (σελ. 334) αναφέρει τούτο ρητώς και αναλυτικώς (επί λέξει «Das Einwirken mittels psychologischer Forschungen und Experimene wird nicht als Ausübung treligiöser Funktionen anerkannt» και περαιτέρω (σελ. 334) αναφέρει επί λέξει «Dadurch wurde das Fehlen einer Beschränkung des Proselytismus untersstrichen»

Φρονούμεν, ότι τα ως άνω είναι υπεραρκετά διά να πείσουν και τον πλέον δύσπιστον περί του ότι εις την Πολωνίαν δεν υπάρχει κανενός είδους χωρισμός κράτους -Εκκλησίας, αλλά πλήρης ταύτισις του κράτους με την Καθολικήν Εκκλησίαν, εις σημείον που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως. Ο δε συγγραφεύς της ως άνω μελέτης (Pietrzak) καταλήγει δε εις το ότι εις την Πολωνίαν δεν υπάρχει ισότης μεταξύ των Εκκλησιών λόγω της δεσποζούσης θέσεως της Καθολικής Εκκλησίας και εις το παρελθόν, αλλά και εις το παρόν. Παραθέτομεν δε και το σχετικόν επί λέξει απόσπασμα : "Le principe de l΄ égalité en droit n' est pas cependant absolu. Il est essentiellement relativisé par la position dominante des catholiques dans la societé polonaise et par le rôle que l΄Eglise catholique romaine a joué dans le passé et joue encore dans le présent" (σελ. 113) Υπ’ όψιν ότι το έτος 2000 ες το Υπουργείον Εσωτερικών της Πολωνίας ιδρύθη Τμήμα Αιρέσεων («Abteilung Sekten») κατόπιν πιέσεων των αντιαιρετικών οργανώσεων (Merkel σελ. 339). Εις την Πολωνίαν υπάρχει σώμα στρατιωτικών ιερέων (αξιωματικών του στρατού) (Merkel σελ. 343 επ.). Εις την Πολωνίαν αναγνωρίζεται ως έγκυρος ο θρησκευτικός γάμος (Merkel σελ. 346). Τέλος εις την Πολωνίαν υπάρχει πρόβλημα αναγνωρίσεως των μαρτύρων του ιεχωβά εν όψει της διδασκαλίας των ότι «το κράτος είναι οργάνωσις του σατανά» (Merkel . σελ. 347).


19. ΚΥΠΡΟΣ Κατ' αρθρον 110-παρ. 1 του Συντάγματος η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί το δικαίωμά της να ρυθμίζει τaς υποθέσεις της συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνες. Συμφώνως προς το άρθρον 111 του Συντάγματος τα θέματα του οικογενειακού δικαίου (γάμος, διαζύγιον κ.λ.π.) ρυθμίζονται συμφώνως προς το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συμφώνως δε προς το άρθρον 90 παρ. 5 του Συντάγματος αι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων εκτελούνται υπό των δημοσίων αρχών. Συμφώνως προς το άρθρον 23 παρ. 9 του Συντάγματος η κινητή και ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας, των Ιερών Μονών και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων είναι αναπαλλοτρίωτη. Τέλος το άρθρον 2 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ανάλογα δικαιώματα και υπέρ των λοιπών Εκκλησιών εις Κύπρον, αι οποίαι είναι η Αρμενική, η των Μαρωνιτών και η Ρωμαιοκαθολική (περί όλων τούτων πρβλ. Παπαστάθης, ΤΗΕ LEGAL STATUS OF RELIGIONS ΙΝ ΤΗΕ PEPUBLIC OF CYPRUS, εις LE STATUT ενθ αν. σελ. 200-201). Κατά τον ίδιον συγγραφέα οι ως άνω διατάξεις του Συντάγματος κατήργησαν τον ηπίας μορφής χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας και εισήγαγαν ένα σύστημα συνεργασίας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Εκκλησίας (σελ. 201). Το σχετικόν απόσπασμα έχει ως εξής: the provisions of the Constitution abolished the system of moderate separation in the relations between state and religions that prevailed under english rule, introducing a system of coordination between the Cypriot Republic and all other eligions and Christian creeds" (σελ. 201).

Συμφώνως προς το άρθρον 2 παρ. 1 του Συντάγματος όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ανήκουν εις την ελληνικήν κοινότητα. Οι λοιποί επιλέγουν που επιθυμούν να ανήκουν (εις την Ελληνικήν ή την Τουρκικήν Κοινότητα) (σελ. 202).

Το άρθρον 18 του Συντάγματος κατoχυρώνει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας αναφέρον ότι πάσαι αι θρησκείαι προστατεύονται, εφ' όσον τα δόγματα τους και αι δoξασίαι των είναι γνωσταί και δεν είναι μυστικαί. Η παρ. 5 τoυ ιδίου άρθρου απαγορεύει τον προσηλυτισμό (σελ. 203) . Η παρ. 6 του ίδιου άρθρου προβλέπει, ότι η θρησκευτική ελευθερία περιορίζεται λόγω προστασίας της ασφαλείας της Δημοκρατίας, της συνταγματικής τάξεως, της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας τάξεως, της δημοσίας υγείας, της δημοσίας ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των λοιπών πολιτών.

Εις τα σχολεία της Κύπρου (πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως) διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίον είναι διά τους μαθητάς υποχρεωτικόν (σελ. 219).

Τέλος η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί και εκκλησιαστικά δικαστήρια (σελ. 217), των οποίων οι αποφάσεις (όπως ελέχθη ανωτέρω) εκτελούνται υπό των δημοσίων αρχών. Υπ' όψιν ότι η Ορθό-δοξος Εκκλησία ψηφίζει η ιδία τον Καταστατικόν της χάρτην χωρίς έγκριση της Βουλής, τίθεται δε κανονικά εν ισχύϊ . (σελ. 209).

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εις την Κύπρον δεν υπάρχει και δεν απαντάται σύστημα χωρισμού κράτους - Εκκλησίας, αναγνωριζεται δε θέσις υπερέχουσα και προνομιακή εις την Ορθοδοξόν Εκ-κλησίαν.


20. ΣΛΟΒΕΝΙΑ

Ως κυρίαν πηγήν του καθεστώτος σχέσεων κράτους - Εκκλησίας εις την Σλοβενίαν χρησιμoπoιoύμεν την μελέτην του Kαθηγητoύ του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνας LOVRΟ STURM υπό τον τίτλον "ΤΗΕ STATE ΑΝD CHURCH RELATIONSHIP ΙΝ SLOVENIA", δημοσιευομένην ε ι ς LΕ SΤΑΤUΤ (ενθ αν. σελ. 157 επ.), καθώς και άλλην μελέτην του ιδίου συγγραφέως («Das Recht der Religionsgemeinschaften in Slowenien», εις Lienemann - Reuter, ενθ’ αν. σελ. 473 επ.). Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Σλοβενίας ανήκουν εις την Καθολικήν Εκκλησίαν. Καίτοι υπάρχει παλαιός νόμος περί σχέσεων κράτους - Εκκλησίας του έτους 1976 σήμερα θεωρείται ως περιπεσών εις αχρησίαν (Le Statut σελ. 158), διότι είχε εκδοθή επί κομμουνιστικού καθεστώτος.

Μεταγενεστέρως ο ως άνω νόμος ετροποποιήθη δια του νόμου 41/96 (Le Statut σελ. 159 υποσημ. 2), προκειμένου να προσεγγίση την πραγματικότητα. Η πραγματικότης συνίσταται, εις το ότι η Καθολική Εκκλησία εις την Σλοβενίαν κατέχει δεσπόζουσα θέση, νομίμως θεωρείται ως "η θρησκεία του έθνους", ή η "θρησκεία της περιοχής" κατέχει δε DΕ FACTO ειδικήν θέση" και απολαύει ειδικών προνομίων.. Παραθέτομεν επί λέξει τα αντίστοιχα αποσπάσματα της ως άνω μελέτης προς απόδειξη τούτου "The Roman Catholic Church has a special position ...... so that the Roman Catholic Church can legitimately be called the religion of the regiοn"(σελ. 159). Τα ίδια αναφέρει ο σ. και εις την άλλην μελέτην του (Lienemann-Reuter σελ. 475), ήτοι ότι η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζεται ως η «Εκκλησία του Εθνους» (και επί λέξει «nimmt die Römisch-Katholische Kirche in Slowenien eine besondere ¨Position ein. Die historische Entwicklung und auch die heutige Rolle der Römisch-Katholische Kirche lassen es von einer Religion der Nation zu sprechen»).

Προς απόδειξη τούτου ο καθηγητής STURM αναφέρει τα εξής δεδομένα (Εις Le Statut):

α) Σειρά νόμων του κράτους ομιλεί περί προστασίας των θρησκευτικών αξιών (π.χ. νόμος περί μέσων ενημερώσεως, νόμος περί κινηματογράφου, Ποινικός κώδιξ, νόμος περί στρατιωτικής υπηρεσίας, νόμος περί υγείας κ.λ.π. σελ. 169). Σειρά νόμων προβλέπει την συμμετοχήν της Εκκλησίας εις ορισμένες κρατικές δραστηριότητες(σελ. 168). Η Εκκλησία επίσης μετέχει δι' εκπρoσώπoυ της εις το Εθνικόν Συμβούλιον Ραδιοτηλεοράσεως της Σλοβενίας (σελ. 165), η δε σλοβενική ραδιοτηλεόραση οφείλει να μεταδίδη ορισμένες ώρες προγράμματα θρησκευτικού περιεχομένου (σελ. 185).

β) Το κράτος χρηματοδοτεί την Εκκλησία, είτε αμέσως π.χ. το έτος 1996 εχορηγήθη οικονομική ενίσχυση 2.000.000 TOLARS (σελ. 186) έτερo δε ποσόν 16.240.000 TOLARS κατεβλήθη υπό του κράτους διά την "πληρωμήν των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως των κληρικών" (σελ. 186). Είτε εμμέσως π.χ. δια θεσπίσεως φορολογικών απαλλαγών υπέρ της Εκκλησίας (σελ. 186). Περαιτέρω το κράτος χρηματοδοτεί και μεμονωμένες η ειδικές ανάγκες της Εκκλησίας αναπτυσσόμενες ατομικώς υπό κληρικών (σελ. 188). Επίσης ο νόμος του 1991 περί αποκρατικοποιήσεων προέβλεψε την επιστροφήν εις την Εκκλησίαν της ακινήτου περιουσίας, την οποίαν είχε κρατικοποιήσει το προϋφιστάμενο κομμουνιστικό καθεστώς (σελ. 188). Εάν δε η αποκρατικοποίηση εις την περίπτωση αυτήν δεν είναι δυνατή, προεβλέφθη αποζημίωση χρηματική διά την Εκκλησίαν (σελ. 188 και 165).

Εις την Σλοβενίαν η ίδρυση θρησκευτικών κοινοτήτων δεν είναι ελευθέρα. Κάθε τoιαύτη κοινότης διά να θεωρηθή ανεγνωρισμένη θρησκεία, πρέπει να λάβη κρατικήν άδειαν και να εγγραφή εις ειδι-κόν βιβλίον τηρούμενον υπό της αρμοδίας κρατικής υπηρεσίας (Γραφείον Δημοκρατίας της Σλοβενίας διά τις θρησκευτικές Κοινότητες) και να λάβη σχετικόν πιστοποιητικόν, ότι υφίσταται νομίμως (σελ. 166, 173, 174). Ως δε αναφέρει ο ως άνω συγγραφεύς, εις την Σλοβενίαν το κράτος διά τας αιρέσεις και παραθρησκείας δεν χρησιμοποιεί τον τίτλον "θρησκεία" , αλλά άλλο όνομα (σελ. 169), προσθέτει δε ότι αιρέσεις και παραθρησκείαι, δια τας οποίας ελλείπουν τα αναγκαία σαφή (CLEAR) κριτήρια καθορίζoντα την φύσιν της θρησκευτικής κοινότητος (άσκησις θρησκευτικών δραστηριοτήτων ) δεν ανεγνωρίσθησαν ως θρησκείαι, παρά μόνον εφ' όσον ασκούσαν ένα ελάχιστο ποσοστό θρησκευτικών δραστηριοτήτων (σελ. 169). Εις την Σλοβενίαν διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών (σελ. 169, 173,174, 176, 177, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184, 185). Τούτο ορίζει το άρθρον 229 του Συντάγματος, καθώς και ο νόμος περί σχέσεων κράτους - Εκκλησίας (σελ. 176 - 177). Το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται και εις τα δημόσια σχολεία (σελ. 179), διδάσκεται δε και υπό κληρικών διδασκάλων (σελ. 177) . Υπάρχουν δε και εκκλησιαστικά σχολεία χρηματοδοτούμενα κατά 100% υπό του κράτους (σελ. 181), τα δε απολυτήρια που χορηγούν είναι ισότιμα προς τα κρατικά (σελ. 181) . Τα εν λόγω εκκλησιαστικά σχολεία ορισμένα από αυτά διά να δεχθούν μαθητάς απαιτούν επίδειξη πιστοποιητικού, ότι είναι βαπτισμένοι Χριστιανοί (σελ. 183). Τέλος το κράτος χρηματοδοτεί και εκκλησιαστικά νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς (σελ. 195).

Είναι χαρακτηριστικόν, ότι όλη η ως άνω υπερτέρα και δεσπόζουσα θέση της Εκκλησίας εις την Σλοβενίαν, η αναγνώριση της και η αναγωγή της εις Εκκλησίαν "του Έθνους", η υπέρ αυτής ιδιαίτερα μέριμνα του κράτους και η κατ΄ ουσίαν ταύτιση του κράτους με αυτήν κ.λ.π. κατά τα ως άνω απαντάται παρά το ότι το άρθρον 7 του σλοβενικού Συvτάγματος αναφέρει, ότι το κράτος και οι Εκκλησίες είναι χωριστές. Απαξ έτι δηλ. αποδεικνύεται άνευ ουδεμίας αξίας συνταγματική διάταξη περί χωρισμού κράτους - Εκκλησίας.

Mε άλλα λόγια η εν λόγω διάταξη έχει εις την πράξη τελείως αχρηστευθή.


21. ΣΛΟΒΑΚΙΑ

Το προοίμιον του Συντάγματος της Σλοβακίας (του 1992) επικαλείται την πνευματικήν κληρονομία, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου, οπότε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ήδη διακηρύσσεται η θρησκευτική ταυτότης του κράτους. Το Σύνταγμα της Σλοβακίας δεν καθορίζει χωριμόν κράτους - Εκκλησίας. Αναφέρει απλώς, ότι η Εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος (SCΗΑΝDΑ, SΤΑΑΤ UND RECHT ΙΝ DΕΝ BEITRITSLÄNDER ZUR EUROPÄISCHE UΝΙΟΝ, εις KIRCHE UΝD RECHT, 2003 σελ. 117). To δε άρθρον 24 προβλέπει την θρησκευτικήν ελευθερίαν.

Εις την Σλοβακίαν η ύπαρξη και λειτουργία θρησκευτικών οργανώσεων δεν είναι ελευθέρα, αλλά υπόκειται εις κρατικήν αναγνώριση (SCΗΑΝDΑ ενθ' αν. σελ. 121). Διά να αναγνωρισθεί υπό του κράτους μία θρησκευτική οργάνωση εις την Σλοβακίαν, πρέπει να έχει τουλάχιστον 20.000 ενήλικα μέλη διαμένοντα εις Σλοβακίαν (WΙΕSΗΑΙDΕR - ΜULΙΚ, RECHT UND RELIGION ΙΝ MITTEL -UND OSTEUROPA, τομ. 1 SLOVAKEI, 2001 σελ. 51. Ομοίως S c h w a r z, Das Recht der Religionsgemeinschaften in der Slowakei, εις Lienemann- Reuter σελ. 452)και επί πλέον να είναι γνωστή ( SCHANDA, σελ. 123).

Εις την χώραν αυτήν επεστράφη εις την Εκκλησίαν η υπό του πρότερον ισχύοντος κομμουνιστικού καθεστώτος κατασχεθείσα περιουσία της.

Η Εκκλησία της Σλοβακίας χρηματοδοτείται υπό του κράτους (SC ΗΑΝDΑ, σελ. 123). Επίσης το κράτος καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών, ως προβλέπει ο νόμος 16/1990 τροποποιηθείς διά του νόμου 552/1992 (S c h w a r z σελ. 460).

Εις την Σλοβακίαν μέχρι το 1992 μόνον ο πολιτικός γάμος ανεγνωρίζετο. Διά του νόμου 234/1992 αναγνωρίσθη και ο θρησκευτικός γάμος ως ισόκυρος (S c h w a r z, σελ. 462)

Εις την Σλοβακίαν διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών εις τα κρατικά σχολεία, καθώς και εις, τα εκκλησιαστικά σχολεία, τα οποία χρηματοδοτούνται υπό του κράτους (SCΗΑΝDΑ, σελ. 123.

S C H W A R Z εις Lienamann-Ruter σελ.. 449). Το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί ισότιμο μάθημα προς τα λοιπά, η δε ύλη του καθορίζεται υπό της Εκκλησίας (SCΗΑΝDΑ, σελ. 124), η οποία επίσης ορίζει και τους διδασκάλους αυτού (ενθ' αν.) Το μάθημα των θρησκευτικών κατοχυρούται υπό του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος. Περαιτέρω η Εκκλησία λειτουργεί και 145 ιδικά της σχολεία ανεγνωρισμένα. Ο δε νόμος 308/1991 εις την § 1 εδάφιον 1 υπεδάφιον c καθιερώνει το δικαίωμα των γονέων να απαιτήσουν από το κράτος την θρησκευτικήν εκπαίδευσιν των τέκνων των (S c h w a r z σελ. 455) Εις τον καθολικόν τύπον της 4.12.2002 δημοσιεύεται κείμενον αναφέρον επέμβασιν της Σλοβακικής Επισκοπικής Συνόδου προς καθιέρεωσιν του μαθήματος των θρησκευτικών ως υποχρεωτικού (Schwarz σελ. 456 υποσημ. 43). Διά δε του Διατάγματος 536/1990 οι διδάσκαλοι των θρησκευτικών εγκρίνονται υπό της Εκκλησίας (S c h w a r z σελ. 456) .

Η Σλοβακία έχει συνάψει την 24.11.2000 συνθήκη με το Βατικανό, η οποία εκυρώθη δι' εσωτερικού νόμου την 18.12.2002. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι εις την Σλοβακίαν οι σχέσεις προς την Καθολικήν Εκκλησίαν αποτελούν "ουσιώδη παράγοντα της εθνικής ταυτότητος". Παραθέτομεν δε επί λέξει το σχετικόν απόσπασμα εκ της προαναφερομένης μελέτης του καθηγητού του Πανεπιστημίου ΡΑSΜΑΝΥ ΡΕΤΕR BALAZS SCΗΑΝDΑ (σελ . 127 ενθ.αν.) έχον ως εξής "in der Slowakei stellte,die Beziehung zu der Katholische Kirche einen wichtigen Faktor der natiοnalen Identität dar". Περαιτέρω ο ίδιος συγραφεύς αναφέρει, ότι η καθολική Εκκλησία κατέχει υπερέχουσαν θέση εν προκειμένω. Τέλος ο ως άνω συγγραφεύς αναφέρει, ότι εις την Σλοβακίαν η οργάνωση των μαρτύρων του ιεχωβά, δεν τυγχάνει ανεγνωρισμένη θρησκεία (ενθ. αν. σελ.128), υπενθυμίζομεν δε, ότι η εν λόγω μελέτη δημοσιεύεται το έτος 2003.(ομοίως S c h w a r z, σελ. 452)

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω προκύπτει, ότι ούτε εις την Σλοβακίαν υπάρχει χωρισμός κράτους-Εκκλησίας αλλά κατ΄ ουσίαν ταύτισις/ένωσις τουλάχιστον εις τα καίρια και ενδιαφέροντα τους δύο τούτους θεσμούς σημεία. Τούτο μάλιστα ο S c h w a r z (σελ. 460) το αναφέρει ρητώς, ήτοι ότι ο χωρσμός κράτους – Εκκλησίας δεν επετεύχθη πλήρως (επί λέξει «die institutionelle Trennung Von Staat und Kirche nicht vollständig durchgeführt») και το βασίζει κυρίως εις την υπό του κράτους ευρείαν χρηματοδότησιν της Εκκλησίας. Ο ίδιος συγγραφεύς περαιτέρω (εις την ιδίαν σελ.) αναφέρει, ότι υπάρχει ένωσις (Εinigung) κράτους – Εκκλησίας. Τέλος αναφέρει ( σελ. 467) ότι η «αρχή» του χωρισμού κράτους – Εκκλησίας δεν εφηρμόσθη (επί λέξει «Der Trennunggsgrundsaz ist nicht konsequent durchgeführt») και ηκυρώθη (vernichtet). Προσθέτει δε (εις την ιδίαν σελ.) óτι εις την Σλοβακίαν υπάρχει μία «Ηγεμονία της Καθολικής Εκκλησίας» (Hegemonie der katholicchen Kirche), ένας «πολιτικός καθολικισμός» της καθ’ ημέραν πολιτικής, που έχει οδηγήσει εις μίαν «βατικανοποίησιν της Σλοβακίας» («Vatikanisierung der Slowakei » σελ. 467)


22. ΜΑΛΤΑ

Το ισχύον σήμερα Σύνταγμα της Μάλτας του 1964 (ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως) εις το άρθρον 2 αναφέρει, ότι η Καθολική θρησκεία τυγχάνει η θρησκεία του κράτους της Μάλτας. Οπότε είναι περιττόν να ερευνηθή η περίπτωση περαιτέρω, αφού ήδη εκ του ιδίου του Συντάγματος προσδιορίζεται και καθορίζεται επίσημη θρησκεία. Θα προσθέσωμεν μόνον, ότι κατ΄άρθρον 40 του Συντάγματος της Μάλτας καθιερούται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.

Εις την Μάλτα διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών εις τα σχολεία (SCHANDA σελ. 124), η δε ύλη του καθορίζεται υπό της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία εγκρίνει και τους διδασκάλους αυτού. (SHANDA, σελ. 124). Επίσης εις το Πανεπιστήμιο της Μάλτας λειτουργεί από το 1995 Θεολογική Σχολή.

Τέλος επισημαίνομεν, ότι η Μάλτα έχει συνάψει αριθμόν Κονκορδάτων με το Βατικανό δια πλείστα όσα ζητήματα, π.χ. διά το μάθημα των θρησκευτικών (16.11.1989), διά τα σχολεία της καθολικής Εκκλησίας (28.11.1991), διά το Δίκαιον του γάμου (3.2.1993) κ.λ.π..

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η Μάλτα αποτελεί ένα κράτος, όπου ουδείς χωρισμός κράτους-Εκκλησίας υφίσταται


23. ΛΕΤΤΟΝΙΑ

Το άρθρον 99 του Συντάγματος της Λεττονίας του 1922 (αναθεωρηθέντος το 1998) προβλέπει τον χωρισμόν κράτους -Εκκλησίας. Όμως και εδώ (όπως και εις τας λοιπάς χώρας, των οποίων το Σύνταγμα προβλέπει τοιούτον χωρισμόν) ο τοιούτος χωρισμός δεν εφαρμόζεται εις την πράξιν. Επικαλούμεθα προς τούτο το προαναφερθέν έργον του SCHANDA (ενθ΄αν. σελ. 119 επ.), από το οποίον προκύπτουν τα εξής δεδομένα, που ανατρέπουν την έννοια του χωρισμού εις την πράξη:

α) Εις την Λεττονίαν διδάσκεται και το μάθημα των θρησκευτικών, εις τα σχολεία ως κανονικό και ισότιμο προς τα λοιπά μαθήματα (σελ. 124), η δε Εκκλησία διαμορφώνει την ύλη του μαθήματος και εγκρίνει τους καθηγητάς και διδασκάλους αυτού (σελ. 124), έχει δε το δικαίωμα να τους ανακαλέση την έγκριση (σελ. 124). Άλλωστε την 8.11.2000 η Λεττονία έχει συνάψει συνθήκη με το Βατικανό, η οποία ρυθμίζει και το θέμα αυτό (σελ.124 και 127). Τα ίδια αναφέρει και ο B a l o d i s (Das Recht der Ρeligionsgemeinschaften in Lettland, εις Lienemann- Reuter σελ. 246 επ.) . Περαιτέρω ο Balodis αναφέρει ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι κατηχητικόν. Δηλ. της Χριστιανικής θρησκείας (christliche Lehre – Christlicher Religionsunterricht σελ. 248), ότι το κράτος χρηματοδοτεί εκ του κρατικού προϋπολογισμού το μάθημα των θρησκευτικών, π.χ. το 1998 κατέβαλε 100.000 littas (περί τα $ 210.000). Προσθέτει δε ότι κάποιοι ειδωλολάτρες προσέφυγον εις τον Συνταγματικόν Δικαστήριον με αίτημα την κατάργησιν του μαθήματος των θρησκευτικών ως αντιθέτου προς το άρθρον 99 του Συντάγματος (που ομιλεί περί χωρισμού κράτους – Εκκλησίας), πλην όμως η προσφυγή τους απερρίφθη (σελ. 249).

β) Εις την Λεττονίαν η ίδρυση και αναγνώριση θρησκευτικών οργανώσεων δεν είναι ελευθέρα, αλλά υπόκειται εις την κρατικήν έγκριση. Η έγκριση αυτή μάλιστα παρέχεται υπό της εκτελεστικής εξουσίας και όχι υπό της δικαστικής (σελ. 121), ισχύει δε και σύστημα καταχωρήσεως εις κρατικά βιβλία των ανεγνωρισμένων θρησκευτικών οργανώσεων. Η κρατική έγκριση δια την αναγνώριση μιας θρησκείας δεν παρέχεται αυτομάτως και εις πάσαν περίπτωση. Απαιτείται και ερευνάται εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις (π.χ. ελάχιστος αριθμός οπαδών όχι κάτω των 25 κ.λ.π. ενθ΄ αν. σελ. 121). Ανευ της τοιαύτης κρατικής αναγνωρίσεως οι θρησκευτικές οργανώσεις δεν αποκτούν νομική προσωπικότητα (σελ. 123). Ομοίως Balodis (ενθ’ αν σελ. 244), ο οποίος προσθέτει, ότι εις την Καθολικήν Εκκλησίαν αναγνωρίζονται ιδιαίτερα προνόμια (σελ. 241 επ.). ότι προβλέπονται ποινικαί κυρώσεις διά την προσβολήν της θρησκείας και των θρησκευτικών συμβόλων και επίσης περιορισμοί της θρησκευτικής ελεθερίας (σελ. 242-3). Υπάρχει δε και νόμος περί θρησκευτικών κοινοτήτων της 7.9.1995. Βάσει του νόμου αυτού μόνον αι εγκεκριμέναι Εκκλησίαι δικαιούνται, να ανεγείρουν ναούς, να ιδρύουν μοναστήρια, να παρέχουν θρησκευτικάς υπηρεσίας εις τον στρατόν, τας φυλακάς και τα νοσοκομεία ή να χρησιμοποιούν επωνυμίαν και σφαγίδαν (σελ. 244). Ελέγχεται δε υπό του κράτους η συμμόρφωσις των Εκκλησιών προς τον νόμον. Εν περιπτώσει δε παραβάσεως αι θρησκευτικαί οργανώσεις διαλύονται διά κρατικής πράξεως σελ. 245).

γ) Εις το Πανεπιστήμιον της Λεττονίας υπάρχει θεολογική Σχολή (σελ.125)

δ) Εις την Λεττονίαν αναγνωρίζεται ως ισότιμος προς τον πολιτικόν, ο θρησκευτικός γάμος . (S c h a n d a, σελ. 126 και αυτόθι παραπομπή εις BALODIS, STATE AND CHURCH IN LATWIA εις STATE AND CHURCH IN THE BALTIC STATES, 2001 σελ.13, 39).

ε) Η Λεττονία έχει συνάψει (ως ελέχθη ανωτέρω) και συνθήκη μετά του Βατικανού υπέρ των προνομίων της Καθολικής Εκκλησίας (σελ. 13, 39).

Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η Λεττονία αποτελεί ένα ακόμη κράτος, όπου χωρισμός κράτους-Εκκλησίας δεν υπάρχει παρά την αντίθετο διατύπωση του Συντάγματος, του οποίου η σχετική διάταξη παραμένει γράμμα νεκρόν.


24. ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Και διά την Λιθουανίαν χρησιμοποιούμεν ως έγκυρoν πηγήν κατ’ αρχήν το προαναφερόμενον έργον του SCHANDA (ενθ΄ αν. σελ. 117 επ.), το οποίον εμπεριέχει σοβαρές, τεκμηριωμένες και αξιόλογες πληροφορίες και αναλύσεις.

Το άρθρον 43 του Συντάγματος της Λιθουανίας ρυθμίζει τας σχέσεις κράτους-Εκκλησιών (Ν i k o – l a j e w, Das Recht der Religionsgemeinschaften in Litauen εις Lienemann-Reuter σελ. 265) καθώς και ο νόμος Ι-1057/1995 (ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως)

Το ισχύον σήμερον Σύνταγμα της Λιθουανίας του 1992 εις το άρθρον 26 απαγορεύει την θρησκευτική καταπίεση (σελ. 119), πράγμα που σημαίνει κατ΄ουσίαν, ότι απαγορεύει τον προσηλυτισμόν (ομοίως N i k o l a j e w σελ. 266). Τα ίδια ορίζει (αναλυτικώτερον) και ο τροποποιήσας τον ως άνω νόμον Ι-1057/1995 νόμος του Οκτωβρίου 2002 (Ν i k o l a j e w, σελ. 267) Προς τούτο προσθέτει, ότι η άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας δεν δικαιολογεί καμμίαν αξιόποινον πράξη ή παράβαση νόμου (σελ. 119 ενθ΄ αν.). Επίσης τούτο σημαίνει και μάλιστα πανηγυρικώς ότι εις την Λιθουανίαν δεν απαντάται χωρισμός κράτους -Εκκλησίας. Πέραν της ως άνω συνταγματικής διατάξεως επισημαίνομεν επί πλέον τα κάτωθι:

α) Εις την Λιθουανίαν υπάρχει διάκριση μεταξύ παλαιών και νέων θρησκειών, δηλ. μεταξύ "παραδοσιακών" και "μη παραδοσιακών" θρησκειών. Παραθέτομεν επί λέξει το σχετικό απόσπασμα εκ του παραπεμπομένου έργου (σελ. 121) έχον ως εξής: "Ιn Litauen wird zwischen traditionellem und nicht-traditionellem Religionsgemeinschaften unterscheiden". O ίδιος ο συγγραφεύς αναφέρει, ότι ως "παραδοσιακές" θρησκείες θεωρούνται οι υφιστάμενες εις την Λιθουανίαν επί τουλάχιστον τριακόσια έτη. Οι νέες (μη παραδοσιακές) θρησκείες αναγνωρίζονται μόνον ως απλά σωματεία με απόκτηση νομικής προσωπικότητας (σελ. 121, παραπέμποντας εις το έργον των ZILIUKATE - GLODENIS, STATE AND CHURCH IN LITHUANIA, εις STATE AND CHURCH IN THE BALTIC STATES, 2001 σελ. 67, 76). Οι παραδοσιακές θρησκείες αναγνωρίζονται αυτομάτως και αυτοδικαίως , ενώ οι μη παραδοσιακές όχι. Απαιτείται προς τούτο κρατική έγκριση και εγγραφή εις ειδικόν βιβλίον τηρούμενον υπό του κράτους (σελ. 123). Ομοίως N i k o l a j e w, (σελ. 268).

β) Εις την Λιθουανίαν διδάσκεται εις τα δημόσια σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών ως μάθημα κανονικό και ισότιμο προς τα λοιπά (σελ. 124), η δε Εκκλησία αποφασίζει περί της ύλης του μαθήματος και εγκρίνει τους διδασκάλους και καθηγητάς αυτού (σελ. 124). Άλλωστε η Λιθουανία έχει συνάψει με το Βατικανό τρεις συνθήκες την 5.5.2000, οι οποίες εκυρώθησαν υπό της εσωτερικής νομοθεσίας την 16. 9. 2000 και οι οποίες προβλέπουν και το θέμα αυτό (διδασκαλία μαθήματος Θρησκευτικών). Τα ίδια αναφέρονται και εις Νikolajew (σελ. 271)

γ) Διά των ως άνω συνθηκών μετά του Βατικανού έχει προβλεφθή και η ίδρυση και λειτουργία της θρησκευτικής υπηρεσίας του στρατεύματος (σελ. 127 υποσημ. 52).

δ) Η Λιθουανία χρηματοδοτεί εκ του κρατικού προϋπολογισμού την Εκκλησία (σελ. 123). Αναφέρεται μάλιστα (N i k o l a j e w, σελ. 274-275), ότι το λιθουανικόν κράτος χρηματοδοτεί εκ του κρατικού προϋπολογισμού τις παλαιές παραδοσιακές θρησκείες καλύπτον το σύνολον των εξόδων των , π.χ. το έτος 2001 η χρηματοδότησις ανήλθεν εις 1.000.000 littas (€ 520.000), δίδονται δε περαιτέρω και λεπτομερείς πίνακες της εν λόγω χρηματοδοτησεως (αυτόθι σελ. 275)..

ε) Εις την Λιθουανίαν αναγνωρίζεται ο θρησκευτικός γάμος της Καθολικής Εκκλησίας, το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της οποίας εφαρμόζεται και επί του πολιτικού γάμου, ως ειδικώτερον έχει καθορισθή διά των προαναφερομένων συνθηκών, τας οποίας συνήψε η Λιθουανία μετά του Βατικανού (σελ. 126). Επίσης αναγνωρίζεται ως ισόκυρος διά τα πολιτικά δικαστήρια η απόφαση της Καθολικής Εκκλησίας, περί λύσεως του γάμου, εις δε τα εν λόγω δικαστήρια επί δικών διαζυγίου εφαρμόζεται το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Καθολικής Εκκλησίας (σελ. 126). Ομοίως N i k o l a j e w, σελ. 276 επ.)


25. ΕΛΛΑΣ

Το παρόν έργον απευθύνεται εις τον Έλληνα αναγνώστην, εις τον οποίον βεβαίως το καθεστώς σχέσεων κράτους -Εκκλησίας είναι γνωστόν εν πάσει λεπτομερεία και αναλύσει. Εννοείται, ότι εφ΄όσον τούτο εκδοθή εις άλλην γλώσσαν, θα περιλάβη και ανάλυση - παράθεση -ανάπτυξη-επεξεργασία του νομικού καθεστώτος των σχέσεων κράτους -Εκκλησίας και δια την Ελλάδα.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ως προκύπτει εκ των πλέον εγκύρων, αδιαμφισβητήτων και καταξιωμένων πηγών (παρατιθεμένων εις ικανή έκταση εις το παρόν έργον) εις ολόκληρον την Ευρώπη χωρισμός κράτους-Εκκλησίας δεν υπάρχει. Και αυτό ισχύει ακόμη και διά τα κράτη, των οποίων το Σύνταγμα περιέχει διάταξιν θεσπίζουσαν τον χωρισμόν κράτους -Εκκλησίας. Τα παρατιθέμενα και επικαλούμενα ανωτέρω στοιχεία και πηγαί το αποδεικνύουν κατ΄απόλυτον τρόπον, ικανόν να πείση και τον πλέον δύσπιστον και τον πλέον κακόπιστον εν προκειμένω. Άλλωστε τα εν λόγω στοιχεία και πηγαί αποτελούν προϊόν επιστημονικής ερεύνης εξονυχιστικής και υπευθύνου, αλλά και επιτοπίου.



 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox