Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους
Γεώργιος Ηλ. Κρίππας
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας εις τας χώρας - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(παλαιάς και νεοεισελθούσας το έτος 2004)
ΙΤΑΛΙΑ-ΙΣΠΑΝΙΑ-ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
6. ΙΤΑΛΙΑ
Το ιταλικόν Σύνταγμα δεν θεσπίζει κανέναν χωρισμόν κράτους-Εκκλησίας. Αντιθέτως εις το άρθρον 7 αναφέρει, ότι και η πολιτεία και η καθολική Εκκλησία είναι κυρίαρχες, αι δε μεταξύ των σχέσεις ρυθμίζονται από τας συμφωνίας του Λατερανού, που συνάπτει το ιταλικόν κράτος μετά του Βατικανού.
Επί πλέον το άρθρον 8 του Ιταλικού Συντάγματος κάνει ιδιαιτέραν μνείαν της καθολικής Εκκλησίας αναφέρον, ότι αι άλλαι πλην αυτής εκκλησίαι οργανούνται βάσει των ιδικών των καταστατικών, εφ΄όσον ταύτα δεν είναι αντίθετα προς την έννομον τάξιν. Είναι κατά ταύτα σαφές, ότι δίδει εις την καθολικήν Εκκλησίαν πρωτεύουσαν και κυρίαρχον θέσιν. Τούτο γίνεται δεκτόν και υπό της επιστήμης γενικώς και χωρίς εξαιρέσεις. Ειδικώτερον εις την Ιταλίαν μέχρι το 1984 η Καθολική Εκκλησία κατείχε την θέσιν της "κρατικής Εκκλησίας". Το έτος τούτο υπεγράφη εις VILLA MADAMA νέα συμφωνία μεταξύ ιταλικού κράτους και Καθολικής Εκκλησίας την 18.2.1984, όπου ήρθη ο χαρακτηρισμός αυτός. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, εθεσπίσθη κατόπιν τούτου χωρισμός κράτους -Εκκλησίας η όχι; Επί του προκειμένου η επιστήμη απαντά αρνητικώς εν όψει των όσων συμβαίνουν εις την πράξιν και συγκεκριμένως:
α) Ο Β Ο Τ Τ Α (LE DROIT RELIGIEUX ET SON APPLICATION PAR LES JURIDICTIONS CIVILES ET RELIGIEUSES: COEXISTENCE, INTERRELAITIONS, INFLUENCES RECIPROQUES, LE CAS ITALIEN, εις LA RELIGION EN DROIT COMPARE A L AUBE DU 21 SIECLE, 2000 έκδ. CAPARDOS και CHRISTIANS) αναφέρει, ότι η Καθ. Εκκλησία και μετά την συμφωνίαν παραμένει ιδιαιτέρως ισχυρό συμβαλλόμενον μέρος η δε ισχύς της είναι απιστεύτως ηυξημένη (επί λέξει "L΄Εglise catholique est restée une partie contractante particulierement puissante: d΄ après quelques dispositions specifiques du nouvel Accord son pouvoir semble meme s' être incroyablement accrue" αυτόθι σελ. 167). Περαιτέρω ο ίδιος συγγραφεύς αναφέρει, ότι το κράτος και η Καθολική Εκκλησία δικάζουν εις ίδια δικαστήρια εκάστη, αι αποφάσεις όμως τούτων είναι αποδεκταί υπ' αμφοτέρων. Αναφέρει δηλ. ότι αι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων περιβάλλονται τον εκτελεστήριον τύπον των αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων και γίνονται δεκταί υπό του κράτους, ότι ακυρωτική απόφασις εκκλησιαστικού δικαστηρίου εκτελείται υπό του Εφετείου, ως και ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εκδίδουν αποφάσεις εχούσας ισχύν αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων (αυτόθι σελ. 169). Όλα δε αυτά προβλέπονται υπό της προαναφερθείσης συμφωνίας (σελ. 172), η οποία εισάγει την αρχήν της αναγνωρίσεως του "δόγματος της νομολογίας" (σελ.173). Επίσης, ότι τα ιταλικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν το Κανονικόν (Εκκλησιαστικόν ) Δίκαιον (σελ.175). Ο ίδιος ο συγγραφεύς αναφέρει (σελ.177) ότι δι' άρθρου 75 του νόμου 222/1985 παρέχεται εις την Επισκοπικήν Σύνοδον της Ιταλίας το αποκλειστικόν δικαίωμα εκδόσεως κανόνων δικαίου αναγνωρίζοντάς τους τοιουτοτρόπως την ευχέρειαν ευθέως επηρεασμού της εννόμου τάξεως της Ιταλίας. Περαιτέρω ο ίδιος ο συγγραφεύς αναφέρει, ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει το ατομικόν δικαίωμα του κληρικού επί του μισθού του. (σελ. 178) Παραθέτει δε και αντίστοιχον νομολογίαν.
Εις την Ιταλίαν ισχύει "εκκλησιαστικός φόρος" υπέρ της Εκκλησίας ανερχόμενος εις το 0,8% του φορολογητέου εισοδήματος εκάστου Ιταλού. Όσοι δηλώσoυν άθεοι, δεν απαλλάσονται από την πληρωμήν του εκκλησιαστικού φόρου, απλώς ούτος δεν περιέρχεται εις την εκκλησίαν αλλ' εις κοινωφελείς σκοπούς. Ο τοιούτος εκκλησιαστικός φόρος προβλέπεται υπό του άρθρου 47 του νόμου 222/1985 (BΟΤΤΑ, ενθ'αν. σελ. 182). Ο εν λόγω συγγραφεύς καταλήγει εις το ότι εις την Ιταλίαν δεν υπάρχει κατόπιν των ανωτέρω χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, αφού εις την τελευταίαν (κυρίως) αναγνωρίζονται ευρύταται αρμοδιότητες ασκήσεως δημοσίας διοικήσεως και δικαστικών αρμοδιοτήτων (σελ. 190, 191, 192), οι δε ισχύοντες νόμοι αναφέρουν, ότι το Ιταλικόν κράτος υποχρεούται να ενισχύη την Εκκλησίαν λόγω της συμβολής της εις την διαμόρφωσιν υψηλού επιπέδου πολιτών (αυτόθι ). Οι ΒUSΝΕLLΙ (ΝΕW LΙΒΕRΤΙΕS ΑND CHURCH STΑΤΕ RΕLΑΤΙONSΗΙΡ ΙΝ ΙΤΑLΥ, εις NEW LIBERTIES ΑΝD CHURCH ΑΝD SΤΑΤΕ RELATIONSHIPS ΙΝ EUROPE, 1998 σελ. 239 επ.) αναφέρει ήδη από την αρχήν της μελέτης του, ότι εις την Ιταλίαν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας και μετά το 1985 δια τους εξής κυρίως λόγους:
α) Οι κανόνες που εκδίδει η Καθολική Εκκλησία έχουν ισχύν νόμου και επηρεάζουν ευθέως την ιταλικήν νομοθεσίαν (σελ. 241), αναφέρει δε ως παράδειγμα, το ότι η ιταλική κυβέρνησις ηθέλησε να εισαγάγει διάταξιν νόμου περί ευθανασίας, δεν το κατόρθωσε όμως λόγω αντιθέσεως της τοιαύτης διατάξεως προς διατάξεις κανόνων της Καθολικής Εκκλησίας (σελ. 245 αναφέρων επί λέξει "By not creatiηg any laws οη "euthanasia" the Italian system conforms to the principles οf the Roman Catholic Churcn").
β) Η Καθολική Εκκλησία εις την Ιταλίαν κατέχει δεσπόζουσαν θέσιν (σελ. 258 αναφέρων επί λέξει "the roman Catholic Church is predominant in Italy" ). O ίδιος συγγραφεύς αναφέρει περαιτέρω (σελ. 261) ότι αι εκπομπαί της ιταλικής κρατικής ροδιοτηλεοράσεως επηρεάζονται ευθέως υπό της Καθολικής Εκκλησίας, το δε κράτος χρηματοδοτεί ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς μεταδίδοντας θρησκευτικά προγράμματα (σελ. 261).
Ο FΕRRΑRΙ (STATE AND CHURCH ΙΝ ΙΤΑLΥ, εις ROBBERS ενθ'αν. σελ. 169 επ.) αναφέρει, ότι εις την Ιταλίαν διδάσκεται εις τα σχολεία ως υποχρεωτικόν το μάθημα των θρησκευτικών (σελ. 169), ως και ότι τούτο παρακολουθείται υπό του 90% των μαθητών. Το θέμα δε του μαθήματος των θρησκ/κων ρυθμίζεται διά του Κονκορδάτου που έχει υπογράψει η Ιταλία μετά του Βατικανού και το παλαιότερον και το προαναφερθέν ACCORDO DΙ VΙLLΑ ΜΑDΑΜΑ. O ίδιος συγγραφεύς αναφέρει, ότι εις την Ιταλίαν η Καθολική Εκκλησία κατέχει δεσπόζουσαν θέσιν (ΤΗΕ MOST PROMINENT ΡOSITION σελ. 173) και επίσης θέσιν πρoτιμησιακήν (PREFERENTIAL POSITION σελ. 173). Εις την ιδίαν σελ. αναφέρει, ότι αι αιρέσεις αποκλείονται των εκκλησιαστικών πρoνoμίων (π.χ αποκλείονται της θεσπίσεως εκκλησιαστικού φόρου, επιχoρηγήσεων κ.λ.π. σελ. 173) μεταξύ των ούτω αποκλειομένων των εκκλησιαστικών προνομίων αναφέρονται οι σαηεντολόγοι, οι μάρτυρες του ιεχωβά, καθώς και οι μουσουλμάνοι. Τούτο καθ' όσον εις την Ιταλίαν υπάρχει σύστημα αναγνωρίσεως και μη αναγνωρίσεως θρησκειών (ASSOCIAZIONI RICΟΝOSCIUTE και ASSOCIAZIONI NON RICONOSCIUTI σελ. 174 επ.), μόνον δε η τοιαύτη αναγνώρισις δίδει εις μίαν oργάνωσιν τον χαρακτήρα της θρησκείας, άλλως όχι, ως ρητώς αναφέρει ο ίδιος συγγραφεύς (σελ. 175 επί λέξει "ΤΗΕ ACKNOWLEDGEMENT..... CONFIRMS ΤΗΕ RELIGIOUS ΝΑΤURE OF RECOGNISED BODY"). Επίσης αναφέρεται, ότι η Καθολική Εκκλησία εις την Ιταλίαν είναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ασκούσα διοίκησιν ( σελ. 176).
Ο ίδιος συγγραφεύς αναφέρει περαιτέρω, ότι η υπερoχή της Καθολικής Εκκλησίας αναγνωρίζεται ευθέως εκ του Συντάγματος (επί λέξει "Art. 7, sect. Ι Const. (which recognises the sovereignty and independence of the Catholic Church) σελ. 177 αυτόθι).
Ειδικώτερον περί του μαθήματος των θρησκευτικών αναφέρει, ότι τούτο προβλέπεται υπό του προαναφερθέντος ACCORDO DΙ VΙLLΑ ΜΑDΑΜΑ και διδάσκεται καθ' εβδομάδα επί δίωρον εις τα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια και επί μίαν ώραν εις τα λύκεια (σελ. 176). Οι διδάσκαλοι του μαθήματoς των θρησκ/κών πρέπει να έχουν "εκκλησιαστικήν αναγνώρισιν" δυναμένην να ανακληθή χορηγουμένην εγγράφως υπό της Καθολικής Εκκλησίας. Μόνον δε εφ' όσον παρουσιάσουν τοιούτον έγγραφον εις τας σχολικάς αρχάς, δύνανται να διδάξουν το μάθημα των θρησκ/κών (αυτόθι σελ. 178-179) η δε ύλη του μαθήματος των θρησκ/κών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ υπουργείου Παιδείας και Προέδρου της Eπισκοπικής Συνόδου της Kαθολικής Εκκλησίας (σελ. 179). Το μάθημα των θρησκευτικών χρηματοδοτείται υπό του κράτους (σελ. 160). Περαιτέρω εις τα σχολεία τελείται αγιασμός υπό κληρικών, οι μαθηταί συμμετέχουν εις θρησκευτικάς εκδηλώσεις κατά την διάρκειαν του μαθήματος, όπου και υπάρχει και συνάντησις μαθητών με κληρικούς (σελ. 179).
Τέλος επισημαίνεται, ότι οι κληρικοί της Καθολικής Εκκλησίας μισθοδοτούνται υπο του κράτους (σελ. 182 και επί λέξει "the catholic clergy has been transformed into a salaried clergy, according to a model already in operation in the Church of England"). Επίσης το προαναφερθέν σύμφωνον της VΙLLΑ ΜΑDΑΜΑ προβλέπει, ότι η Καθολική Εκκλησία διατηρεί υπηρεσίας εις τον στρατόν, τα νοσοκομεία, τας φυλακάς κ.ο.κ. Τα ίδια περίπου αναφέρονται και υπό πλήθoυς άλλων συγγραφέων, οι οποίοι καταλήγoυν επίσης, εις το ότι εις την Ιταλίαν εις την πράξιν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους -Εκκλησίας. Χάριν συντομίας αναφερόμεθα εις ορισμένα βασικά μόνον σημεία ορισμένων εκ των λοιπών συγγραφέων ΑD HOC επιστημονικών έργων, ήτοι Ο RICHARD PUZZA (εις PUZZA -KUSTERMANN, STΑΑTLICHES RELIGIONSRECHT ΙM EUROPÄISCHEN VERGLEICH, 1993 σελ. 59 επ.) τιτλοφορεί την μελέτην του STAATLICHE RELIGIONSRECHT IN ITALΙEN", διά να δείξη ευθύς εξ αρχής, ότι εις την Ιταλίαν υπάρχει "κρατική εκκλησία". Και το αναφέρει ρητώς, π.χ. εις την σελ. 61 επάγεται, ότι η Kαθολική θρησκεία είναι η μόνη κρατική θρησκεία εις την Ιταλίαν (επί λέξει "Die katholische Religion ist die einzige Religion Italiens.... .die katholische apostolische und römische Religion ist die einzige Staatsreligiοn). Ο ίδιος συγγραφεύς αναφέρεται ομοίως εις τα ως άνω καθώς και εις το μάθημα των θρησκευτικών (σελ. 65).Ο D OΝΟRΙΟ (LA LIBERTE RELIGIEUSE DANS LΕ ΜΟΝDΕ, 1991, έργo βραβευθέν υπό του γαλλ. Eθνικού κέντρου Επιστημονικών ερευνών) αναφέρεται εις την διάταξιν του ως άνω συμφώνου, η οποία ορίζει, ότι η Ιταλική Δημοκρατία αναγνωρίζει την αξίαν της θρησκευτικής παιδείας και λαμβάνει υπ' όψιν, ότι αι αρχαί του καθoλικισμoύ απoτελoύν κληρονομίαν ιστορικήν του ιταλικού λαού, διά ταύτα την εισάγει εις τα σχολεία όλων των βαθμίδων (σελ. 131), αναφέρεται δε και εις απόφασιν του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1989, η οποία αναφέρει, ότι το κράτος είναι υποχρεωμένον να εισαγάγη εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών (σελ. 143).
Τα ίδια ως άνω ακριβώς δέχονται και πλήθος άλλοι συγγραφείς. Προκύπτει κατόπιν τoύτου, ότι και εις την Ιταλίαν ασχέτως των όσων αντιθέτως (αλλά και κακοπίστως) υποστηρίζονται, χωρισμός κράτους - Εκκλησίας δεν υπάρχει. Αντιθέτως υπάρχει στενή σύνδεσις και υπεροχή κατάδηλος της Καθολικής Εκκλησίας ασκούσης εν είδος "συνδιοικήσεως" παραλλήλως προς το κράτος, συνεπαγομένης μάλιστα ευθέως επηρεασμόν της νομοθετικής εξουσίας και της δικαιοσύνης. Όλα αυτά απηχούν και τα αισθήματα του ιταλικού λαoύ, π.χ. προσφάτως εν τοπικόν δικαστήριον απεφάσισεν, ότι ο Εσταυρωμένoς πρέπει να απoμακρυνθή από τας σχολικάς αιθούσας. Το απoτέλεσμα ήτο ο μεν Δήμαρχος της πόλεως να στήση έναν Σταυρόν ύψους τριών μέτρων έξωθι του σχολείου, η δικαστική απόφασις να μην εκτελεσθεή λόγω εξεγέρσεως των πoλιτών, η δε Υπουργός Παιδείας της Ιταλίας Λετίτσια Μορέτι να αποστείλη εγκύκλιον προς τους διευθυντάς των σχολείων να μην απομακρύνoυν τον Σταυρόν από τα σχολεία, να καταθέση δε και νoμoσχέδιον εις την Βουλήν περί επαναφοράς του Σταυρού εις τα σχολεία, το οποίον έτυχε της απαδοχής των Iταλών Boυλευτών , και πoλλών ανηκόντων εις την αριστεράν (εφημ. ΕΛ. ΤΥΠΟΣ 21.9.2000 σελ. 27).
7. ΙΣΠΑΝΙΑ
Ως γνωστόν και η Ισπανία είναι χώρα, εις την οποίον η Kαθoλική Εκκλησία έχει βαθείας ρίζας και επoμένως, ασχέτως των όσων υποστηρίζoνται κοκοπίστως, χωρισμός κράτους Εκκλησίας δεν είναι εις την πράξιν δυνατός. Και τούτο αποδεικνύεται υπό πλήθους στοιχείων. Βεβαίως άμα τη πτώσει του φρανκικού καθεστώτoς εις την Ισπανίαν η Kαθολική Εκκλησία υπέστη βιαίαν επίθεσιν και εζητήθη η"κεφαλή της επί πίνακι", οι πολέμιοί της δε έφθασαν να χλευάζωνται υπό των πλέον εγκύρων συγγραμμάτων, π.χ. ο D’ ONORIO (ενθ' αν. σελ. 127) αναφέρει, ότι τότε το Ισπανικόν Κοινοβούλιον εκλήθη να νομοθετήση ότι....«Θεός δεν υπάρχει». Ο εν λόγω συγγραφεύς χλευάζει το γεγονός τούτο αναφέρων, ότι είναι μοναδικόν εις τον κόσμον. Σήμερον εις την Ισπανίαν το καθεστώς των Εκκλησιών είναι τελείως διάφορον και βεβαίως υπέρ της Kαθολικής Εκκλησίας, χωρισμός δε κράτους - Εκκλησίας δεν υπάρχει εις την πράξιν, ως τούτο προκύπτει εκ των εξής εγκύρων στοιχείων και πολλών άλλων ομοίων παραλειπομένων χάριν συντομίας:
α) Το ισχύον σήμερον ισπανικόν Σύνταγμα του 1978 αναφέρει, ότι αναγνωρίζει τας "χριστιανικάς αρχάς" και επί πλέον ότι "αι δημόσιαι υπηρεσίαι λαμβάνουν υπ' όψιν τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις του ισπανικού λαού" και προβλέπεται σύστημα "σχέσεων συνεργασίας μεταξύ κράτους και Καθολικής Εκκλησίας" (D’ ΟΝΟRΙΟ, σελ. 128).
Ούτω η Καθολική Εκκλησία τοποθετείται σήμερον εις θέσιν υπεροχής αδιαμφισβήτητον.
Ο ίδιος συγγραφεύς το αναφέρει ρητώς (σελ. 129 και επί λέξει "la place prépondérente de la foi cathοlique est indeniab1e"). Τα ίδια δέχεται και ο IBAN (STATE ΑΝD CHURCH ΙΝ SΡΑΙΝ, εις ROBBERS ενθ'αν. σελ. 93 επ.) αναφέρων μεταξύ άλλων, ότι η Ισπανία έχει συνάψει και Κονκορδάτα με το Βατικανό υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας (σελ. 96-97), ως και ότι το άρθρον 16 του Συντάγματος εν όψει του (ως άνω παρατεθέντος) περιεχόμενου του φαίνεται να θεσπίζη "κρατι- κήν Εκκλησίαν" (επί λέξει "ΙΤ SEEΜS ΤΟ REFER ΤΟ ΤΗΕ STATE CHURCH" σελ. 101), Ο ίδιος σ. αναφέρει, ότι το κράτος είναι εχθρικόν προς πάσαν έννοιαν αθεΐας ή αγνωστικισμού, αφου το ίδιον το Σύνταγμα θεσπίζει συνεργασίαν κράτους - Καθολικής Eκκλησίας (σελ. 102-103). Συνεπεία τoύτoυ η Καθολική Εκκλησία είναι ελευθέρα και δεν περιορίζεται εκ των ορίων που προβλέπονται διά τας λοιπάς εκκλησίας (σελ. 103). Περαιτέρω πληροφορούμεθα ότι εις την Ισπανίαν διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών(σελ. 98), κατοχυρούται δε ευθέως από το Σύνταγμα (SΑΝCΗΟ, DΕR RELIGIONSUNTEHRICHT ΙΝ DΕ STAATLICHEN SPANISCHEN SCHULEN, εις GEWISSEN UND FREIHEIT, 55/2000 σελ. 9 επ.).
Το μάθημα τούτο είναι το της Kαθολικής Εκκλησίας (σελ. 98), ως τούτο ορίζεται εις Κονκορδάτον μετά του Βατικανού της 4.12. 1979. Οι διδάσκαλοι των θρησκ/κων διορίζονται, υπό της Καθολικής Εκκλησίας, υπό της οποίας και προσδιορίζεται η διδακτέα ύλη. Τo μάθημα δε αυτό προεβλέφθη διά του νόμου 7/1980 (SΑΝCΗΟ, σελ. 10).
Περαιτέρω αναφέρεται, ότι η Kαθoλική Εκκλησία χρηματοδοτείται υπό του κράτους, το οποίον υποχρεούται να της παραχωρήση ορισμένον ποσοστόν εκ των εσόδων εκ φορολογίας εισoδήματoς (σελ. 109-110).
Τα ίδια περίπου δέχεται και ο ΜΑRΤΙNΕΖ ΤΟRRΟΝ (NEW LIBERΤIES ΑND CHURCH STATE RELATIONSHIPS ΙΝ SPAIN, εις NEW LIBERTIES AND CHURCH ΑΝD STATE RΕLΑTIONSHIPS IN EUROPE, 1998 σελ. 159 επ.). Επί πλέον αναφέρει, ότι το ραδιόφωνο και η τηλεόραση υποχρεούνται να σέβωνται τας θρησκευτικάς πεπoιθήσεις του λαού και ίδια της Kαθoλικής Εκκλησίας (σελ. 183).
Η GLΟRΙΑ ΜΟRΑΝ καθηγήτρια πανεπιστημίου LΑ CORUNA της Ισπανίας εις την μελέτην της "DΙΕ ENTWICKLUNG DES VERHÄLTNISSES VON STAAT UΝD KIRCHE: ΒΕTRACHTUNGEN ÜBER DIΕ VERGANGENHEIT UΝD DIΕ GEGENWART (εις GEWISSEN- UΝD FREIHEIT 51, 1998, σελ. 45 επ.) κατατάσσει την Ισπανίαν από απόψεως σχέσεων κράτους - Εκκλησίας εις την ιδίαν κατάστασιν ως εις Αγγλίαν, Ελλάδα και Ιταλίαν. Τέλος ο V e g a S a l a (ΜΑΤRIΜΟΝIΑΝ RELIGIOUS LAW ΑΝD IΤS APPLICATION BY CIVIL AND RELIGIOUS JURIDICTION IΝ SΡΑIΝ, εις CΑΡΑRRΟS -CΗRΙSΤΙΑΝS, ενθ' αν. σελ. 459 επ.) αναφέρει, ότι εις την Ισπανίαν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας και εκ του ότι διά την καταχώρησιν του γάμου εις το Ληξιαρχείoν αρκεί η προσκόμισις εκκλησιαστικής βεβαιώσεως του γάμου ότι ετελέσθη (δι'όσους τελούν θρησκευτ. γάμον) και δεν απαιτείται κρατική πιστοποίησις αυτού. Επίσης αναφέρει, ότι τα πολιτικά δικαστήρια εφαρμόζουν το Εκκλησιαστικόν (κανονικόν) Δίκαιον και τας αποφάσεις των εκκλ. δικαστηρίων (σελ. 468).
Προκύπτει κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ότι και εις την Iσπανία χωρισμός κράτους - Εκκλησίας δεν υπάρχει εις την πράξιν. Αντί άλλων παραθέτομεν συμπέρασμα του ΟRΤΕGΑ (LΑ LΙBERTE RELIGIEUSE ΕΝ ESPAGNE, εις REVUE BELGE DU DROIT CONSTITUTIONNEL, 2001, σελ. 68 ) έχουσα ούτω on peut conclure que 1' Etat espagnol qui nait de la Constitution de 1978 n' est pas laïque.
8. ΠOPΤOΓAΛΛΙA
Και διά την Πορτογαλλίαν παρά τα όσα αντίθετα έχουν ανευθύνως και επιπολαίως λεχθή, εις την πράξιν δεν απαντάται χωρισμός κράτους - Εκκλησίας. Επισημαίνομεν τα κάτωθι
α) Τα Σύνταγμα της Πορτογαλλίας εις το άρθρoν 41 παρ. 4 κυθιερώνει την ισότητα μεταξύ των θρησκειών και τον χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας. Ε ι ς την πράξιν η εν λόγω συνταγματική διάταξις δεν εύρε ουδεμίαν εφαρμoγήν. Παραθέτoμεν επί λέξει σχετικόν απόσπασμα της μελέτης του VITALINO CΑΝΑS (STATE ΑΝD CHURCH ΙΝ PORTUGAL, εις ROBERS, ενθ'αν. σελ. 259 επ.), το οποίον έχει ως εξής (αυτόθι σελ. 264):
,"Despite constitutional progress towards equality and separation, the combination of "sοciοlοgical factors, history and some legislation still anchored in old conceptions lead us to two propositions: (a) the principle of equal treatment is not entirely enforced: (b) the principle of separation is interpreted in a quite modest way. Ι shall concentrate οn these two topics, showing that the Catho1ic Church still
"enjoys privileges not granted to the remaining denominations and that the Portuguese State still chooses to support the fundamental tasks of the dominant denomination" .Βλέπομεν λοιπόν, ότι η Πορτογαλλία αποτελεί κλασσικόν παράδειγμα κράτους του οποίου το Σύνταγμα θεσπίζει τον χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας και την πλήρη ισότητα των εκκλησιών και όπου η διάταξις αυτή εις την πράξιν δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοσθή και απαντάται εις αυτήν (δηλ. την πράξιν) υπεροχή, δεσπόζουσα θέσις προνομιακή κατάστασις διά την καθολικήν Εκκλησίαν η οποία κατέχει θέσιν "επικρατούσης θρησκείας". Πρέπει επίσης να σημειωθή, ότι ευρίσκεται πάντοτε εν ισχύϊ το Κονκορδάτον που έχει υπογράψει η Πορτογαλλία με το Βατικανόν της 7.5.1940. CΑ Ν ΑS, ενθ' αν. σελ. 262), το Νομοθ. Διάταγμα 407/89, το οποίον εισάγει το μάθημα των θρησκευτικών εις τα σχολεία (CANAS, ενθ' αν. σελ. 263), ο νόμος 58/90 ης 7.9.1990 περί οργανώσεως θρησκευτικών εκπομπών της καθολικής Εκκλησίας εις το ραδιόφωνον και την τηλεόρασιν, καθώς και σειρά άλλων νόμων που οργανώνουν υπηρεσίας στρατιωτικών ιερέων, ιερέων εις τας φυλακάς και' άλλα ιδρύματα κ.λ.π.
Ως προς το ως άνω Koνκoρδάτoν αι διατάξεις του υπερτερούν ακόμη και αν συγκρούονται προς το Σύνταγμα (CΑΝΑS σελ. 266). Υπ' όψιν ότι το άρθρον ΧΧΙ του εν λόγω Κονκορδάτου προβλέπει, ότι η διδασκαλία εις τα δημόσια σχολεία πρέπει να καθοδηγείται υπό των αρχών του Καθολικισμού (πρβλ. C ΑΝΑS, αναφέροντα επί λέξει διά την εν λόγω διάταξιν ARTICLE ΧΧΙ (TEACHING ΙΝ ΤΗΕ STΑΤΕ SCHOOLS) MUST ΒΕ GUIDED ΒY CAΤΗΟLIC PRINCIPLES, αυτόθι σελ. 266). Τα υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας προνόμια δεν εθεωρήθησαν αντισυνταγματικά δια των 423/87 και 174/93 αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου ( C A N A S, σελ. 267, υποσημ. 27 αυτόθι). Αι εν λόγω αποφάσεις δέχονται επί πλέον, ότι το κράτος υποχρεούται να εισαγάγει εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών της Καθολικής Εκκλησίας, καθ΄όσον αύτη τυγχάνει η μείζων Εκκλησία εις το πορτογαλλικόν κράτος ( επί λέξει απόσπασμα των εν λόγω αποφάσεων εις αγγλ. μετάφρασιν : "THE STATE MUST GIVE THE OPPORTUNITY TO THE CATHOLIC CHURCH IN PORTUGAL TO TEACH MORALS AND RELIGION AT STATE SCHOOLS", CANAS, σελ. 273). Επίσης αι εν λόγω αποφάσεις αναφέρουν, ότι η ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών θα καθορίζεται υπό της καθολικής Εκκλησίας και θα εγκρίνεται υπό του κράτους. Τα προνόμια, που αναγνωρίζονται ειδικώς και μόνον υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας, είναι (πέραν του μαθήματος των θρησκευτικών) πολλά (π.χ. φορολογικαί απαλλαγαί αμέσων και εμμέσων φόρων, απαλλαγαί από τον στρατόν, ίδρυσις εκκλησιαστικών υπηρεσιών εις τον στρατόν και εις πολλά δημόσια ιδρύματα, π.χ. φυλακαί, νοσοκομεία κ.λ.π).
Ο ως άνω παραπεμπόμενος συγγραφεύς καταλήγει, εις το ότι εις την Πορτογαλλίαν εις την πράξιν ο χωρισμός Κράτους -Εκκλησίας δ ε ν ε φ η ρ μ ό σ θ η (σελ.277). Ο D' ONORIO (ενθ'αν σελ. 135) αναφέρει, επίσης ότι εις την Πορτογαλλίαν η Καθολική Εκκλησία απολαύει "ειδικού καθεστώτος" (ΤRAITEMENT SPECIAL) και ότι τούτο έχει γίνει δεκτόν υπό της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι DESOUSA και TELES PEREIRA (NOUVEUX DROITS ET RELATIONS EGLISE ETAT AU PORTUGAL, εις NEW LIBERTIES AND CHURCH, 1998 σελ. 331 επ.) αναφέρονται ομοίως εις την υπερέχουσαν θέσιν της Καθολικής Εκκλησίας. Επί πλέον αναφέρουν, ότι εις την Καθολικήν Εκκλησίαν επετράπη (εις αυτήν και μόνην) να λειτουργήση τηλεοπτικόν σταθμόν (σελ. 363). Επίσης ότι και η κρατική τηλεόρασις μεταδίδει εκπομπάς της Καθολικής Εκκλησίας (σελ. 364 υποσημ. 56). Επίσης διά του νόμου 6/96 της 17.1.1995 απηγορεύθη εις τας αιρέσεις να μεταδίδουν ιδικά των προγράμματα (μετέδιδον τας απόψεις των ως πληρωμένας διαφημίσεις) (σελ. 365).
Κατ' ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω ( και πολλών άλλων παραλειπομένων χάριν συντομίας δεχομένων όμως τα αυτά) προκύπτει -ως ελέχθη ανωτέρω-ότι εις την Πορτογαλλίαν καμμία περίπτωσις χωρισμού Κράτους -Εκκλησίας δεν ανεφάνη εις την πράξιν παρά την ρητήν συνταγματικήν διατάξιν επί του αντιθέτου, η οποία (ως προκύπτει εκ πλήθους στοιχείων) έχει περιπέσει εις αχρησίαν.
|