Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους



Γεώργιος Ηλ. Κρίππας

Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου


Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας εις τας χώρας - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(παλαιάς και νεοεισελθούσας το έτος 2004)

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Οι υποστηρίζοντες, ότι εις την Γερμανίαν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας επικαλούνται προς τούτο το άρθρον 140 (εν συνδυασμώ προς το άρθρον 137) του Συντάγματος Βαϊμάρης του 1919 (τα άρθρα αυτά έχουν διατηρηθεί εν ισχύϊ δι άρθρου 140 του ισχύοντος σήμερον γερμανικού συντάγματος). Η διάταξις αυτή αναφέρει επί λέξει, ότι "δεν υπάρχει καμμία κρατική εκκλησία" ( ES BESTEHT KEINE STAATSKIRCHE). Eπίκλησις άλλης πηγής ή άλλου επιχείρηματος δεν έχει ποτέ υποστηριχθή. Η άποψις όμως αυτή είναι επιστημονικώς αβάσιμος, ως προκύπτει εκ πλήθους λίαν εγκύρων πηγών, αλλά και άλλων συνταγματικών και νομικών διατάξεων. Επισημαίνομεν τα εξής λίαν ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία ανατρέπουν άρδην την εν λόγω άποψιν:

1) To άρθρον 7 παρ. 3 του ισχύοντος γερμανικού Συντάγματος έχει ως εξής : " Το μάθημα των θρησκευτικών εις τα δημόσια σχολεία -με εξαίρεσιν των μη δογματικών σχολείων -είναι τακτικό μάθημα, επιφυλασσομένης της κρατικής εποπτείας, το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται συμφώνως προς τας αρχάς των θρησκευτικών κοινοτήτων (επί λέξει "DER RELIGIONSUNTERRICHT IST IN DEN ÖFFENTLICHEN SCHULEN ORDENTLICHES LEHRFACH. UNBESCHADET DES STAATLICHEN AUFSICHTSRECHTS WIRD DER RELIGIONSUNTERRICHT IN ÜBEREINSTIMMUNG MIT DER GRUNDSÄTZEN DER RELIGIONSGEMEINSCHAFTEN ERTEILT"). H ρύθμισις αυτή, ως γνωστόν, καταλύει και αποκλείει πάσαν έννοιαν χωρισμού κράτους Εκκλησίας. Ακριβώς τούτο έχει εγκύρως υποστηριχθή, ήτοι, ότι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και μάλιστα δι ύλης καθοριζομένης υπό της Εκκλησίας και όχι υπό του κράτους και βεβαίως η υποχρεωτικότης αυτού αποτελούν διάσπασιν της εννοίας χωρισμού κράτους -Εκκλησίας. Αντί άλλων παραθέτομεν αυτήν ακριβώς την διατύπωσιν εκ του πλέον εκγύρου και AD HOC επιστημονικού συγγράμματος (HILDEBRAND, DAS GRUNDRECHT AUF RELIGIONSUNTERRICHT, 2000 σελ. 65) " Der Grundsatz der weltanschaulich-religiösen Neutralität des Staates findet insoweit eine Durchbrechung, als art. 7 Abs. 3 S 1 GG mit verfassungsrechtlicher Garantie den Religionsunterricht an den öffentlichen Scnulen zu einer - jedenfalls auch- staatlichen Auffgabe erklärt", το εν λόγω σύγγραμμα χρησιμοποιεί την λέξιν DURCHBRECHUNG εν προκειμένω, η οποία σημαίνει διάσπασις δια να αποδείξη, ότι το συμφώνως προς το Σύνταγμα διδασκόμενον εις τα δημ. σχολεία μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί "διάσπασιν"της εννοίας του χωρισμού κράτους -Εκκλησίας. Το ίδιον σύγγραμμα αναφέρει περαιτέρω, ότι το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται ως "κατηχητικόν" (δηλ. μάθημα της Χριστιανικής θρησκείας και όχι μία γενική θρησκειολογία σελ. 75 χρησιμοποιώντας την λέξιν ΚΟΝFESSIONEL (κατηχητικόν) διά το μαθ. των θρησκευτικών, ομοίως σελ.206), προσθέτει δε, ότι εάν το μάθημα των θρησκευτικών μετετρέπετο εις μιαν γενικήν θρησκειολογίαν, τότε αυτό θα ήτο αντισυνταγματικόν (σελ. 190-191 και σελ. 233, 234 επικαλούμενον νομολογίαν). Το ίδιον σύγγραμμα (αλλά και πολλά άλλα AD HOC παραλειπόμενα χάριν συντομίας) αναφέρει, ότι το μάθημα αυτό πρέπει να διδάσκεται κατά νόμον τουλάχιστον επί δίωρον καθ΄ εβδομάδα (σελ.88). Τας εν προκειμένω απόψεις δέχονται και πλήθος άλλων συγγραμμάτων εγκύρων και ευρύτατα γνωστών, μεταξύ των οποίων και το σύγγραμμα του v.CAMPENHAUSEN, " STAATSKIRCHENRECHT" (3η εκδ. 1996 σελ. 240 επ.), το οποίον θεωρείται γενικώς ως το σπουδαιότερον νομικόν -ατομικόν σύγγραμμα περί σχέσεων κράτους -Εκκλησίας εις την Γερμανίαν, καθώς και το σύγγραμμα των LISTL-PIRSON " HANDBUCH DES STAATSKIRCHEΝRECHTS DER BUNDESREPUBLIK DEUTSCHLAND" 2α εκδ. τομ ΙΙ, 1996 σελ. 452 επ, 461επ, 491 επ 504 επ.), το οποίον θεωρείται ως το σπουδαιότερον συλλογικόν νομικόν σύγγραμμα εις την Γερμανίαν περί σχέσεων κράτους -Εκκλησίας. Και βεβαίως η άποψις αύτη είναι επιστημονικώς κατά πάντα βάσιμος και αδιαμφισβήτητος, διότι θα ήτο αστείον να υποστηρίξη κανείς, ότι έχομεν χωρισμόν κράτους-Εκκλησίας εις περίπτωσιν, όπου το ίδιον το Σύνταγμα προβλέπει την υποχρεωτικήν διδασκαλίαν μαθήματος θρησκευτικών της Χριστιανικής μάλιστα θρησκείας, όπου την ύλην αυτού την προσδιορίζει η Εκκλησία και όχι το κράτος και όπου εις τα σχολεία διδάσκουν και κληρικοί της Χριστιανικής Εκκλησίας (ως συμβαίνει εις την Γερμανίαν, ιδέ αναφερόμενα συγγράμματα και μέγα πλήθος άλλων παραλειπομένων χάριν συντομίας), το δε μάθημα τούτο είναι ισότιμον προς τα λοιπά, οι βαθμοί του καταχωρούνται εις τα απολυτήρια και τα ενδεικτικά και υπολογίζονται εις τον μέσον όρον βαθμολογίας, αι δε ώραι δεν δύνανται να μειωθούν κ.λ.π. (πρβλ. και ημέτερον έργον αναλύουν πλήρως το εν προκειμένω θέμα "Η συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών παρ' ημίν και εν τη αλλοδαπή, 2001 σελ. 315 επ., όπου και πλήρης και εκτενής αναφορά εις την γερμανικήν βιβλιογραφίαν και νομολογίαν. Τέλος επισημαίνομεν και την μόλις προφάτως δημοσιευομένην μελέτην του Γερμανού Πανεπ. καθηγητού J. ENNUSACHT υπό τον τίτλον "INTERRELIGIÖSES LERNEN IM RELIGIONSUNTERRICHΤ (περιοδ. KIRCHE UND RECHT, 2004 σελ. 47 επ.), όπου ρητώς αναφέρει, ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι κατηχητικόν (επί λέξει "DER RELIGIONSUNTERRICHT IST KONFESSIONSGEBUNDEN. DIES SCHREIBT EINMAL DAS KIRCHENRECHT VOR, DAS IM UNTERRICHT EINEN KIRCHLICHEN DIENST ERKENNT" σελ. 61), ως και ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να προδιαγράφεται από μίαν εκκλησίαν ή θρησκευτικήν κοινότητα (επί λέξει "DER RELIGIONSUNTERRICHT MUSS DAHER JEWEILS EINER KIRCHE ODER RELIGIONSGEMEINSCHAFT ZUZUORDNEN SEIN" σελ. 61). Τέλος ο ίδιος αναφέρει (αυτόθι) ότι η Εκκλησία εγκρίνει και τους διδάσκοντας το μάθημα των θρησκευτικών..

To ότι η συνταγματκή διάταξις περί του μαθήματος των θρησκευτικών αποτελεί «διάσπασιν» (Durchbrechung) της εννοίας του χωρσμού κράτους – Εκκλησίας δέχεται και ο T a n g e r m a n n (“Die Bremer Klausel” Zeitschrift für Evangelisches Staatskirchenrecht, 2005 σελ. 200-201)

Τα ως άνω γίνονται παγίως δεκτά εις την Γερμανίαν και από την νομολογίαν και από την επιστήμη χωρίς αντίθετον άποψιν (πρβλ. βιβλιογραφίαν και νομολογίαν εις το προαναφερόμενον ημέτερον έργον).

2) Αι δύο μεγάλαι Χριστιανικαί Εκκλησίαι εις την Γερμανίαν (Καθολική και Ευαγγελική ) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και μάλιστα δι' ευθείας συνταγματικής διατάξεως (άρθρ. 137 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, ενσωματωθέν εις το ισχύον Σύνταγμα κατ' άρθρον 140 αυτού). Πάσαι αι λοιπαί Εκκλησίαι ή θρησκ. οργανώσεις (πλήν της ισραηλιτικής) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εξ όσων είναι γνωστά μία μόνον θρησκ. κοινότης εζήτησε μέχρι σήμερον εις την Γερμανίαν να μετατραπή εις νομ. πρόσωπον δημ. δικαίου (η των μαρτύρων του Ιεχωβά), πλην όμως το αίτημα των απερρίφθη, προσέφυγον εν συνεχεία εις το διοικητικά δικαστήρια και εις το Συνταγματικόν Δικαστήριον, πλην όμως η προσφυγή των τελικώς απερρίφθη (ν. CAMPENHAUSEN, ενθ' αν. σελ. 139 επ. W I N T E R, STAATSKIRCHΕNRECHENRECHT, 2001 σελ. 136 επ. K Ι R C H H O F, DIE KIRCHEN UND RELIGIONSGEMEIMSCHAFTEN ALS KÖRPERSCHAFTEN DES ÖFFENTLICHEN RECHTS, εις LISTL - PIRSON, ενθ. αν. τομ. Ι, 1994 σελ. 651 επ. και πλήθος μέγα άλλων πηγών παραλειπομένων λόγω συντομίας). Το στοιχείον τούτο (της μορφής Ν.Π.Δ.Δ. διά τας Χριστιανικάς Εκκλησίας ) αποτελεί απόδειξιν περί του ότι δεν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας εις την Γερμανίαν. Αυτό ακριβώς δέχεται και το τελευταίον των ως άνω παραπεμπομένων έργων αναφέρον τούτο επί λέξει, ήτοι "Staat und Kirche werden nicht voneinander getrennt" (σελ. 656) και περαιτέρω "Ihr öffentlichrechtichen Charakter begründet ein rechtliches Band zwischen Staat und Kirche" (αυτόθι σελ. 656). Το ίδιον δέχεται και το σύνολον της βιβλιογραφίας και νομολογίας, μεταξύ των οποίων και τα πλέον γνωστά και περισπούδαστα έργα του Συνταγματικού Δικαίου (ανέρχονται εις μέγα πλήθoς και παραλείπoνται χάριν συντομίας).

3) Συνεπεία της ως άνω μoρφής των Χριστιανικών Εκκλησιών προβλέπονται υπέρ αυτών πολλά προνόμια. Κυριώτερον των οποίων είναι ο λεγόμενος "εκκλησιαστικός φόρος" (KIRCHEΝ- STEUER), ο οποίος αποτελεί κονονικόν δημόσιον φόρον υποχρεωτικώς υπό του κράτους εις πραττόμενoς και αποδιδόμενος εις τας δύο μεγάλος Χριστιανικάς Εκκλησίας (πρβλ. λεπτομερεστερον ν. CΑΜΡΕΝΗΑUSΕΝ, ενθ' αν. σελ. 169 επ. W Ι Ν Τ Ε R, ενθ' αν. σελ. 146 επ.) Ο εν λόγω εκκλησιαστικός φόρος υπέρ των Χριστιανικών Eκκλησιών πρoβλέπεται υπό διατάξεως συνταγματικής (άρθρ. 137 παρ. 6 του Συντ. Βαϊμάρης ενσωματωθέν εις το ισχύον σύνταγμα βάσει του άρθρου 140 αυτού). Μάλιστα εις την Γερμανίαν οι πολίται οφείλουν να δηλώνουν εις το κράτος εις ποίαν θρησκείαν ανήκουν, διά να επιβάλλεται ο εκκλησιαστικός φόρος (ΚΙRCΗΗΟF, ενθ' αν. σελ. 671, αναφέροντος επί λέξει "Die so begründete Zugehörigkeit zu einer Kirchengemeinde ist auch das staatliche Recht, insbesondere für die Kirchenbesteuerung, verbindlich" (αυτόθι σελ. 671). Και τούτο εις απάντησιν των όσων υπεστήριξαν εις την Ελλάδα, ότι η αναγραφή της θρησκείας εις το δελτ. ταυτότητος είναι μέτρον αντισυνταγματικόν. Η υποχρεωτική δήλωση της θρησκείας, εις την οποίαν κάποιος ανήκει δεν εθεωρήθη υπό της γερμανικής νομολογίας αντισυνταγματική (αποφ. Συνταγμ. Δικ/ρίου της 25.5.2001, περ. NEUE ΖΕΙΤSCΗRΙFΤ FÜR VERWALTUNGSRECHT, 2001 σελ. 909. Ομοίως Συνταγμ. Δικ/ρίου αποφ. της 15.12.1983, εις ENTSCHEIDUNGEN DES BUNDESVERFASSUNGSGERICHTS, τομ. 65 σελ. 1 επ.). Πέραν των ως άνω και μέγα πλήθoς άλλων προνομίων ειδικώς διά τας δύο μεγάλας Χριστιανικάς Εκκλησίας εις την Γερμανίαν προβλέ-πονται και υπό των νόμων και υπό του Συντάγματος (π.χ. W Ε Ι S S, GLEIHHEIT ΟDΕR PRIVILEGIEN- ZUR STELLUNG ÖFFENTLICH -RECHTLICHER RELIGIONSGEMEINS-CHAFTEN, εις KRITISCHE VIERTELJHARSCHRIFT FÜR GESETZGEBUNG UND RECHTS-WISSENSCHAFT, 2000 σελ. 104 επ.) αναφέροντος επίσης, ότι η εν λόγω προνομιακή μεταχείριση των μεγάλων Χριστιανικών Εκκλησιών δεν παραβιάζει την αρχήν της ισότητος, αυτόθι σελ. 106 και 108 επ., καθ' όσον το ίδιον το Σύνταγμα δεν απαιτεί την ιδίαν μεταχείρισιν μεταξύ όλων των εκκλησιών ή των θρησκευτικών κοινοτήτων περαιτέρω ομοίως πρβλ. ΜÜLLΕR VOLBΗΕR, DAS GRUNDRECHT DΕR RELIGIONSFREIΗΕΙT UND SEINE SCHRANKEN, εις DΙΕ ÖFENTLICHE VERWALTUNG 1995 σελ. 301 επ. αναφέρον, ότι, υπό του Συντάγματος προστατεύονται μόνον αι έχουσαι βαθείας ιστορικάς ρίζας θρησκείαι και όχι αι λοιπαί, σελ., 304 επ., πρβλ. επίσης FRΙΑUF-HÖFLΙΝG, BΕRLΙΝΕR KOMMENTAR ZUM GRUNDGESETZ, 9η Εκδ. 2003, υπ' αρθρ. 4, αριθ. 43-44, αναφερόντων ότι η υπό του κράτους υποστήριξις των μεγάλων Εκκλησιών αποτελεί υποχρέωσιν του κράτους συμφώνως προς την νομολογίαν του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Επισημαίνομεν μερικάς από τας εν λόγω απoφάσεις του δικαστηρίου τούτου: α)Αποφ. της 16.10.1968 (γνωστή ως απόφ. περί "AKTIΟΝ RUMPELKAMMER, BVerfGE 24 σελ. 236). Η αποφ. αυτή αναφέρεται υφ' όλων σχεδόν των εγχειριδίων Συνταγματικού Δικαίου και σχέσεων κράτους - Εκκλησίας. Η εν προκειμένω αποφ. αναγνωρίζει ειδικά προνόμια εις τας Xριστιανικάς Eκκλησίας. β). Η αποφ. της 19.8.2002 (JuS 2003 σελ. 391 επ.) αναφέρει, ότι το κράτος υποχρεούται να παραχωρήση εις τας Χριστιανικάς Εκκλησίας το προνόμιο της επιβολής και εισπράξεως φόρων. γ) Η από 26.3.2001 αποφ, (DVBl 2001 σελ. 964 επ.) αναφέρει, ότι αι μεγάλαι Χριστιανικαί Εκκλησίαι απολαύουν ειδικών προνομίων λόγω της μορφής των και λόγω της επιδράσεως που ασκoύν εις το κράτος και εις την κοινωνίαν, καθώς και ότι το κράτος δεν πρέπει να είναι ουδέτερον έναντι αυτών. δ) Η από 27.11.1990 αποφ. (BVERFGE 83 σελ. 130 επ.) αναφέρει, ότι αι μεγάλαι Χριστιανικαί Εκκλησίαι συνεργάζονται με τας κρατικάς υπηρεσίας (μετέχουν εις την κρατ. διοίκησιν) εις τον τομέα προστασίας της νεότητος κ.ο.κ.

4) Η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας συνέταξε και εκυκλοφόρησε το 1998 έκθεσιν περί της επικινδύνου δραστηριότητος ορισμένων αιρέσεων υπό τον τίτλον "ENDBERICHT DER ENQUETE KOMMISSION "SOGENANNTE SΕΚΤΕΝ UND PSYCHOGRUPPEN", αποτελούμενον από 235 σελίδας, όπου αναφέρεται με πολύ σκληράς εκφράσεις περί ορισμένων αιρέσεων εμφανιζoμένων ως θρησκειών επισημαίνουσα, ότι αι εν λόγω αιρέσεις αποτελούν οργανώσεις αναπτυσσούσας επικίνδυνον δράσιν, προτείνει δε την κίνησιν ποινικής διώξεως κατ' αυτών και μάλιστα αυτεπαγγέλτως (σελ. 140). Αναφέρεται δε εις συγεκριμένας αξιοποίνους πράξεις αυτών (σελ. 138-139). Ως περισσότερον επικίνδυνον εμφανίζει την οργάνωσιν των Σαηεντολόγων (σελ, 128-129), Υπ' όψιν ότι εις την Γερμανίαν υπάρχουν δημόσιαι υπηρεσίαι προστασίας του κοινού εκ της τοιαύτης καταστροφικής δράσεως των αιρέσεων, οι οποίαι συχνάκις εκδίδουν κρατικάς ανακοινώσεις και προειδοποιήσεις (υπό τον τίτλον WARNUNG) προς το κοινον περί της επικινδυνότητος ορισμένων αιρέσεων. Αι αντίστοιχοι αιρέσεις προσέφυγον εις την δικαιοσύνην εναντίον των τοιούτων κρατικών προειδοποιήσεων, ανακοινώσεων, φυλλαδίων κ.λ.π. και εζήτησαν την απαγόρευσιν και απόσυρσιν αυτών. Όμως αι εν λόγω πρόσφυγαι των απερρίφθησαν από τα δικαστήρια μάλιστα και υπό του Συνταγματικού Δικαστηρίου διά σειράς αποφάσεών του.

Επισημαίνομεν τας τρεις πλέον προσφάτους αποφάσεις του Συνταγμ. Δικαστηρίου: α) Η από 26.6.2002 αποφ. (BVerfGE 105 σελ. 279 επ.) αναφέρει, ότι τοιαύται κρατικαί ανακοινώσεις περί των επικινδύνων αιρέσεων εκδίδονται υπό των γερμανικών δημοσίων αρχών από το1980, ότι η γερμαν. ομοσπονδιακή κυβέρνησις είναι κατά νόμον αρμοδία και εξουσιοδοτημέvη να εκδίδη τoιαύτας ανακοινώσεις και προειδοποίησεις, απευθυνoμένας προς το κοινόν προς πληροφορησίν του, επίσης προς την Boυλήν και προς πάντα ενδιαφερόμενον, δύναται δε εις τας τοιαύτας ανακοινώσεις να χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις ως "αιρέσεις", ""νεοθρησκείαι", "νεοαιρεσεις", "ψυχοαιρέσεις" κ. λ. π. Άλλωστε το κοινόν από το κράτος αναμένει να πληροφορηθεί περί των τοιούτων oργανώσεων, εάν δε το κράτος δεν προβή εις τας γνωστοποιήσεις και ανακοινώσεις αυτάς, τότε τυγχάνει υπαίτιον παραλείψεως οφειλομένης νομίμου ενεργείας. Τούτο διότι μεταξύ των υπoχρεώσεων του κράτoυς περιλαμβάνεται και το καθήκον πληροφορήσεως του κοινού. β) Τα ίδια δέχεται και η από 6.12.2002 αποφ, του ιδίου δικαστηρίου (NJW 2003 σελ. 1305 επ.) απορρίπτουσα προσφυγήν περί ακυρώσεως κρατικής ανακοινώσεως περί των αιρέσεων και αποδεχομένην την υποχρέωσιν του κράτους περί πληροφορήσεως του κοινού (ομιλεί περί RECHTMÄSSIGKEIT STAATLICHEN ΙNFORMATIONSHANDELNS και περί RICHTIGKEIT DER WARNUNGEN).Περαιτέρω νομολογίαν περί των τοιούτων κρατικών προειδοποιήσεων (Warnungen) βέπε εις R. S c h m i d t (Grundrechte, 7η εκδ. 2005 σελ. 206 υποσημ. 747 γενικώτερον δε εις σελ. 202)

γ) Τέλος η από 26.3.2001 ομοία απόφασις. (Archiv für Katholisches Recht 2001 σελ. 228 επ.) αναφέρει ότι το κράτος δικαιούται να έχη ιδρύσει υπηρεσίας προστασίας έναντι των αιρέσεων, επί κεφαλής δε εκάστης των τοιούτων υπηρεσιών τοποθετείται ο "εντεταλμένος επί των αιρέσεων» (SEKTENΒEAUFTRAGTER) . Περαιτέρω αναφέρει τα ίδια με τας προηγουμένας αποφάσεις και ότι το κράτος πρέπει να προστατεύση τους πολίτας του από τοιαύτας δράσεις.

5) Εις την Γερμανίαν ο προσηλυτισμός απαγορεύεται και θεωρείται παράνομος και μάλιστα αξιόποινος (ΑD HOC βλέπε ΗÄΒΕRLΕ, "EXΖESSIVE GLAUBENSWERBUNG ΙΝ SΟΝDΕRSΤΑTUSVΕRHÄLΤΝΙSSΕ" JυS 1969 σελ. 265 επ.). Περαιτέρω σωρείαν αποφάσεων γερμανικών δικαστηρίων περί καταδίκης επί προσηλυτισμώ βλέπε ημέτερoν έργον "ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟΝ ΤΟΥ ΠPΟΣHΛΥΤIΣMΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΝ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ_ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ Η.Π.Α," εις "ΚΑΤΑΣΡΟΦΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΟΜΑΔΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ AΝΘΡΩΠΙΝA ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ", (Λεμεσός 2000 σελ. 35 επ.) . Επισημαίνομεν (βλέπε ημετ. έργον) ότι εις όλα σχεδόν τα εγχειρίδια Συνταγματικού Δικαίου εις την Γερμανίαν αναφέρονται τρεις αποφάσεις δικαστηρίων (αι οποίια θεωρούνται και αι σπουδαιότεραι), αι οποίαι καταδικάζουν επί προσηλυτισμώ έναν φυλακισμένον επιχειρήσαντα να προσηλυτίση εις άλλην θρησκείαν έτερον κρατούμενον υποσχεθείς, ότι θα του έδιδε καπνόν τσιγάρου, επίσης έναν αστυνομικόν διανέμοντα από πόρταν σε πόρταν φυλλάδια των Χιλιαστών και έναν καθηγητήν επαγγελματικής σχολής επιχειρήσαντα να προσηλύτιση μαθητάς του. Εις την Γερμανίαν ο προσηλυτισμός oυδέ υπό του Συντάγματος καλύπτεται ως έχει δεχθή και το Συνταγματικόν Δικαστήριον (αποφ. Της 26.7.1986 ΚirchE 24 σελ. 194 επ.). Μια των εν προκειμένω απoφάσεων (η από 31.12.2002 του Ανωτ. Διοικητικού Δικαστηρίου Μανχαϊμ, εις NEUE ZΕITSCHRIFT FÜR VEHWALTUNGSRECHT, 2003 σελ. 236 επ.) είναι και η πλέoν αναλυτική και εκτενέστατη περί της εννοίας του προσηλυτισμού εις την Γερμανίαν, αναφέρει δηλ. ότι ο πρoσηλυτισμός απαγορεύεται, η απαγόρευση δεν προσκρούει εις το Σύνταγμα, ως και ότι η κατ' αυτόν τον τρόπον θρησκευτική προπαγάνδα (προσηλυτισμός) δεν αποτελεί έκφρασιν και δεν προστατεύεται υπό των περί ελευθερίας εκφράσεως και γνώμης διατάξεων του Συντάγματος (επρόκειτο περί προσηλυτισμού ασκoυμένoυ υπό της οργανώσεως των Σαηεντoλόγων).

6) Εις το προοίμιον του γερμανικού Συντάγματος γίνεται μνεία του Θεού (αναφέρει, ότι "ο γερμανικός λαός ......με επίγνωσιν της ευθύνης του έναντι του Θεού"). Εδώ (ως γίνεται δεκτόν)το γερμανικόν Σύνταγμα εννοεί τον "Θεόν" της Χριστιανικής θρησκείας (πρβλ. ad hoc, Β e h r e n d t, "GOTT ΙΜ GRUNDGESETZ" , 1980 σελ. 121 επ. WΙΝΤΕR, "STAATSKIRCHEN-RECHT", 2001 σελ. 52 επ.), γενικώτερον δε η εν λόγω αναφoρά του Συντάγματoς σημαίνει εις πάσαν περίπτωσιν όχι χωρισμόν κράτους- Εκκλησίας, αλλά το εντελώς αντίθετον (ΜΑUΝΖ - DÜRΙG - Η Ε R Ζ Ο G - SCΗΟLZ: GRUNDGESETZ - ΚΟΜΜΕΝΤΑR, τομ. Ι (κινητά φύλλα) ΡRÄMBEΙ, αριθ. 11), ως ειδικώτερον αποδεικνύουν οι ΜΑΝGΟLDΤ - Κ L Ε Ι Ν (DΑS BONNER GRUNDGESETZ, τομ. Ι, 1966 αναφερόμενοι εις τα πρακτικά της επιτροπής συντάξεως του γερμαν. Συντάγματος και εις τα όσα ανέφερον οι βουλευταί - μέλη της εν λόγω επιτροπής).

7) Και τελικώς χάριν συντομίας επισημαίνομεν, ότι παγίως γίνεται δεκτόν εις την Γερμανίαν, ότι κατόπιν των προαναφερθέντων στοιχείων (και πλήθους άλλων παραλειπομένων χάριν συντομίας) χωρισμός κράτους - Εκκλησίας εις την χώραν αυτήν δεν υπάρχει. Toύτo ρητώς αναφέρεται υπό μέγα πλήθους πηγών ΑD HOC, εκ των οποίων παραθέτομεν τας κυριωτέρας:

α). Ο G. ΜΕΗRLΕ εις το ΑD HOC συγγραμμά του περί χωρισμού Kράτoυς - Εκκλησίας (TRENNUNG VOM STAAT - ΜΙΤΑRΒΕΙΤ ΙΝ STAATLICHEN INSTITUTIONEN, 1998) εις πoλλά σημεία αναφέρεται εν προκειμένω, π.χ. ότι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας είναι αντισυνταγματικός (σελ.29) ότι εκ του άρθρου 7 του Συντάγματoς (που θεσπίζει τα υποχρέωτικόν του μαθήματος των θρησκευτικών) θεσπίζεται ένωσις κράτους - Εκκλησίας και όχι χωρισμός (σελ. 30), ότι εις την Γερμανίαν δεν προβλέπεται "LΑICITE" (γερμαν. "LΑΙΖΙSMUS")(σελ. 34), ότι θεσπίζεται ιδιαιτέρως στενή συνεργασία κράτους - Εκκλησίας (σελ. 39), ότι εφ' όσον υπάρχει θρησκευτική υπηρεσία εις το στράτευμα η έννοια του χωρισμού είναι αδιανόητος (σελ. 41), ότι η διάταξις περί μαθήματος θρησκευτικών του Συντάγματος αποτελεί διάσπασιν (DURCΗBRΕCΗUΝG) της εννοίας του χωρισμoύ (σελ. 244) ότι το κράτος υπoχρεoύται να αναγνωρίση τας δύo μεγάλας Χριστιανικάς θρησκείας ως κρατικάς (σελ. 290). Ο καθηγητής Α. ΗΟLLΕRBACΗ (πασίγνωστος δια πλήθος έργων του αφορώντων το επί της θρησκευτικής ελευθερίας ατομ. δικαίωμα), εις το επίσης ΑD HOC δια την περίπτωσιν έργον του περί χωρισμoύ κράτους - Εκκλησίας (TRENNUNG VON SΤΑΑT UND KIRCHE: INERNAΤΙΟΝΑLΕ ASPEKTE UND DEUΤSCΗΕ ERFAΗRUNGEN, εις τόμον ΑD HOC περί χωρισμού κρότους - Εκκλησίας υπό τον τίτλον "TRENNUNG VON KIRCHE UND SΤΑΑΤ" έκδ. L. CARLEN, 1994.σελ. 21 επ.) αναφέρει, ότι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας αποτελεί ουτοπία ή αυταπάτη (ILLUSION) (σελ. 23) πρoσθέτων ότι δια του χωρισμού δεν λύoνται τα προβλήματα, αλλά αντιθέτως αρχίζουν, ότι ο χωρισμός (ως προτείνεται υπό τινων) είναι χωρισμός "κουτσός" (HINKΕNDE ΤRΕΝΝUNG), ή ότι είναι "ξεπουπουλιασμένος" (AΒGEFΕDERT)(σελ. 24). Προσθέτει επίσης, ότι μετά την επανένωσιν των δύο Γερμανιών εις τα κρατίδια της πρώτην Ανατολικής Γερμανίας επεχειρήθη να εισαχθή ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, πλην όμως τελικώς ηναγκάσθησαν να ομολογήσουν το αντίθετον (σελ. 26) τέλος αναφέρει, ότι ούτε εις την Γαλλίαν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, αλλ' αντιθέτως συναντάται συνένωσις κράτους - Εκκλησίας (σελ. 35 - 35), διότι και εκεί ο χωρισμός απεδυναμώθη (DAS TRENNUNGSPRINZIP ERHEBLICH ABGESCHWÄCHT IST αυτόθι σελ. 35). γ) Ο Κ. D. BΑYΕR εις το έργον του "DAS GRUNDRECHT DΕR RELIGIONS -UND GEWISSENSFREIHEIT, 1997 αναφέρει, ότι εν όψει της διατάξεως του Συντάγματος περί του μαθήματος των θρησκευτικών δεν υπάρχει εις την Γερμανίαν χωρισμός κράτους-Εκκλησίας αλλά συνένωσις (σελ. 72), ως και ότι το υπoστη-ριχθέν,(ότι το άρθρον 137 του Συντάγμ. της Βαϊμάρης θεσπίζει χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας εκ του ότι αναφέρει, ότι η Γερμανία δεν έχει κρατικήν Εκκλησίαν) δεν είναι oρθόν καθ' όσον εν τη ουσία η διάταξις αύτη θεσπίζει συνένωσιν κράτους - Εκκλησίας και όχι χωρισμόν. δ) Ο SΡΕLLΕΝΒΕRG, εις το έργον του "LΕS DROITS RELIGIEUX DΕVAΝT LES TRIBUNAUX ΑLLEMANDS" (εις τον τόμον των καθηγητών CAPARROS και CHRISTIANS υπό τον τίτλον "LΑ RELIGION ΕΝ DROΙΤ CΟΜΡΑRE", 2000 σελ. 381 επ.) αναφέρει, ότι χωρισμός κράτους - Εκκλησίας εις την Γερμανίαν δ ε ν υπάρχει (επί λέξει "SEPARΑΤΙΟΝ DE L' ΕΤΑΤ ΕΤ DΕ Ι' EGLISE ΝΕ VEUT ΡΑS DIRE ΕΝ ALLEMAGNE" αυτόθι σελ. 384). ε) O.E. FΙSCHΕR εις το επίσης ΑD HOC περί χωρισμού κράτους - Εκκλησίας έργον του "DAS BUNDESVERFA-SSUNGSGERICHT UND DAS GEBOT DΕR TRENNUNG VON STAAT UΝD KIRCHE" (εις περ. KRITISCHE JUSTITZ 1989 σελ. 295 επ.) αναφέρει, ότι δεν αιτιολογείται η δήθεν υποχρέωσις του κράτους να είναι χωρισμένον από την Εκκλησίαν (σελ. 296), ότι το άρθρον 140 του Συντάγματος θεσπίζει συνένωσιν και όχι χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας και επίσης η εν λόγω διάταξις υπάρχει απλώς και μόνον δια να τονίζει την υψίστην σημασίαν, την οποίαν έχει η Xριστιανική Εκκλησία δια την σημερινήν κοινωνίαν, η οποία εξασφαλίζει την ιστορικήν συνέχειαν του γερμανικού έθνoυς και η οποία συνεπάγεται στενήν συνεργασία κράτους - Εκκλησίας και όχι xωρισμόν (σελ. 302). Εμφανίζει δε το κράτος και την Εκκλησίαν ως συνεταίρους ομιλεί περί PARTNERSCHAFΤ VON SΤΑΑΤ UND KlRCHE (σελ. 302). στ) Ο G. CΖΕRMAK (ZUR REDE VON RELIGlÖS - WΕLΤANSCHAULICHE NEUTRALITÄT DΕS SΤΑΑΤΕS (NEUE ΖEΙΤSCΗRΙFΤ FÜR VERWALTUNGSRECHT 2003 σελ. 949 επ.) επισημαίνει ότι ουδείς συγγραφεύς αναφέρει, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας (επί λέξει "es gibt m.W. keinen Autor, der eine völlige institutionelle Trennung νοn Staat und Religion zum geltenden Bundesvarfassungsrecht erklärt" Αυτόθι σελ. 951) .

ζ) Ο Η.Μ. ΗΕΙΜΑΝΝ (ETHIKUNTERRICHT ΙΜ RELIGIÖS UND WELTANSCHAULICH NEUTRALEN SΤΑΑΤ, εις ZEIΤSCHRIFT FÜR EVANGELISCHES KIRCHENRECHΤ, 2003 σελ. 47 επ.) αναφέρει, ότι εν όψει των πρoαναφερθέντων θετικών υπέρ της Εκκλησίας ισχυόντων (ν.π.δ.δ., εκκλ. φόρος εισπραττόμενος υπό του κράτους, μαθήμα θρησκευτικών υποχρεωτικό και κατηχητικό, ύπαρξη σώματος στρατιωτικών ιερέων, υπηρεσία κηρύγματος εις δημ. ιδρύματα κ.λ.π.) χωρισμός κράτους - Εκκλησίας δεν υπάρχει, η δε έννοια αυτή διεσπάσθη (ομιλεί περί "DURCHBRECHUNG" σελ. 27).

η) Οι S. ΜUCΚΕL και Μ. LÜRECK (STAATLICHE -UND RELIGIONSFÖRDERUNG ΙΝ DEUTSCHLAND UΝD DΕΝ USΑ (εις DΙΕ ÖFFEΝΤLΙCΗΕ VERWALΤUNG, 2003 σελ. 305 επ.) αναφέρoυν, ότι το προαναφερθέν άρθρον του γερμανικού Συντάγματος προβλέπει όχι τον χωρισμόν, αλλά την συνεργασίαν κράτους - Εκκλησίας (σελ. 305). θ) τέλος ο G. CΖΕRΜΑ (DΑS SΥSΤΕΜ DΕR RELIGIONSVERFASSUNG DES GRUNDGESETZES, εις KRITISCHE JUSTITZ, 2000 σελ. 229 επ.) αναφέρει, ότι η τυχόν επιβoλή χωρισμού κράτους - Εκκλησίας(και κατά την άποψιν άλλου συγγραφέως) αποτελεί απειλήν διά την δημοκρατίαν (αυτόθι σελ. 235), ως και ότι o τοιούτος χωρισμός είναι απατηλός (IRREFÜHREND σελ. 235), το δε πρoαναφερθέν άρθροv του Συντάγματος προβλέπει σύνδεσιν, (VERΒINDUNG) κράτους - Εκκλησίας και όχι χωρισμόν (αυτόθι σελ. 235, 238, 239, 240, 241).O K ö r p e r, “Fragen des Zusammenlebens von Angehörigen verschiedener Religionen in einem weltanscaulich neutralen Staat”, KuR 2005 σελ. 110/255) αναφέρει, ότι τα ως άνω στοιχεία (π.χ. εκκλησιαστικός φόρος, μάθημα θρησκευτικών, χριστιανικαί εκκλησίαι ως ν.π.δ.δ. κ.λ.π.) δεν δικαιολογούν καμμίαν έννοιαν χωρισμού κράτους – Εκκλησίας. Μάλιστα προσθέτει, ότι ακόμη και αν υποστηριχθή, ότι υπάρχει χωρισμός, αυτός τίθεται εις τον μεσαίον χώρον (της κρατικής Εκκλησίας, σελ. 110/258). Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι, ότι εις την Γερμανίαν ασχέτως του τι λέγουν κάποιες διατάξεις του Συντάγματος, η έννοιά των και ο τρόπoς εφαρμογής των εις την πράξιν πιστοποιούν αδιαμφισβητήτως, ότι εις την χώραν αυτήν χωρισμός κράτους - Eκκλησίας δεν υπάρχει.



 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox