Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους
Γεώργιος Ηλ. Κρίππας
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας εις τας χώρας - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
(παλαιάς και νεοεισελθούσας το έτος 2004)
ΑΓΓΛΙΑ-ΑΥΣΤΡΙΑ-ΒΕΛΓΙΟ
ΑΓΓΛΙΑ
Εις την χώραν αυτήν δεν ανακύπτει θέμα χωρισμoύ ή μη μεταξύ κράτους - Εκκλησίας. Ήδη η Αγγλία αποτελεί χώραν, εις την οποίαν κράτoς και Εκκλησία είναι ηνωμένα (αναγνωρίζεται σύστημα "κρατικής Εκκλησίας" ήτοι της Αγγλικανικής). Επισημαίνομεν απλώς τα εξής ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
α) Το τεύχoς υπό τον τίτλον "HUMAN RIGHTS" 2α εκδ. 1995 εκδοθέν υπό του Kρατικού Kεντρικού Γραφείου Πληροφοριών (CENTRAL ΟFFICE OF INFORMATION) εις την σελ. 52 αναφέρει, ότι "η Εκκλησία της Αγγλίας και η Εκκλησία της Σκωτίας αποτελούν τις επίσημες εγκατεστημένες θρησκείες» (THE CHURCH OF ENGLAND AND ΤΗΕ CHURCH OF SCOTLAND ARE THE ESTABLISHED "OFFICIAL" CHUHCHES ΤΗΑT IS, CHURCHES LEGALLY RECOGNISED ΑS OFFICIAL CHURCHES OF ΤΗΕ STATE). Εις την ιδίαν σελ. αναφέρεται, ότι οι κληρικοί των εν λόγω Eκκλησιών μισθoδoτoύνται υπό του κράτους, καθώς και ότι εις τα δημόσια σχολεία διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών και απαγγέλλεται καθ' ημέραν προσευχή υπό των μαθητών όλων υπoχρεωτικώς, η δε ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών απηχεί τον Χριστιανισμόν, εις δε την Βόρειον Ιρλανδίαν η ύλη του μαθήματoς των θρησκευτικών πρέπει να καθορίζεται υπό των τοπικών Εκκλησιών (αυτόθι σελ. 52).
β) Εις την Αγγλίαν τιμωρείται η βλασφημία μόνον κατά της επισήμου κρατικής Εκκλησίας και όχι κατ' άλλων εκκλησιών ή θρησκειών. β) Ο FΕLDΜΑΝ (CIVIL LIBERTIESS ΑΝD HUMAN RIGHTS, ΙΝ ENGLAND ΑΝD WALS, 1993) αναφέρει επί λέξει τούτο "(ΟΝLΥ ATTACKS ON CHRISTIANITY, AND (AS FORMS OF CHRISTIANITY VARY) ΟΝ ΤΗE ESTABLISHED FORM (ΤHE CHURCH OF ENGLAND), ΜΑΥ AMOUNT ΤΟ CRIMINAL BLASPHEMY ΑΤ COMMON LAW, αυτόθι σελ. 690 επικαλούμενος νομολογίαν των δικαστηρίων), εις δε την σελ. 692 αναφέρει ρητώς, ότι το έγκλημα της βλασφημίας προστατεύει μόνον την Χριστιανικήν θρησκείαν (επί λέξει "THE CRIME OF ΒLASPHEMY PROTECTS ΟΝLΥ CHRISTIAN BELIEFS, επικαλούμενoς επίσης νομολογίαν των δικαστηρίων). Υπ' όψιν ότι η εν λόγω ευνοϊκη διάκρισις υπέρ της Χριστιανικής Εκκλησίας και μόνον (και όχι υπέρ των άλλων θρησκειών) προεβλήθη και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως παραβιάζουσα τα ατομικό δικαιώματα. Όμως ο ισχυρισμός ούτος απερρίφθη διά της από 25.11.1996 αποφάσεως του Ευρωπ. Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεσις WINGROVΕ κατά Μ. Βρετανίας εις περ. REVUE ΤRΙΜΕSΤRΙΕLLΕ DΕS DROITS DΕ L’ ΗΟΜΜΕ 1997 σελ. 713), το οποίον επεκύρωσε την καταδίκην των αγγλικών δικαστηρίων εναντίον παραγωγού βλασφήμου εις βάρος της Χριστιανικής θρησκείας κινηματογραφικής ταινίας.
γ) οι CLΑΥTON και ΤΟΜLΙΝSΟΝ (ΤΗΕ LAW OF HUMAN RIGHTS, 2000) αναφέρoυν, επίσης ότι εις την Αγγλίαν υπάρχει επίσημη κρατική ανεγνωρισμένη θρησκεία και προσθέτουν, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί μέρος του αγγλικού Δικαίου (επί λέξει CHRISTIANITY IS ΡΑRΤ OF ΤΗΕ LAW OF ENGLAND σελ, 958) και ότι η εν λόγω κρατική Εκκλησία απολαύει πλήθους προνομίων (αυτόθι). Ως προς το μάθημα των θρησκευτικών και την σχολικήν προσευχήν αναφέρει, ότι αμφóτερα είναι υποχρεωτικά υπό του νόμου (νόμος Εκπαιδευτικός του 1944 και νόμος περί σχολικής προσευχής του 1998 σελ. 960) και διά κάθε μαθητήν (επί λέξει "ΤΗΕ ΕDUCATION ACT 1944 PROVIDED, FOR THE FIRST TIME, THAT THERE SHOULD BE A COMPULSORY DAILY ACT OF CORPORATE WORSHIP AND RELIGIOUS INSTRUCTION " σελ. 960). Τα ίδια προέβλεψε και ο νόμος του 1998. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν περαιτέρω, ότι η προνομιακή θέσις της επισήμου κρατικής Εκκλησίας προβλέπεται υπό του Συντάγματος (επί λέξει "CONSTITUTIONALLY DOMINANT POSITION OF THE AGLICAN CHURCH" αυτόθι σελ. 961). Ομοίως αναφέρουν, ότι ως καθηγηταί του μαθήματος των θρησκευτικών επιλέγονται οι άριστοι και απολύονται, εάν αποδειχθή ότι απέτυχαν να προσφέρουν κατάλληλον θρησκευτικήν εκπαίδευσιν (σελ.965). Επίσης αναφέρουν, ότι ως διευθυνταί σχολείων επιλέγονται μόνον εκείνοι, οι οποίοι δύνανται, να διατηρήσουν τον θρησκευτικόν χαρακτήρα του σχολείου (σελ. 966) (επί λέξει "ΑPPOINT A HEADMASTER BY TAKING ACCOUNT OF HIS ABILITY AND FITNESS TO PRESERVE AND DEVELOP THE RELIGIOUS CHARACHTER OF THE SCHOOL αυτόθι σελ. 966).
δ) ο P. C U M P E R (DAS VEREINIGTE KONIGREICH UN SEINE RELIGIÖSEN MENSCHENRECHTE, εις GEWISSEN UND FREIHEIT, 46/47- 1996 σελ. 96 επ.) αναφέρει, ότι εις την Αγγλίαν ο βασιλεύς θεωρείται ως επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας (σελ. 96). Περαιτέρω επαναλαμβάνει τα προλεχθέντα και επί πλέον, ότι δεν αναγνωρίζει τας αιρέσεις ως θρησκείας και ότι έχει κατ΄επανάληψιν απορρίψει αιτήσεις αδείας ιδρύσεως ναών και ευκτηρίων οίκων υπ΄αυτών (σελ.98-99). Υπ΄όψιν ότι εναντίον της τοιαύτης αρνήσεως των αγγλικών αρχών η αίρεσις των Χάρε Κρίσνα προσέφυγεν εις το Ευρωπϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πλην όμως η προσφυγή δεν εκρίθη παραδεκτή υπό της Ευρωπ. Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (απόφ. της 8.3.1994, υπόθεσις ISKCON κατά Μ.Βρετανίας, προσφυγή Νο 20490/92, εις DECISIONS ET RAPPORTS 76 - A σελ.90 επ.)
δ) Τα ίδια επαναλαμβάνει η μελέτη "L" EXPRESSION DES CROYANCES RELIGIEUSES A L' ECOLE EN GRANDE-BRETAGNE ET EN FRANCE", υπό D U B O U R G - L A V R O F, εις REVUE FRANCAISE DE DROIT CONSTITUTUIONEL, 1997 σελ. 269 επ.) Επί πλέον αναφέρει, ότι εις την Αγγλίαν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους -Εκκλησίας (σελ.272), αλλά μόνον κρατική Εκκλησία, καθεστώς κατοχυρωθέν νομικώς παλαιόθεν (αρχικώς δια του νόμου εξουσίας του 1559 υπό της Ελισάβετ ΙΙ, η οποία έλαβε τον τίτλον του υπάτου αρχηγού της αγγλικής Εκκλησίας ο οποίος διατηρείται μέχρι σήμερον). Σήμερον η τοιαύτη θέσις της Αγγλικής Εκκλησίας κατοχυρούται διά των Εκκλησιαστικών νόμων του Καντέρμπουρυ και της Υόρκης του 1964 και 1969. Η επίσημη Εκκλησία της Σκωτίας κατοχυρούται διά του νόμου του 1690, της δε Βορείου Ιρλανδίας διά των νόμων του 1870 και του 1920. Τέλος υπό της ιδίας μελέτης αναφέρεται, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί τμήμα του αγγλικού Δικαίου, το οποίον επηρεάζεται ευθέως υπ αυτού (σελ.273).
ε) Ομοίως αναφαίνεται και η λίαν ενδιαφέρουσα και αναλυτική μελέτη του Ν. DOE (NATIONAL IDENTITY, THE CONSTITUTIONAL TRADITION AND THE STRUCTURE OF LAW ON RELIGION IN THE UNITED KINGDOM", εις RELIGIONS IN EUROPEAN UNION, 1998 σελ.93επ.)
Το εν λόγω έργον αναφέρει επί πλέον (πλην των ως άνω ήδη γνωστών), ότι ο Βασιλεύς της Αγγλίας ως επί κεφαλής της Εκκλησίας υποχρεούται, να διατηρήση την επίσημον Εκκλησίαν (σελ. 98). Ο ίδιος (δηλ. ο βασιλεύς) διορίζει τους υποψηφίους ως επισκόπους της Εκκλησίας, ορισμένοι δε εκ των εν λόγω Επισκόπων είναι μέλη της Βουλής των Λόρδων, αι δε αποφάσεις της Συνόδου της Αγγλικής Εκκλησίας (αι οποίαι εγκρίνονται υπό του βασιλέως ) είναι ισότιμοι προς τον νόμον και έχουν πλήρη ισχύν νόμου (σελ. 99). Περαιτέρω η ιδία μελέτη αναφέρει, ότι εις την Αγγλίαν κράτος και Εκκλησία είναι ηνωμένοι (THE STATE AND CHURCH ΟF ENGLAND ARE LINKED σελ. 111). κ.τ.τ.
Και προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων αναφέρομεν, ότι όλα τα ως άνω γίνονται αποδεκτά υπό πολλών άλλων συγγραφέων, κυριώτεροι των οποίων είναι ο F. LYΑLL (RELIGIOUS LAW ΑΝD APPLICATION ΒΥ CIVIL ΑΝD RELIGIOUS JURISDICTIONS IΝ GREAT-BRITAIN, εις
RELIGION ΙΝ CΟMPARATIVE LAW ΑΤ ΤΗΕ DAWN OF ΤΗΕ 21st CENTURY, 2000 σελ. 251 επ.), το παρόν έργον αναφέρει επί πλέον, ότι όχι μόνον ο βασιλεύς, αλλά και οι διάδοχοι αυτού πρέπει να ανήκουν εις την επίσημον αγγλικήν Εκκλησίαν προσθέτων, ότι υπάρχεί σοβαρόν νομικόν θέμα με τον διάδοχον Κάρολον, ο οποίος είναι διαζευγμένος, ήτοι προέβη εις ενέργειαν μη επιτρεπομένην δι 'αυτόν υπό της επισήμου Eκκλησίας,(σελ. 266). Ομοίως οι ΜΑCCLΕΑΝ και
ΗΟWDLE (NEW LΙΒΕRΤΙΕS ΑΝD CHURCH-STATE RELATIONSHIP IΝ ΤΗΕ UΝΙΤΕD KINGOOM, εις NEW LΙΒΕRΤΙΕS ΑΝD CHURCH ΑΝD STATE RΕLΑΤΙΟΝSΗΙΡ ΙΝ EUROPE, 1998 σελ. 389 επ.). Ομοίως ΜΑCCLΕΑΝ (STATE ΑΝD CHURCH ΙΝ ΤΗΕ UNIΤΕD KINGOOM, εις SΤΑΤE ΑΝD CHURCH ΙΝ ΤΗΕ EURΟΡΕΑΝ UNION, εκδ. υπό G. ROBBERS, 1996 σελ. 307 επ. ).
4. Α Υ Σ Τ Ρ Ι Α
Ο πληθυσμός της Αυστρίας αποτελείται από καθολικούς κατά συντριπτικήν πλειοψηφίαν (78,14% του πληθυσμού της), οι λοιποί κάτοικοι είναι επίσης χριστιανοί (προτεστάντες, Ορθόδοξοι Παλαιοκαθολικοί κ.λ.π.) και μόνον ένα 2,04% είναι Μουσουλμάνοι και μόνον ένα 0,09% Εβραίοι (πηγή G. R0BBERS, "STATE ΑΝD CHURCH ΙΝ ΤΗΕ EUROPEAN UNION, 1996 σελ. 229).
Υπό του άρθρου 14 του αυστριακού Συνταγματικού Νόμου (STAATSGRUNDGESETZ) πρoβλέπεται το δικαίωμα"της θρησκευτικής ελευθερίας. Η διάταξις αύτη ουδεμίαν έννοιαν "χωρισμού" κράτους - Εκκλησίας εισάγει. Εκ των εντεύθεν δεδομένων πρέπει να καταλήξωμεν, ότι εις την Αυστρίαν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, ως προκύπτει εκ των εξής στοιχείων:
α) Το άρθρον 14 παρ. 10 του αυστριακού Συντάγματος (BUNDESVERFASSUNGSGESETZ) προβλέπει το μάθημα των θρησκευτικών εις τα σχολεία δημόσια και ιδιωτικά. Εις τας αιθούσας των εν λόγω σχολείων προβλέπεται η ανάρτησις του Σταυρού της χριστιανικής θρησκείας, χωρίς τούτο να θωρείται παραβίασις της θρησκευτικής ελευθερίας τρίτων (ÖΗLΙΝGΕR, VERFASSUNGSRECHT, 3η εκδ. 1997 σελ. 374). Η αξίωσις μάλιστα παροχής υπό του κράτους μαθήματος θρησκευτικών αποτελεί ατομικόν δικαίωμα (G Α Μ Ρ L, STAATSKIRCHENRECHT, 1989 σελ. 61). Το μάθημα των θρησκευτικών ειναι υποχρεωτικόν εις όλα τα σχολεία (GΑΜΡL, ενθ' αν. σελ. 66. ΡRΕΕ, ÖSΤΕRRΕΙCΗΙSCΗΕS STAAΤSKIRCHENREGHT, 1984 σελ. 54, 57) και δεν προβλέπεται απαλλαγή δι' ουδένα, εφ. όσον ανήκει εις ορισμένην Εκκλησίαν (πρβλ. ΡRΕΕ, σελ. 54 αναφέροντα επί λέξει, "Eine Befreiung νοη Pflichtfach Religion ist nich vorgesehen.... Der Religionsunterricht ist nur für jene Schüler Pflichtgegenstand welche eine gesetzlich anerkannten Κirche angehören) (η υπογράμμισις είναι του συγγραφέως ΗΕLMUΤΗ ΡRΕΕ). Η ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών καθορίζεται από της Εκκλησίας και όχι υπό του κράτους (GΑΜΡL, σελ. 66, ΡRΕΕ, σελ. 55 - 56). Το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται εις ορισμένον αριθμόν ωρών καθ'εβδομάδα εν συμφωνία με την Εκκλησίαν, αι δε ώραι δεν δύνανται να μειωθούν χωρίς την έγκρισίν της (PRΕΕ, σελ. 55, GΑΜΡL, σελ. 66). Αυτό άλλωστε ορίζει και ο νόμος περί σχολικής οργανώσεως (SCΗULΟRGΑΝΙSΑΤΙΟΝSGΕSΕΤΖ) εις την παράγρ. 6 εδάφιον 2. τέλος το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται ως κατηχητικόν (KONFESSIONELL GEΒUNDEN, πρβλ. ΡRΕΕ: σελ. 56) απαγορεύεται δε να λάβη τον χαρακτήρα ενός αχρώμου διαθρησκευτικού μαθήματος (πρβλ. ΡRΕΕ σελ. 56 αναφέρoντα επί λέξει "Εin interknfessiοneller Religionsunterricht...... ist im österreichischen Recht nicht vorgesehen"). Bεβαίως περί του μαθήματος των θρησκευτικών εις την Αυστρία αναφέρονται και όλοι οι γνωστοί θεωρητικοί του Συνταγματικού Δικαίου, π.χ. ο SCHINKELE (ZUR WELTANSCHAUUNGSFREIHEIT IN ÖSTERREICH, εις ÖSTERREICHISCHES ARCHIV FÜR KIRCHENRECHT, 1990 τευ. 1\2 σελ. 69 αναφέρει, ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό και ότι περιλαμβάνεται εις την έννοια της συνταγματικώς κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (σελ.51) ο ERMAKORA (GRUNDRISS DER MENSCHENRECHTE IN ÖSTERREICH, 1988) ο οποίος θεωρείται ως ο διαπρεπέστερος Αυστριακός συνταγματολόγος αναφέρει, ότι το μάθημα των θρησκευτικών ανάγεται εις τον χώρον συνεργασίας κράτους και Εκκλησίας προβλεπομένης συνταγματικώς (σελ. 266), ως και ότι το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί θεσμόν, τον οποίον το κράτος δεν επιτρέπεται να θίξη (σελ. 263). Ομοίως είχεν υποστηρίξει ο ίδιος συγγραφέας και παλαιότερον ( HANDBUCH DΕR GRUNDFREIHEITEN UND DER GRUNDRECHTE, 1963), όπου υποστηρίζει, ότι το μάθημα των θρησκευτικών ανάγεται εις τον χώρον συνεργασίας κράτους - Εκκλησίας (σελ. 385), ως και ότι ο νόμoς, ο οποίος καθιερώνει το μάθημα των θρησκευτικών ως υποχρεωτικόν δεν αντίκειται εις το Σύνταγμα επικαλoύμενoς την νομολογίαν των δικαστηρίων (σελ. 495). Ο SCΗWΕΝDΕΝWΕΙΝ (CHURCH AND STΑΤE ΙΝ AUSTRIΑ, εις JUS ΕΤ JUSTITIA, 1996 σελ. 919) αναφέρει, ότι το μάθημα των θρησκευτικών εις τα δημόσια σχολεία διδάσκεται και υπό κληρικών (μισθoδoτoυμένων υπό του κράτους), επίσης ότι το μάθημα τούτο είναι κατηχητικόν (της Καθολικής Εκκλησίας) και τούτο έχει ορισθή διά Κονκορδάτου συναφθέντος μετά του Βατικανού, το οποίον (Κονκορδάτον) έχει ισχύν διεθνούς συνθήκης κεκυρωμένης διά νόμου. Τέλος αναφέρει ότι το μάθημα των θρησκ/κών είναι υπoχρεωτικόν. Το ίδιον συμβαίνει και διά τους ανήκοντας εις την Ευαγγελικήν Εκκλησίαν (H e l l b l i n g, STAAT UΝD KIRCHE ΙΝ ÖSTERREICH AUS EVANGELISCHER SICHT, εις F.E c k e r, KIRCHE UND STAAT ZUM 65 GEBURTSTAG, 1976 σελ. 202 - 203).
β) Πέραν του μαθήματος των θρησκ/κών ένα άλλο λίαν ενδιαφέρον και χαρακτηριστικόν στοιχείον αποδεικνύον, ότι κατ' ουσίαν εις την Aυστρίαν δεν υπάρχει χωρισμός κράτους- Εκκλησίας είναι η θέσις την οποίαν κατέχει η Εκκλησία, εις την οποίαν ανήκει η συντριπτική πλειoψηφία του αυστριακού λαού, δηλ. η καθολική Εκκλησία. Επί του προκειμένου θα ηδύναντο να λεχθούν πολλά. Περιοριζόμεθα εις τα απολύτως απαραίτητα, αλλά και λίαν χαρακτηριστικά δεδομένα, ήτοι: αα) Η Καθολική Εκκλησία χρηματοδοτείται υπό του κράτους, π.χ. το έτος 1969 αναφέρεται, ότι εχρηματοδοτήθη με 265.000.000 αυστριακά σελίνια (περί τα 5 δισεκατομμύρια δραχμάς), ως αναφέρει ο GΑΜΡL (ενθ' αν. σελ. 117) . ββ) Η Kαθολική Εκκλησία θεωρείται εις την Αυστρίαν ως κρατική Εκκλησία και ως η πρώτη ιστορικώς ανεγνωρισμένη, χαρακτηριατικώς ο ΡRΕΕ, ( ενθ' αν. σελ. 61) αναφέρει επί λέξει "Als bisherige Staatskirche war daher die Katholische Kirche die erste und νοn vornherein anerkannte (historische Anerkennung")".γγ) Η Καθολική Εκκλησία απoτελεί νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου (S c h w e n d e n w e i n, ενθ' αν. σελ. 916.ΡRΕΕ, ενθ' αν. σελ. 80. Κ l e c a t s k y, DIΕ KIRCHEFREIHEIT ΙΝ ÖSTERREICH, εις KIRCHE UΝD STAAT - F. ΕCΚΕR ZUM 65 GEBURTSTAG, 1976 σελ. 153). δδ) Η Καθολική Εκκλησία θεωρείται προνομιακή, κατέχει επικρατούσαν θέσιν εις την Αυστρίαν εν αντιθέσει προς όλας τας άλλας Eκκλησίας. Επί το προκειμένoυ όλοι, οι Αυστριακοί θεωρητικοί του Συνταγματικού Δικαίου συμφωνoύν απoλύτως. Χαρακτηριστικώς αναφέρεται επί λέξει "die katholische Kirche, stellt man die dοminierende Stelluηg dieser Kirche" (ΕRΜΑCΟRA, Handbuch der Grundfreiheiten ενθ'αν. σελ. 386 "the Catnolic Curch Austrian contains more provisions for this church than for other denominaltions" (SCΗWENDENWEIN, ενθ' αν. σελ. 917). "dominante Stellung der kahto1iscihen Kirche) (ERMACORA, Grundriss der Menschenrecrte in Österreich", ενθ. αν. σελ. 264), κ.α.
γ) Εις την Αυστρίαν ισχύει το σύστημα της "ανεγνωρισμένης θρησκείας", υπό την έννοιαν ότι μόνον αι κατά ν ό μ ο ν ανεγνωρισμέναι θρησκείαι απολαύουν του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Τοιούτος νόμος είναι ο νόμος της 9.1.1998 ΒUNDESGESETZ ÜBER DΙΕ RECHTSPERSÖNLICHKEIT VON RELIGIÖSEN ΒEKENTNISGEMEINSCHAFTEN). Τοιούτος νόμος ίσχυε πάντoτε εις την Αυστρίαν. Απλώς ο νέος νόμος αντικατέστησε τον παλαιόν και μέχρι τότε ισχύοντα όμοιον νόμον της 20.5.1874. Βάσει τού νόμου τούτου καμμία oργάνωσις δεν θεωρείται ως θρησκευτική, εάν δεν έχει αναγνωρισθή υπό τoυ κράτους (δι' αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας). Ο Υπουργός δύναται να εγκρίνη ή να απορρίψη την αίτησιν ή να εξαρτήση την έγκρισιν εκ της διαλύσεως άλλης υφισταμένης ομοίας οργανώσεως. Ο νόμος τάσσει αυστηρότατες πρoϋποθέσεις αναγνωρίσεως μεταξύ των οποίων 300 τoυλάχιστoν οπαδοί κάτοικοι Αυστρίας ανάλυσις των δoγμάτων και εις τι διαφέρουν από τα δόγματά των υφισταμένων θρησκειών, ποία τα δικαιώματα και αι υποχρεώσεις των οπαδών των και πως θα εξοικονομεί τα αναγκαία της λειτoυργίας της οργανώσεως χρήματα κ.λ.π. Απαγορεύεται να δοθή η έγκρισις, εφ' όσον η αιτούσα oργάνωσις δεν τηρεί τας αρχάς της δημοκρατίας ή εφ'όσον χρησιμοποιεί μεθόδους ψυχικού επηρεασμού προς διάδoσιν της διδασκαλίας της. Επί πλέον απαιτείται η αιτoύσα οργάνωσις να υπάρχη επί 20ετίαν και να αντιπροσωπεύη τουλάχιστον το 2% του πληθυσμoύ της Αυστρίας κατά την τελευταίαν απογραφήν και τέλος να έχη επιδείξει θετικήν εικόνα εις την κοινωνίαν. Βάσει του νόμου τούτου, μέχρι σήμερον έχουν αναγνωρισθή εις την Αυστρίαν μόνον ένδεκα Εκκλησίαι (μεταξύ των οποίων και η Oρθόδοξος Ελληνική), αι λοιπαί δεν έχουν αναγνωρισθή (ΡRΕΕ, ενθ' αv. σελ. 62). Καμμία των αιρέσεων δεν έχει αναγνωρισθή. Εναντίον της αποφάσεως αναγνωρίσεως ή μη αναγνωρίσεως ή απορρίψεως της αιτήσεως ή μη απαντήσεως εις αυτήν δεν προβλέπεται ουδεμία προσφυγή εις τα διοικητικά δικαστήρια ( ενθ' αν σελ. 78). Σημεωτέον ότι εις την Αυστρίαν μία θρησκευτική oργάνωσις μπορεί να διαλυθή δι' απλής διοικητικής πράξεως (και όχι διά δικαστικής αποφάσεως). Υπ' όψιν ότι εις την Αυστρίαν προ ετών διετάχθη η διάλυσις δύο oργανώσεων της αιρέσεως του Μουν. Εναντίον της αποφάσεως διαλύσεως υπό του επί κεφαλής της εν λόγω oργανώσεως ησκήθη προσφυγή εις το Ευρωπ. Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πλην όμως αύτη δεν εκρίθη παραδεκτή υπό της Eπιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διά της από 15.10.1981 αποφάσεώς της (προσφυγή Νο 8652/79 "χ" κατά Αυστρίας, εις DECISONS ΕΤ RΑΡΡΟRΤS, τομ. 26 σελ. 89 επ.), εθεωρήθη δε υπό της εν λόγω αποφάσεως, ότι η διάλυσις της ως άνω oργανώσεως εις την Αυστρίαν δεν παραβιάζει την θρησκευτικήν ελευθερίαν.
δ) Εις την Αυστρίαν υπέρ των ανεγνωρισμένων Eκκλησιών πρoβλέπεται και εκκληστικός φόρος (GΑΜΡL, ενθ' αν. σελ.32).
ε) Εις την Αυστρίαν δια του νόμου της 20.8.1998 ιδρύθη κρατική υπηρεσία παρακολουθήσεως και ενημερώσεως επί των επικινδύνων μεθόδων, τας οποίας εφορμόζουν αι αιρέσεις. Ο νόμος φέρει τον τίτλον "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΣ NOΜΟΣ ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΕΩΣ ΕΠΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ (BUNDESGESETZ ÜΒER DΙΕ EINRICHTUNG EINER DOKUMENTATIONS- UΝD INFORMATIONSSTELLE FÜR SEKTENFRAGEN).
στ) Tέλος εις την Αυστρίαν υπό των διαπρεπεστέρων εκ των ως άνω συγγραφέων ρητώς αναφέρεται, ότι εις την χώραν αυτήν χωρισμός κράτους - Eκκλησίας δεν υπάρχει, π.χ ο ΕRΜACΟRΑ (HANDΒUCH DΕR GRUNDRECHTEN UΝD GRUNDFREIHEITEN ενθ. αν. σελ. 380) αναφέρει επί λέξει "DasVerhältnis νοn Staat und Kirche in Österreich ist daher nicht schlechthin vom Prinzip der Trennung von Staat und Kirche bestimmt", ο δε ΚLΕΚΑTSΚΥ (ενθ. αν. σελ. 147 - 148) αναφέρει, ότι παρά την από του 1932 απόφασιν του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία όρισεν, ότι εις την Αυστρίαν δεν υπάρχει το σύστημα της κρατικής Εκκλησίας εν τούτoις εις την πράξιν η Αυστριακή Δημοκρατία παρέμεινε προσηλωμένη εις το σύστημα της κρατικής εκκλησίας ως επί της εποχής της μοναρχίας. Τέλος ο ΕRΜΑCΟRΑ εις άλλον έργον του (MENSHENRECHTE ΙΝ DΕΝ SICH WΑNDΕLΝDΕN WΕLΤ, τομ. Ι, 1976 183) ρητώς αναφέρει, ότι ο χωρισμός κράτους - Εκκλησίας, ως διεμoρφώθη και διετυπώθη δεν επαληθεύθηκε (επί λέξει "der liberalistische Trennungsgrundsatz, den die Frankfurter Reichsverfassung aufwies, ist nicht verwirklicht).
Κατ' ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω (και πολλών άλλων παραλειπομένων χάριν συντομίας συμφωνούντων όμως προς τα ως άνω πλήρως) εξάγεται αβιάστως το συμπέρασμα, ότι εις την Αυστρίαν χωρισμός Kράτoυς - Εκκλησίας δεν υπάρχει.
5. Β Ε Λ Γ Ι Ο Ν
To Βελγικόν Σύνταγμα δεν θέσπίζει ρητώς χωρισμόν κράτους - Εκκλησίας, ούτε και καθορίζει. καθεστώς κρατικής Εκκλησίας. Εις την πράξιν όμως το καθεστώς που επικρατεί δεν συνεπάγεται χωρισμόν κράτους -Εκκλησίας, αλλά προνομιακήν και υπερέχουσαν θέσιν της Καθολικής Εκκλησίας, ήτοι καθιερούται και εις την χώραν αυτήν εις την πράξιν καθεστώς κρατικής Εκκλησίας. Επισημαίνομεν προς τούτο τα εξής αποδεικτικά στοιχεία:
α) Το άρθρον 181 παρ. 1 του βελγικού Συντάγματος προβλέπει την μισθοδοσίαν και συνταξιοδότησιν των κληρικών υ π ό τ ο υ κ ρ ά τ ο υ ς (Α Μ Ε Ζ, UN ASPECT OUBLIE DE L' ETAT: LE REGIME DES CULTES, εις JOURNAL DES TRIBUNAUX, 2002 σελ. 529 επ.) η μελέτη αύτη είναι, εκ του συνόλου της βιβλιογραφίας εις την οποίαν προσετρέξαμεν, η πλέον ενδιαφέρουσα, η πλέον κατατοπιστική, η πλέον έγκυρος και η πλέον αναλυτική διά τας σχέσεις κράτους -Εκκλησίας εις το Βέλγιον, περαιτέρω ΤΟRFS, (DIE RECHTLICHE STELLUNG DER KULTE IN BELGIEN εις GEWISSEN UND FREIHEIT, 55/2000 σελ. 116). Υπό του κράτους μισθοδοτούνται όχι μόνον οι κληρικοί αλλά και οι λαϊκοί υπάλληλοι της Καθολικής Εκκλησίας (TORFS, ενθ αν. σελ. 122). Προς τούτο (δια την μισθοδοσίαν του κλήρου και των λαϊκών υπαλλ. της καθολ. Εκκλησίας) εγγράφεται πίστωσις εις τον κρατικόν προϋπολογισμόν του βελγικού κράτους ( Α Μ Ε Ζ, ενθ΄αν. σελ. 535, ομοίως ROBBERS, STATE AND CHURCH IN THE EUROPEAN UNION, 1996 σελ. 17).
β) Εις το Βέλγιον υφίσταται καθεστώς α ν α γ ν ω ρ ί σ ε ω ς εκκλησιών υπό αυστηροτάτας προϋποθέσεις, μόνον δε εις τας ανεγνωρισμένας θρησκείας αναγνωρίζεται το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και απολαύουν τα υπό του νόμου και του Συντάγματος προνόμια. Μέχρι σήμερον μόνον εξ θρησκείαι έχουν επισήμως αναγνωρισθή κατά την διαδικασίαν του νόμου (Καθολική, Προτεσταντική, Ιουδαϊκή, Αγγλικανική, ισλαμική και ορθοδόξος ελληνική και ρωσσική, R O B B E R S, ενθ αν. σελ.18-19, πρβλ. και V E L A E R S - F O B L E T S, L΄ΑPPREHENSION DU FAIT RELIGIEUX PAR LE DROIT - A PROPOS DES MINORITES RELIGIEUSES, εις REVUE TRIMESTRIELLE DES DROITS DE L΄ΗΟΜΜΕ, 1997 σελ. 275 επ.) Αι αιρέσεις και πάσαι αι λοιπαί θρησκείαι εις το Βέλγιον δεν είναι ανεγνωρισμέναι. Τούτο συνεπάγεται το ως άνω καθεστώς (μη αναγνώρισις προνομίων, μη δυνατότης να λειτουργήσουν ως θρησκείαι ή ως εκκλησίαι). Η εν προκειμένω αναγνώρισις παρέχεται υπό του νόμου και υπόκειται εις αυστηράς προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων και η υποχρέωσις του αιτούντος να αποδείξη, ότι η οργάνωσίς του αποτελεί θρησκείαν μεταξύ των οποίων ο αριθμός των οπαδών η ιστορική ύπαρξις εις το Βέλγιον, η δομή της οργανώσεως, η συνέπεια, η μη χρησιμοποίησις αθεμίτων μεθόδων και η μη διενέργεια προσηλυτισμού, καθ΄όσον ο προσηλυτισμός εις το Βέλγιον τιμωρείται ποινικώς υπό του άρθρου 142 του Βελγικού Ποινικού Κώδικος ( V E L A E R S- F O B L E T S, ενθ΄αν. σελ.21 επ.).
Εναντίον των αποφάσεων των βελγικών αρχών μη ανγνωριζουσών ορισμένας ως θρησκείας ησκήθησαν προσφυγαί ενώπιον της δικαιοσύνης πλην όμως απερρίφθησαν (Rοbberts, ενθ΄αν. σελ.
21 επ.
γ) Εις το Βέλγιον διδάσκεται εις τα σχολεία το μάθημα των θρησκευτικών (ΑΜΕΖ , ενθ΄αν. σελ. 532. ΤΟRFS, ενθ΄αν. σελ. 25). Το μάθημα των θρησκευτικών είναι "κατηχητικόν", ήτοι της Καθολικής Εκκλησίας (πρβλ. R O B B E R S, σελ.24 αναφέροντα επί λέξει " in the area of education, in terms of numbers, Catholic education outstrips state education".). To ίδιον γίνεται δεκτόν και γενικώτερον (πρβλ. Β U L C K E N S, L' EΝSEIGNEMENT DE LA RELIGION DANS LES ECOLES SECONDAIRES CATHOLIQUES EN FLANDRE, εις L΄ ENSEIGNEMENT DE LA RELIGION CATHOLIQUE A L' ECOLE SECONDAIRE, εκδ. BULCKENS ET LOMBAERTS, 1993 σελ. 143).
δ) Υπάρχει εις το Βέλγιον ιδιαιτέρως προνομιακή και υπερέχουσα θέσις της Καθολικής Εκκλησίας, π.χ. εάν υπάρξη έλλειμμα χρηματικόν ή χρέος της Καθολικής Εκκλησίας, καταβάλλεται υπό των τοπικών Δήμων, η Καθολική Εκκλησία διαθέτει ιδικές της ώρες εις την κρατ. τηλεόραση και το κρατ. ραδιόφωνο, υπάρχει σώμα στρατιωτικών ιερέων και ιερέων των φυλακών. Η Καθολική Εκκλησία διαθέτει ιδικόν της Πανεπιστήμιον, το οποίον είναι το σπουδαιότερον του Βελγίου, η Καθολική Εκκλησία εκπροσωπείται εις την Βουλήν διαθέτουσα δύο κληρικούς εκπροσώπους της, η καθολική Εκκλησία απολαύει φορολογικάς απαλλαγάς Περί όλων τούτων πρβλ. TORFS, (ενθ΄αν. σελ. 18 επ.). Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω προκύπτει, ότι εις το Βέλγιον δεν υπάρχει χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας. Παραθέτομεν προς τούτο επί λέξει διατύπωσιν του TORFS (ενθ΄αν. σελ. 18) αναφέρουσαν όχι μόνον ότι εις το Βέλγιον χωρισμός κράτους-Εκκλησίας δεν υπάρχει, αλλ΄επί πλέον, ότι ο τοιούτος χωρισμός αντίκειται εις το άρθρον 181 του Συντάγματος. Το εν λόγω απόσπασμα έχει επί λέξει ως εξής "separation".....cannot be reconciled with article 181 of the Constitution" .
|