Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους
Γιώργος Καραμπελιάς - Γιώργος Ρακκάς
Υπό ποιους όρους είναι δυνατός ο χωρισμός κράτους
«Παρόν», 06/03/05
Τα πραγματικά –αλλά και τα υποθετικά– σκάνδαλα στους κόλπους της ιεραρχίας έφεραν στην επιφάνεια ξανά όλη την συζήτηση γύρω από τον ευρύτερο ρόλο της εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία σήμερα.
Επειδή εμείς πιστεύουμε πως η συνδιαλλαγή της εκκλησίας με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς αποτελεί μια αρνητική παράμετρο για την ίδια την πνευματική λειτουργία της εκκλησίας και την εμπλέκει στην κυβερνητική πολιτική και γραφειοκρατία, από θέση αρχής, και αν είχαν τηρηθεί ορισμένες προϋποθέσεις, θα είμαστε υπέρ ενός τέτοιου διαχωρισμού. Πολύ φοβόμαστε όμως ότι ο πραγματικός στόχος όσων εκστρατεύουν σήμερα τόσο λάβροι εναντίον της εκκλησίας και διεκδικούν τον «χωρισμό» είναι διότι στοχεύουν την ίδια την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία μας. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πρωτοστατούσαν πέρυσι για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, πριν μερικά χρόνια για την παράδοση του Οτσαλάν, κλπ.κλπ.
Πράγματι, μια παροξυστικά «εκσυγχρονιστική» αντίληψη, με την ευκαιρία της κρίσης πιέζει για την ολοκληρωτική ενσωμάτωσή μας στο κλίμα της παγκοσμιοποίησης και την αποδοχή του ρόλου που μας έχει αποδώσει η Νέα Τάξη πραγμάτων στην περιοχή. Θεωρεί ότι αυτός είναι ο μονόδρομος της επιβίωσης της χώρας μας, μέσα στην «νέα εποχή», ακόμα κι αν αυτός σημαίνει ουσιαστικά την διάλυση του ελληνικού έθνους-κράτους, ακόμα και εάν αυτός αναπόφευκτα οδηγήσει στην οριστική απώλεια της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας μας. Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, οι Έλληνες πρέπει να αποδεχθούν τους αμερικανο-τουρκικούς σχεδιασμούς για την Κύπρο και το Αιγαίο. Πρέπει να απολέσουν κάθε στοιχείο πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, κάθε στοιχείο της ιδιοπροσωπίας τους που τους διαφοροποιεί από τον παγκοσμιοποιημένου χυλό, προκειμένου να μεταβληθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα σε άτομα-υπηκόους της παγκόσμιας αυτοκρατορίας της κατανάλωσης. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η θρησκεία, η πίστη, η παράδοση, κάθε τι που μπορεί να δομήσει συλλογικές ταυτότητες που δεν προσιδιάζουν στον παγκοσμιοποιητικό μοντέλο, πρέπει να υποχωρήσουν από το δημόσιο χώρο, να μεταβληθούν σ’ ένα είδος ατομικού χόμπι που θα συμπληρώνει το φάσμα των επιλογών. Αυτή είναι η βαθύτερη λογική εκείνων των δυνάμεων που με πείσμα διεκδικούν τον λεγόμενο χωρισμό της εκκλησίας και του κράτους.
Εμείς αντίθετα για να αποδεχθούμε έναν τέτοιον διαχωρισμό θέτουμε ως προϋπόθεση ο εθνικός ρόλος της εκκλησίας να μεταλαμπαδευτεί σε άλλους κοσμικούς θεσμούς και μηχανισμούς και να μη χρειάζεται πλέον να τον διακονεί, ακόμα και εν μέρει η εκκλησία. Γιατί η εκκλησία εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικό εθνικό θεσμό για χώρα μας.
Ας δούμε γιατί: Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η εκκλησία αποτελούσε τον μόνο ζωντανό θεσμό που συσπείρωσε στους κόλπους του τον ελληνισμό συμβάλλοντας καίρια στην επιβίωσή του. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό τον εθνικό ρόλο τον διεκπεραίωνε η εκκλησία μέχρι το 1922 για όλο το «γένος» μας, στην Κύπρο μέχρι την δεκαετία του 1960 και στον ευρύτερο ελληνισμό της διασποράς μέχρι και σήμερα. Κατόπιν, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους κάτω από την επίδραση της Αγγλικής επιρροής, αργότερα και της βαυαροκρατίας ο πολιτικός και ο επίσημος πνευματικός μας κόσμος συνδεόταν πολύ περισσότερο με τη Δύση –στη βάση μιας μεταπρατικής, παρασιτικής λογικής– παρά με την κοινωνία της οποίας τις τύχες καθόριζε. Απ’ την άλλη, ο λαός ζούσε σε διαφορετικούς ρυθμούς, αντιμετώπιζε διαφορετικά προβλήματα, βίωνε με διαφορετικό τρόπο την ελληνική πραγματικότητα.
Αυτό το σχίσιμο στο εσωτερικό της χώρας, αναδεικνύεται με ακραίο τρόπο την τελευταία δεκαετία. Η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου προσχωρεί ολοκληρωτικά στην εκσυγχρονιστική λογική, μεταβαλλόμενος σταδιακά από εκπρόσωπος του ελληνικού λαού σε ατζέντη της Παγκοσμιοποίησης, της Νέας Τάξης πραγμάτων. Οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις, και κυρίως η αριστερά, απέτυχαν να συστήσουν έναν αξιόλογο πόλο αντίστασης στην επιτεινόμενη παράδοση του πολιτικού κόσμου στη λογική της υποταγής της χώρας και εν μέρει συμπορεύονται ή και πρωτοστατούν σε αυτή την παράδοση (βλέπε Κωνσταντόπουλος για το Σχέδιο Ανάν). Σε αυτές τις συνθήκες η εκκλησία αποτέλεσε τη σημαντικότερη δύναμη η οποία με μαζικούς όρους εξέφραζε –έστω και στρεβλά ορισμένες φορές– την αντίθεση της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας στον παρασιτικό εκσυγχρονισμό.
Στη Γαλλία, που τόσο πολλοί αναφέρουν ως υπόδειγμα για τον χωρισμό κράτους–εκκλησίας είχε συμβεί το ακριβώς αντίστροφο. Η καθολική εκκλησία αποτελούσε παραγοντα αποδυνάμωσης της εθνικής ταυτότητας, ακριβώς γιατί ήταν δεμένη με ένα παγκοσμιοποιητικό μηχανισμό, την παπική ιεραρχία. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο το γαλλικό κράτος προχώρησε στον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Σε μας εδώ αντιθέτως σε ένα κράτος «φρακοφορεμένο» και εξαρτημένο η εκκλησία αποτελούσε παράγοντα διατήρησης της εθνικής ιδιοπροσωπίας.
Κατά συνέπεια όσοι από μια σκοπιά «εκσυγχρονισμού» διεκδικούν σήμερα τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, τον εντάσσουν στην παραπέρα αποδυνάμωση του ελληνισμού.
Από μια προοδευτική και αριστερή άποψη θα ήταν δυνατό να υποστηρίξουμε έναν τέτοιον χωρισμό μόνον εάν και εφόσον οι πολιτικοί, ιδεολογικοί και κρατικοί θεσμοί μας εκκοσμικεύσουν τα στοιχεία της ιδιοπροσωπίας μας, έτσι ώστε η εκκλησία να αφιερωθεί αποκλειστικά στο πνευματικό της έργο. Όσο το κράτος και οι θεσμοί μας θα παραμένουν ανάπηροι και δεν θα εκφράζουν την ταυτότητά μας, τόσο θα παραμένει αδύνατος ένας οργανικός τέτοιος διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους.
Δηλαδή μέσα από μια περίεργη πανουργία της ιστορίας, εκείνοι που εμποδίζουν τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας είναι όσοι με αυτόν προσδοκούν την αποδυνάμωση του ελληνισμού. Μόνο η ενίσχυσή του, στο σύνολο των θεσμών και της ιδεολογίας μας, μπορεί να επιτρέψει και έναν οργανωτικό διαχωρισμό της εκκλησίας από το νεοελληνικό κράτος. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους εκκοσμικευτές μας. Ας υποκαταστήσουν στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο την εκκλησία στον εθνικό της ρόλο, για να μπορούν να επιτύχουν αυτό τον «χωρισμό» και εμείς τότε μόνον θα τους ακολουθήσουμε.
|