Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους
630 επιστήμονες απαντούν στις προτάσεις για τον χωρισμό
Στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δημοσιεύτηκε ένα κείμενο "αντίλογος" στις 3 (σχεδόν ίδιες) Προτάσεις Νόμου που κατατέθηκαν στο Κοινοβούλιο (στο τέλος του 2005) για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Το κείμενο αυτό υπογράφτηκε από 630 επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων εκ των οποίων οι 52 είναι Καθηγητές Πανεπιστημίου.
Στο σχετικό δημοσίευμα αναφέρονται αναλυτικά οι 630 επιστήμονες ανά ειδικότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ονόματα της συντακτικής ομάδας του κειμένου που είναι:
Ι. Κουντουράς Καθηγ. Αριστοτελείου Π.Θ.
Σ. Δρίτσος Αν. Καθηγ. Πανεπ. Πατρών
Κ. Καρακατσάνης Αν. Καθηγ. Αριστοτελείου Π.Θ.
Ε. Ροιλίδης Αν. Καθηγ. Αριστοτελείου Π.Θ.
Ι. Τσανάκας Αν. Καθηγ. Αριστοτελείου Π.Θ.
Δ. Τσαντίλας Αν. Καθηγ. Αριστοτελείου Π.Θ.
Π. Κούγιας Αν. Διευθυντής Ε.Σ.Υ.
Ν. Κωνσταντινίδης Αν. Διευθυντής Ε.Σ.Υ.
Αντίλογος στο επιχειρούμενο «διαζύγιο» Εκκλησίας και κράτους
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, προσφάτως κατατέθηκαν τρεις προτάσεις νόμου για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, μετά σχετική πρωτοβουλία που ανέλαβε η “Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη”.
Εξετάζοντας τις προαναφερθείσες προτάσεις, διαπιστώνει κάθε ένας αντικειμενικά σκεπτόμενος πολίτης ότι: α) ορισμένες από αυτές είναι ευθέως αντίθετες με καθορισμένες συνταγματικές επιταγές. Έτσι, π.χ., η εισήγηση για επιβολή υποχρεωτικού «πολιτικού γάμου» είναι αντίθετη με το άρθρο 13.1 του Συντάγματος, το οποίο λέει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Αντίθετη με το άρθρο 16.2 του Συντάγματος είναι επίσης η εισήγηση για κατάργηση, ουσιαστικά, του μαθήματος των θρησκευτικών από τη Δημόσια Παιδεία. Το προαναφερθέν άρθρο ορίζει ότι ουσιώδης αποστολή της Παιδείας είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία όμως δεν είναι δυνατόν ν’ αναπτυχθεί χωρίς τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. β) Άλλες προτάσεις είναι εμφανώς αντίθετες με το πνεύμα του συντάγματος το οποίο επιβάλλει την άσκηση των συντεταγμένων εξουσιών υπέρ του λαού εν ονόματι και εν συμφωνία με τα θέσμια της επικρατούσας θρησκείας.
Εμείς, ως Έλληνες πολίτες, καταθέτουμε προς πάντα αρμόδιο, αλλά και προς τις συντεταγμένες εξουσίες του κράτους μας τα ακόλουθα:
Η ιστορία και η παράδοση, γραπτή και προφορική, αποτελούν την απαρχή και τις πηγές επάνω στις οποίες στηρίζονται οι βασικές καταστατικές αρχές του Συντάγματος, ενώ με βάση το πνεύμα των αρχών αυτών στοιχειοθετούνται και ερμηνεύονται όλοι οι επιγενείς νόμοι. Κατά συνέπεια, προκειμένου να κριθεί η συμφωνία οποιουδήποτε νόμου με το ισχύον Σύνταγμα απαραίτητος είναι ο έλεγχος του κατά πόσον η διήκουσα έννοια του νόμου αυτού συμφωνεί με το πνεύμα του συντάγματος.
Εξεταστέον, επομένως, είναι ποιο είναι το πνεύμα των αρχών επάνω στις οποίες στηρίχθηκε η σύνταξη των Συνταγμάτων του Ελληνικού έθνους, από των πρώτων, ψηφισθέντων στην εν Επιδαύρω Α΄, την εν Άστρει Β΄, την εν Τροιζήνι Γ΄ Εθνική Συνέλευση, εκείνου της 18ης Μαρτίου του έτους 1844 και των λοιπών μέχρι εκείνου που ισχύει σήμερα.
Εκείνο που προκύπτει από την μελέτη των ελληνικών αυτών Συνταγμάτων είναι ότι η βούληση των αγωνιστών του Έθνους – που υπέστησαν τα πάνδεινα για την αποτίναξη της “φρικώδους Οθωμανικής δυναστείας και του βαρύτατου και απαραδειγμάτιστου ζυγού της τυραννίας” – ήταν να στηριχθεί η σύσταση, η πολιτική ύπαρξη και η ανεξαρτησία του αναστηθέντος Ελληνικού Έθνους επάνω στα θέσμια της μιας Αγίας Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού. Για τον λόγο αυτό άλλωστε ως προμετωπίδα του πρώτου και όλων των επομένων Συνταγμάτων έθεσαν το: “ Εν Ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος”.
Περαιτέρω, τα τρία πρώτα συντάγματα της Ελλάδος διακηρύττουν ότι: “Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουν εις Χριστόν εισίν Έλληνες”, ενώ το σύνταγμα της 18ης Μαρτίου του έτους 1844 στο άρθρο 1 νομοθετεί ότι: “Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελλάδα είναι η της ανατολικής ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, πάσα δε άλλη θρησκεία είναι ανεκτή” απαγορευομένης πάσης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας (οι υπογραμμίσεις είναι ημέτερες).
Το ισχύον Σύνταγμα έχει την ίδια προμετωπίδα: “Εις το όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”, και αναφέρει (άρθρο 3.1) ότι “Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, … γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό… τηρεί απαρασάλευτα … τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις”. Συνάγεται, τοιουτοτρόπως, σαφέστατα από το άρθρο αυτό ότι οι αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες όπως και οι ιερές παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού περιβάλλονται με συνταγματική ισχύ.
Ευνόητο, επομένως, είναι ότι οποιοσδήποτε νόμος δεν είναι δυνατόν να βάλει κατά των θεσμίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ενώ, λοιπόν, έτσι προβλέπεται από το Σύνταγμα, στις σχετικές προτάσεις νόμου γίνεται εισήγηση, μεταξύ άλλων για: α) την επιβολή του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου β) την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών από τη δημόσια εκπαίδευση γ) την κατάργηση των θρησκευτικών υπηρεσιών από τα Υπουργεία (Εθνικής Παιδείας, Εθνικής Αμύνης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ) δ) την καθαίρεση των θρησκευτικών συμβόλων από τα δημόσια καταστήματα ε) την μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δημόσια έγγραφα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ η “Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη” επικαλείται για τα μέλη της και τους ομοϊδεάτες της το απαραβίαστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης για διάφορα θέματα, λησμονεί ότι και για τους άλλους Έλληνες πολίτες, που έχουν διαφορετικές απόψεις, ισχύει το ίδιο άρθρο του Συντάγματος.
«Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τοίχεος» έλεγε ο μέγας Ηράκλειτος. (Πρέπει να μαχώμαστε για την τήρηση των νόμων, όπως ακριβώς όταν επιβουλεύονται τα σύνορά μας). Αυτοί, που πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου» και νομοθέτησαν τα πρώτα Συντάγματα αφήνοντάς μας ως επιπρόσθετη παρακαταθήκη το ζωντανό παράδειγμα της αυτοθυσίας τους, θα μας καλούσαν ασφαλώς σε επαγρύπνηση για την τήρηση του υπέρτατου νόμου του Έθνους μας, του Συντάγματος.
Εμείς, ως Έλληνες πολίτες, μαζί με άλλα τρία εκατομμύρια Ελλήνων δηλώσαμε γραπτώς και διαδηλώσαμε λίγα χρόνια πριν –με αφορμή την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες- υπέρ της παραμονής του άρρηκτου συνδέσμου Εκκλησίας και Έθνους. Τώρα, διαπιστώνουμε ότι τα προτεινόμενα μέτρα από τους εισηγητές αυτού του σχεδίου νόμου δεν είναι σύμφωνα με τις επιταγές του συντάγματος και γι’ αυτό εισηγούμεθα την άμεση απόρριψή τους από τους εκπροσώπους του Έθνους τους οποίους εμείς, ο κυρίαρχος λαός, εκλέξαμε. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλώνουμε ότι θα διεκδικήσουμε με κάθε νόμιμο μέσο όλα τα δικαιώματά μας.
Οι υπογράφοντες
|