Διάλογος Εκκλησίας και Κοινωνίας


Πρώτο μέρος του Διαλόγου Εκκλησίας και Κοινωνίας



11 Σεπτεμβρίου 2005


Από την Πάτρα ξεκίνησε χθες ο διάλογος μεταξύ Εκκλησίας και Κοινωνίας σε εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων, που έλαβε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι) και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος στις συνεδριάσεις τους της 18ης και 19ης Φεβρουαρίου και της 2ας Μαρτίου 2005 αντίστοιχα.

Με την συμμετοχή 550 συνολικά εκπροσώπων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και φιλανθρωπικών φορέων από τις Ιερές Μητροπόλεις της Πελοποννήσου και την παρουσία των Σεβ. Μητροπολιτών Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερωνύμου, Προέδρου της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής για τον Διάλογο Εκκλησίας και Κοινωνίας, Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίoυ, Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, μελών της ως άνω Επιτροπής, Πατρών κ. Χρυσοστόμου, Τριφυλίας και Ολυμπίας κ. Στεφάνου, Ηλείας κ. Γερμανού, Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, Μαντινείας και Κυνoυρίας κ. Aλεξάvδρoυ, Γυθείου και Οιτύλου κ. Χρυσοστόμου και Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίoυ κ. Iερoθέου, του Νομάρχη Αχαΐας κ. Δ. Kατσικόπουλoυ, του Δημάρχου Πατρέων κ. Α. Καράβολα, βουλευτών και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. της πανεπιστημιακής κοινότητας και των στραπωτικών και αστυνoμικών αρχών, πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο των Α.Τ.Ε.Ι. Πατρών ημερίδα με κεντρικό θέμα « Εξουσία και Διακονία στη ζωή της Εκκλησίας».

Στον χαιρετισμό του ο Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος, αφού επισήμανε ότι είναι μεγάλη τιμή για την Πάτρα να φιλoξενεί την πρώτη συνάντηση διαλόγου της Εκκλησίας με τους κοινωνικούς φορείς και εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλο και την Ιερά Σύνοδο, υπογράμμισε τη σημασία της προώθησης αυτού του διαλόγου για σοβαρά θέματα που αφορούν στην ποιμαντική και διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας, αλλά και στους τρόπους αξιοποίησης του λαϊκού στοιχείου από Αυτήν, ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει ευκρινέστερα τα μηνύματα των καιρών και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο, τόνισε, δίδεται η ευκαιρία όχι μόνο να σημειώσουμε τις απόψεις των συνέδρων, αλλά και να προχωρήσουμε στην σε βάθος αvτιμετώπιση προβλημάτων, τα οποία χρήζουν επιλύσεως. Τέλος ο κ. Χρυσόστομος, ευχαρίστησε τον κλήρο, τον λαό και τις αρχές της Πάτρας, με τις οποίες, όπως τόνισε, υπάρχει άριστη σuνεργασία σε όλους τους τομείς, αλλά και τον Πρόεδρο των Α.Τ.Ε.Ι. Πατρών κ. Θ. Γεωργόπουλο και τον απελθόντα Πρόεδρο Κ. Ι. Μακρυγένη για την φιλοξενία των εργασιών της ημερίδας.

Στη συνέχεια, ο Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμάς Συνοδινός, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ανέγνωσε το μήνυμα του Μακαριωτάτου επί τη ενάρξει του διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και Κοινωνίας. Στο μήνυμά του ο Μακαριώτατος, αφού υπογράμμισε ότι το έργο της Εκκλησίας μας είναι η οικοδομή του λαού του Θεού, η σωτηρία των πιστών, και ως εκ τούτου το επίκεντρο κάθε εκκλησιαστικής διακονίας ο πιστός λαός, τόνισε ότι από τον διάλογο αυτό αναμένεται να γίνουν γνωστές και να προσδιοριστούν λεπτομερώς και με σαφήνεια οι απόψεις του πληρώματος της Εκκλησίας, κλήρου και λαού ούτως ώστε να ληφθούν τα ανάλογα μέτρα για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του έργου της Εκκλησίας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. «Μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε τι προσδοκά ο λαός από τους πoιμένες του και τι δέον γενέσθαι προκειμένου να ανταποκριθούμε όλοι οι κληρικοί ποιμαντικά στις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας. Εύχομαι ο αρχόμενος σήμερα διάλογος να αποδώσει αγλαούς καρπούς» σημείωσε χαρακτηριστικά. Στο μήνυμά του ο Μακαριώτατος επισήμανε την ανάγκη μεγαλύτερης προσέγγισης κλήρου και λαού, με πνεύμα παροξυσμού αγάπης, όπως είπε, για την αντιμετώπιση των κοινών κινδύνων που περιζώνουν όλους. Σε αυτόν τον τόπο, ανέφερε, κλήρος και λαός αντιμετώπισαν από κοινού τα βάσανα και τις περιπέτειες της ζωής και ουδέποτε υπήρξαν ιεροκρατικά συστήματα, που άλλωστε δεν ανταποκρίνονται στην Ορθόδοξη Παράδοση. Είναι επομένως και άδικο και ανακριβές, συνέχισε, ενώ οι κληρικοί προερχόμαστε από τα σπλάχνα του ίδιου λαού, μοιραζόμαστε μαζί του τις τύχες του και τον διακονούμε με πνευματικά και κοινωνικά έργα, τώρα να δώσουμε την εντύπωση ότι ανήκουμε σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα, αντιμαχόμενα ή αγωvιζόμενα να διατηρήσουν τις διαχωριστικές γραμμές που δήθεν τα χωρίζουν. Στην νέα διαμόρφωση της Ευρώπης, κατέληξε, τη στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ των τεχνοκρατικών ελίτ και των δυνάμεων που θέλουν μία ευρωπαϊκή ενοποίηση στα όρια του ανθρώπου χωρίς εκβιασμούς και μονοδρόμους, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να διαδραματίσει τον φιλάνθρωπο ευαγγελικό της ρόλο, να σταθεί με γνησιότητα κοντά στον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φυλής, γένους και θρησκείας, και να επιδιώξει τη συνάντησή Της ακόμη και με τις κοινωνικές εκείνες ομάδες που Την πολεμούν ή έχουν αποκοπεί από Αυτήν, επειδή έχουν λανθασμένη εικόνα Της στο μυαλό τους.

Ακολούθως, ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος, αφού ευχαρίστησε τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, τους Αρχιερείς, τους κληρικούς, τους εκπροσώπους των διαφόρων φορέων και όλους όσοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση για την συνάντηση διαλόγου, παρουσίασε σχετική εισήγηση για το κεντρικό θέμα της ημερίδας. Ο κ. Iερώνυμoς αναφέρθηκε στο εκκλησιαστικό πλαίσιο του διαλόγου, αλλά και στις μέχρι στιγμής εργασίες της Ειδικής Επιτροπής, της οποίας προεδρεύει, που έχει συνέλθει σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, έχει επεξεργαστεί σχετικές εισηγήσεις και έχει εκπονήσει ένα σχέδιο δράσεων και πρωτοβουλιών, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την διεξαγωγή ημερίδων σε διάφορες περιφέρειες της χώρας για ζωτικά για την Εκκλησία και την Κoινωνία μας θέματα. Αφού χαρακτήρισε το θέμα της ημερίδας πρωταρχικό για την ουσία του, που πρέπει να είναι η σφραγίδα της εκκλησιαστικής ζωής, σημείωσε ότι η Εκκλησία από την αρχή Της, ως εκ της φύσεώς Της, δεν μπόρεσε να σταθεί και να λειτουργήσει ούτε λεπτό χωρίς τον διάλογο με την κοινωνία και τον πολιτισμό της. Στην σημερινή μάλιστα εποχή, υπογράμμισε, εποχή σύγχυσης και αλλοτρίωσης, βολέματος και ευνοιοκρατίας, με τάσεις που αρνούνται τις τοπικές παραδόσεις, αξίες, γλώσσες, πίστεις και πολιτισμούς και αναζητούν την αποπροσωποποίηση της ζωής στη μαζικότητα και στην αποδοχή της δύναμης του ισχυρού και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα των θεσμών, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε το Ευαγγελικό μήvυμα, καθώς από παντού φθάνoυν κραυγές απελπισίας. Η Εκκλησία, είπε, οφείλει συνεχώς να αναζητά «την άλλη θέαση» της κοινωνίας και δεν μπορεί να σιωπά και να αδιαφορεί μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαοί και δη οι κοινωνικά και οικονομικά ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού. Όπως σημείωσε, ο Χριστός ήταν εκείνος που καθόρισε άπαξ και δια παντός, στην πορεία του προς το Πάθος, τις σχέσεις της Εξoυσίας και της Διακονίας και έθεσε το μέτρο της Διακονίας ή της Εξουσίας, της αγάπης των ποιμένων. «Ο Κύριος έδειξε αγάπη, θυσιάστηκε και ενίσχυσε την ελευθερία του ανθρώπου, αφού δεν νοείται αγάπη χωρίς σεβασμό της ελευθερίας του προσώπου. Αυτή είναι και η γvήσια, η κατά Χριστόν συνάντηση Εξουσίας και Διακονίας», είπε χαρακτηριστικά. «Ο ποιμένας ή ο λαϊκός», συνέχισε, «στο βαθμό που συντoνίζεται με την θυσιαστική κένωση του Χριστού λειτουργεί σωστά, στο βαθμό όμως τις απόκλισής του, παραμένει στην κοσμική διοίκηση. Η Εκκλησία όμως», παρατήρησε, «η οποία καλείται να προσλάβει και να μεταμορφώσει έναν κόσμο που δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο που ήξερε και που Την προσκαλεί μεν αλλά συγχρόνως Την προκαλεί και πειρασμικά να αυτοπεριοριστεί, σε σύστημα ηθικών αξιών, φιλοσοφημάτων και κοσμοθεωριών, συχνά άσχετων με τις οντολογικές Της προϋποθέσεις, δεν είναι δυνατόν να σταθεί με υπευθυνότητα και γνησιότητα απέναντι στα ερωτήματα της σύγχρονης πραγματικότητας, εάν δεν αποτολμήσει, όπως άλλωστε το ζητούν ιδιαίτερα οι νέοι, μία αυτοκριτική με στόχο την αναζήτηση μίας εκκλησιαστικής, αυτοσυνειδησίας και εάν δεν αρθρώσει σωτηριολογικό λόγο με αφετηρία ένα ήθος μετανοίας. Η Εκκλησία άλλωστε», είπε, «δεν πρέπει να επιδιώκει μερίδιο κοσμικής εξουσίας, την οποία και δεν επιζητά, αλλά δεν μπορεί να περιοριστεί και στις απαιτήσεις ορισμένων που Της ορίζουν ρόλο μόνο διακοσμητικό ή που Την θεωρούν ως χωροφύλακα μίας ηθικής που δημιουργεί «χρηστούς» και νομοταγείς πολίτες. Αφού η Eκκλησία επικοινωνεί και συνδιαλέγεται με ζωντανούς ανθρώπους», υπογράμμισε, «δεν μπoρεί να στέκεται απέναντί τους σαν ένα ίδρυμα ή σαν ένας θεσμός που ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες των «θρησκευτικών τύπων», αλλά έχει ευθύνη και λόγο για την μεταμόρφωση του ελεύθερου ανθρώπου από άτομο σε πρόσωπο, δηλαδή για την δημιουργία μίας οντότητας που θα έχει άποψη, θέληση και έκφραση για την αλήθεια, την ειρήνη, την αγάπη, την ελευθερία, την δικαιoσύνη και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά της σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Σε αυτή την συμπόρευση», τόνισε, «των μελών της Εκκλησίας μας, κληρικών και λαϊκών, αποβλέπει άλλωστε και η σημερινή συνάντηση επίσημου, διαλόγου, ενός είδους άλλου τρόπου επικοινωνίας, καθώς η Εκκλησία μας βρίσκεται πάντα σε διαρκή επαφή με τον λαό. Σκοπός της συνάντησης», είπε «είναι να ακουστούν απόψεις σε συγκεκριμένα θέματα και να εξαχθούν συμπεράσματα, πορίσματα και προτάσεις, που θα φθάσουν ιεραρχικά στην Ι.Σ.Ι., για να χρησιμοποιηθούν σαν υλικό της σύγχρονης πραγματικότητας. Σήμερα», κατέληξε, «στον εκκλησιαστικό χώρο μπορεί κανείς να συναντήσει και την Εξουσία ως «απουσία αγάπης», αλλά και την Διακονία ως «ενέργεια διά της αγάπης». Αυτό», είπε, «είναι θέμα επιλογής και τρόπου ζωής, κατά τον βαθμό της πνευματικής ωριμότητας του ποιμένα ή του λαϊκού και, κατά συνέπεια, το όλο ζήτημα της Εξουσίας και της Διακονίας στη ζωή της Εκκλησίας στη ζωή της Εκκλησίας θα κριθεί όχι τόσο στους θεσμούς, όσο στα πρόσωπα.

Στην εισήγησή του ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βασίλειος Γιούλτσης υπογράμμισε ότι «στη νέα περίοδο της ιστορίας, που εγκαινιάζεται με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και την κάθοδο του Παρακλήτου, η εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, πρέπει να βιώσει κατά τους λόγους και το παράδειγμα του Κυρίου το περιεχόμενο της προσφοράς και της διακονίας με πνεύμα θυσίας προς τους άλλους». Όπως τόνισε, «κανένα θεσμικό αξίωμα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασκείται ως πηγή δύναμης και γοήτρου, αλλά ως έκφραση αποστολικής διακονίας. Φυσικά», συνέχισε, «η ανθρώπινη αδυναμία υποκύπτει συχνά στον πειρασμό της κατάχρησης και της φιλοδοξίας, αλλά η συναίσθηση της ευθύνης και η ιδιότητα του πιστού Χριστιανού εμπεριέχουν δυνάμεις για την υπέρβαση της αδυναμίας». Όπως είπε, «στη διάρκεια της δισχιλιετούς πορείας Της η Ορθόδοξη Εκκλησία απέφυγε το μεσαιωνικό πειρασμό της πολιτικής εξουσίας και παράλληλα δεν υπέδειξε ηθικά, οικονομικά ή κοινωνικά συστήματα προκειμένου να λύσει υφιστάμενα κοινωνικά προβλήματα, αλλά μερίμνησε και μεριμνά για να οδηγήσει όλους τους πιστούς στην άσκηση των αρετών, επανασυνδέοντάς τους με την πρόνοια του θεού και μεταγγίζοντάς τους το πνεύμα της καταλλαγής με τους άλλους, την θυσία και την αγάπη προς τον πλησίον». Ο κ. Γιούλτσης χαρακτήρισε αναγκαία στους τραγικούς, όπως είπε, καιρούς μας την παρουσία της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας που στέκει διαρκώς προφητική και κριτική μπροστά στην αναλγησία και την σκληρότητα των ισχυρών, όχι βέβαια με μόνο τον θεωρητικό λόγο, αλλά κυρίως με θυσιαστική άσκηση της διακονίας Της προς όλους, με διαρκείς αγώνες για δικαιοσύνη και ειρήνη, με ζωή λιτότητας, ασκήσεως και εγκράτειας. Αφού αναφέρθηκε σε σοβαρές παρεμβάσεις, κατά το παρελθόν, της πολιτικής εξουσίας στην εκκλησιαστική ζωή, και σε κάθε είδους ολοκληρωτισμούς των ηγεμόνων, που όχι μόνο δεν πέτυχαν να αφανίσουν την Εκκλησία, αλλά Την ενίσχυσαν και ισχυροποίησαν τη βούλησή Της στη διακονία και στήριξη του διωκόμενου ποιμνίου Της, σημείωσε ότι με αφετηρία την βυζαντινή περίοδο και στην συνέχεια κατά τη διαμόρφωση σχέσεων ειρηνικής συνύπαρξης ή ανοχής μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και τους νεωτέρους χρόνους, η Εκκλησία απέκτησε προνόμια και νέους κανονικούς ρόλους, που διεύρυναν τη διακονία Της στην κοινωνία. Η διακονία αυτή, είπε, εκδιπλώνεται σε ένα πολύμορφο φιλανθρωπικό έργο και αντίστοιχα σε μια έξοδο ιεραποστολικής ευθύνης που αγωνιά για την μεταφορά του Λόγου του Θεού στους αδελφούς που δεν έτυχε να τον ακούσουν. Δημιουργήθηκαν, βέβαια, τόνισε, λόγω του πλήθους των καθιερώσεων και πειρασμοί υπερβάσεων με σοβαρές συνέπειες για το γόητρο της Εκκλησίας, στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς η ίδια να ευθύνεται, που συνδέονται συνήθως με την παράχρηση της εξουσίας, τις υπερβολές κυρίως του ανθρώπινου παράγοντα και τη διάσταση μεταξύ Εξουσίας και Διακονίας. Γι’ αυτό, κατέληξε, η διακονία αξιωμάτων στην Εκκλησία δεν προϋποθέτει απλά, αλλά απαιτεί πνεύμα ταπείνωσης και θυσίας κατά το πρότυπο του Κυρίου.

Αμέσως μετά, ακολούθησε συζήτηση επί του κεντρικού θέματος της ημερίδας σε πέντε διαφορετικές Ομάδες Εργασίας. Η πρώτη Ομάδα, με συντονιστή τον κ. Γιούλτση, συζήτησε το θέμα της χαρισματικής διάστασης της Εξουσίας στην Εκκλησία, η δεύτερη, με συντονιστή τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. Φίλια, το θέμα της Διακονίας και της Φιλανθρωπίας, η τρίτη, με συντονιστή τον Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερο π. Θωμά Συνοδινό, το θέμα των ορίων της κοινωνικής ευθύνης της Εκκλησίας, η τέταρτη, με συντονιστή τον Πανοσ. Αρχιμανδρίτη π. Αθηναγόρα Δικαιάκο, το θέμα της Διακονίας στην Ιεραποστολή και του Επανευαγγελισμού και η Πέμπτη, με συντονιστή τον Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαίο Χάλαρη, το θέμα των νέων στη ζωή της Εκκλησίας. Οι πέντε ομάδες συνέταξαν τα πορίσματά τους, τα οποία αναγνώσθηκαν σε ολομέλεια και επί των οποίων πραγματοποιήθηκε ανοικτή συζήτηση. Τα πορίσματα αυτά θα μεταφέρει με σχετική εισήγησή του στη Ι.Σ.Ι., στη συνεδρίασή της της 6ης Οκτωβρίου 2005, ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος, ώστε να ληφθούν τα ανάλογα μέτρα.

Τέλος, μετά την τέλεση του Εσπερινού στο Ιερό Παρεκκκλήσίο των Τριών Ιεραρχών στα Α.Τ.Ε.Ι. Πατρών, ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος παραχώρησε συνέντευξη Τύπου.


Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου.



 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox