Το μάθημα των θρησκευτικών
Ἀναστασίου Ν. Μαρίνου, Δρος Ν.
Ἀντιπροέδρου Σ.τ..Ε., ἐ.τ.
Τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης,
ἡ διδασκαλία
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
καί ἡ Δημοκρατία
Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης διατύπωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 1720/2005 Σύσταση (Recommendation) ὑπό τόν τίτλον «Ἐκπαίδευση καί Θρησκεία» (Education and Religion). Τό γεγονός αὐτό ἀπετέλεσε ἀφορμή νά δημοσιευθοῦν διά τοῦ ἡμερησίου τύπου σχόλια διαφόρων προσώπων ὅπως πολιτικῶν, δημοσιογράφων ἀκόμη καί ... καλλιτεχνῶν, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων δέν ἀντελήφθησαν περί ποίου θέματος ὁμιλοῦν καί ἔλεγαν ἀνακρίβειες ὅσον ἀφορᾶ τόν Διεθνῆ Ὀργανισμόν, τήν ἀπόφαση τοῦ ὁποίου θέλησαν νά σχολιάσουν. Ἔτσι ἐνῶ ἄρχιζαν μέ ἀναφοράν εἰς τήν Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση τοῦ ὁποίου δέν εἶναι ὑποχρεωτική διά τά Κράτη - Μέλη, εὐθύς ἐν συνεχείᾳ ἔκαναν λόγο περί τοῦ Συμβουλίου Ὑπουργῶν τῆς «Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης» τό ὁποῖον θά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος καί ἡ ἀπόφαση τοῦ ὁποίου θά ἔχει ὑποχρεωτικό, διά τά Κράτη - Μέλη, χαρακτήρα. Ταυτόχρονα ἔκαναν λόγο περί «Ὁδηγίας» ἐνῶ τό Συμβούλιον τῆς Εὐρώπης δέν ἐκδίδει Ὁδηγίες (Directives) ἀλλά Συστάσεις (Recommendations). Τέλος οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς θριαμβολογοῦσαν διότι ἡ «Ὁδηγία» αὐτή θά ὁδηγήσει, ἐπί τέλους, στήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα.
Ἐν ὄψει τούτων καί διά νά μή ἐμπεδωθεῖ εἰς τό εὐρύ κοινόν ἡ παραπληροφόρηση μέ τόν ὡς ἄνω ἐσφαλμένον σχολιασμόν ἔκρινα ὅτι θά ἔπρεπε νά λάβω θέσιν ἐπί τοῦ ζητήματος ὡς νομιμοποιούμενος πρός τοῦτο, ἀφοῦ μέ τό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀσχολοῦμαι ἐπί σειράν ἐτῶν, εἴτε διά τῆς συγγραφῆς εἰδικῶν μελετῶν, εἴτε διά τῆς συμμετοχῆς μου, ὡς Προέδρου, εἰς τήν σύνθεση τοῦ Στ΄ Τμήματος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας τό ὁποῖον ἔκρινε μέ ὁμόφωνες ἀποφάσεις του περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ (βλ. Σ.τ.Ε. 3356/1995 καί 2176/1998). Νομίζω λοιπόν ὅτι πρέπει νά σημειώσω ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ τά ἑξῆς :
1. Τό ὄργανον τό ὁποῖον ἠσχολήθη μέ τό ζήτημα εἶναι ἡ Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί ἴσως ἀσχοληθῆ μέ αὐτό καί τό Συμβούλιον Ὑπουργῶν τοῦ αὐτοῦ διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ ὄχι ὅμως τό Συμβούλιον Ὑπουργῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἄλλος διεθνής Ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος μάλιστα δέν ἔχει ἁρμοδιότητα ἐπί θεμάτων Παιδείας καί Ἐκπαιδεύσεως.
Καί ἄς ἔλθωμεν εἰς τό περιεχόμενον τῆς ἐπιμάχου Συστάσεως τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης. Θά διαπιστώσουμε ὅτι περιέχει λίαν ἐνδιαφέρουσες διατάξεις ἤτοι :
1. Ἐν πρώτοις διακηρύσσεται μέ τήν Σύσταση (παραγρ. 5) ὅτι : «Ἡ Δημοκρατία καί ἡ Θρησκεία δέν πρέπει νά θεωροῦνται μή συμβατές μεταξύ τους. Δύνανται πράγματι νά εἶναι ἀξιόπιστοι συνεταῖροι στήν προσπάθεια γιά τό κοινό καλό». Τά ἴδια ἀκριβῶς ἔχει διακηρύξει ἡ Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 1396/1999 Σύστασή της στήν ὁποίαν ἀναφέρεται (παρ. 5) ὅτι : Ἡ Δημοκρατία καί ἡ θρησκεία δέν μποροῦν νά μή εἶναι συμβατές ... γιατί ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀξιόπιστος συνεταῖρος τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας».
Ἄς ἀκούσουν αὐτές τίς Διακηρύξεις ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι καταλαμβάνονται ἀπό θεία ὀργή κάθε φορά πού ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς Προκαθήμενος τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διατυπώνει τήν γνώμη του πάνω σέ φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα καί ζητοῦν νά περιορίζεται στά θρησκευτικά ἀμιγῶς καθήκοντα του διότι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι διακριτοί καί δέν θέλουν - διότι δέν μποροῦν ἐλλείψει καταλλήλου παιδείας - νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ διάκριση θρησκείας καί κοινωνίας δέν εἶναι νοητή.
2. Εἰς τήν παράγραφον 3 διακηρύσσεται ὅτι : «Ἡ οἰκογένεια ἔχει τόν ὑπέρτατον ρόλον εἰς τήν ἀνατροφήν τῶν παιδιῶν, συμπεριλαμβανομένης τῆς ἐπιλογῆς διά θρησκευτικήν ἀνατροφήν».
Ἡ διακήρυξη αὐτή εἶναι ἐπανάληψη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ προσθέτου Πρωτοκόλλου τοῦ προσηρτημένου εἰς τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση περί τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τό ὁποῖον ὁ γονεύς ἔχει τό ἀποκλειστικό δικαίωμα νά ἀνατρέφει τά τέκνα του σύμφωνα μέ τίς δικές του θρησκευτικές καί φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διατύπωση τῆς ὡς ἄνω διατάξεως, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς : «Πᾶν Κράτος ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν ἀναλαμβανομένων ὑπ’ αὐτοῦ καθηκόντων ἐπί τοῦ πεδίου τῆς μορφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων ὅπως ἐξασφαλίζωσι τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Τό δικαίωμα αὐτό εἶναι ἐκδήλωση τοῦ δικαιώματος θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ γονέως τό ὁποῖον ἐπίσης κατοχυρώνει τό ἄρθρον 9 τῆς αὐτῆς ὡς ἄνω Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως. Τό δικαίωμα δέ αὐτό τοῦ γονέως, ὡς ἀποκλειστικό, ἀποκλείει τήν δυνατότητα σέ κάθε ἄλλο πρόσωπο ἤ τό ἴδιο τό Κράτος νά ἐπέμβει εἰς τήν θρησκευτικήν συνείδησιν τοῦ ἀνηλίκου τέκνου ἤ νά τοῦ διδάξη θρησκείαν τήν ὁποίαν δέν ἐγκρίνει ὁ γονεύς ἤ νά δυσχεράνει καθ’ οἱονδήποτε τρόπον τό δικαίωμα αὐτό τοῦ γονέως, ὅπως π.χ. ἐπιβάλλοντας τήν θρησκειολογικήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα, ἔστω καί ἐάν μεταξύ τῶν διδασκομένων θρησκειῶν εἶναι καί ἡ θρησκεία τήν ὁποίαν ἐγκρίνει ὁ γονεύς. Ὁ μαθητής ἰδίως τῆς πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσης δέν ἔχει τήν πνευματική ὡριμότητα γιά θρησκειολογική διδασκαλία καί γι’ αὐτό ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν ἀνατίθεται, κατά τά ἐκτεθέντα, στούς γονεῖς.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω ἐκτιθεμένων ἄς ἴδωμεν τί ἀπεφάσισε περαιτέρω ἡ Κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ὑπό μορφήν Συστάσεως.
1. Ἐπανεπιβεβαιώνει μετ’ ἐμφάσεως (forcefully reaffirms) ὅτι εἶναι προσωπική ὑπόθεση καθενός τό ποιά θρησκεία θά ἀσπάσθη ἤ τό ἐάν θά εἶναι ἄθρησκος (παραγρ. 1 τῆς Συστάσεως).
2. Ἡ πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νά ἐγγυᾶται τήν ἐλευθερίαν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἐκφράσεως, νά προάγει τήν ἐκπαίδευση ἐπί θρησκευτικῶν ζητημάτων, νά ἐνισχύει τήν πολιτισμικήν καί κοινωνικήν ἔκφραση τῶν θρησκειῶν καί νά ἐνθαρρύνει τόν μεταξύ τους διάλογον (παραγρ. 6 τῆς Συστάσεως).
3. Τό σχολεῖον ἀποτελεῖ μείζονα παράγοντα ἐκπαιδεύσεως (a major component of education), ὅσον ἀφορᾶ τήν θρησκείαν καί πρέπει νά διδάσκεται εἰς αὐτό ἡ ἱστορία καί ἡ φιλοσοφία τῶν κυριοτέρων θρησκειῶν μετ’ οἰκονομίας (restraint), ἀντικειμενικότητος (objectivity) καί σεβασμοῦ (respect) πρός τίς ἀξίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης γιά τά ἀνθρώπινα δικαίωματα (παράγραφος 7 τῆς Συστάσεως).
4. Τό Συμβούλιο τῶν Ὑπουργῶν τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης πρέπει νά ἐνθαρρύνει τίς Κυβερνήσεις νά καθιερώσουν τίς θρησκευτικές σπουδές τόσον εἰς τήν πρωτοβάθμια ὅσο καί εἰς τήν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση μέ βάση ὁρισμένα κριτήρια τά ὁποῖα ἀπαριθμοῦνται στήν συνέχεια ὅπως ἀντικειμενικότητα, μή ὑπέρβαση τῆς διαχωριστικῆς γραμμῆς μεταξύ λατρείας καί πολιτισμοῦ καί κυρίως θά πρέπει νά καθοδηγοῦνται οἱ μαθηταί νά γνωρίσουν τίς θρησκεῖες τῶν γειτονικῶν τους χωρῶν καί νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὁ καθένας ἔχει τό δικαίωμα νά πιστεύει ὅτι ἡ δική του θρησκεία ἀποτελεῖ τήν ἀληθῆ πίστη (the true faith) (παράγρ. 14 τῆς Συστάσεως).
Ἄς ἐξετάσουμε τώρα ἐάν οἱ συστάσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν στήν οὐσία τους πρόταση περί καθιερώσεως στά σχολεῖα θρησκειολογικῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, εἶναι δυνατόν νά τύχουν ἐφαρμογῆς στό ἐσωτερικό τῶν Κρατῶν - Μελῶν τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί νά ἀποτελέσουν τό περιεχόμενον τοῦ προγράμματος διδασκαλίας στά σχολεῖα τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης.
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τό σύστημα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τό ὁποῖο ἰσχύει στό συγκεκριμένο κάθε φορά Κράτος.
Δύο εἶναι κατά βάσιν τά συστήματα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τά ὁποῖα ἰσχύουν σήμερα σέ ὅλο τόν κόσμο. Τό ἕνα εἶναι τό σύστημα τοῦ πλήρους χωρισμοῦ μέ τήν δημιουργία Κράτους λαϊκοῦ (état laïque) ἤ Κράτους κοσμικοῦ (sesular state).
Βασική ἀρχή τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἡ ἀρχή ὅτι ἡ Πολιτεία δέν ἐπιτρέπεται νά ἀσχολεῖται μέ τήν θρησκεία οὔτε ἀμέσως, οὔτε ἐμμέσως καί κυρίως δέν ἐπιτρέπεται νά διδάσκεται εἰς τά σχολεῖα τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Εἶναι λίαν χαρακτηριστική ἡ ἀπόφαση ἐπί τῆς ὑποθέσεως Mc Collum τήν ὁποίαν ἐξέδωκε τό ἔτος 1948 τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῶν ΗΠΑ καί μέ τήν ὁποίαν ἔγινε δεκτόν ὅτι ἦταν ἀντίθετος μέ τήν ἀρχήν τοῦ κοσμικοῦ Κράτους νόμος τῆς Πολιτείας τοῦ Ιllinois ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε νά εἰσέρχονται στίς αἴθουσες διδασκαλίας τῶν σχολείων ἀλληλοδιαδόχως προτεστάντες, ρωμαιοκαθολικοί καί ἐβραῖοι γιά νά διδάξουν τίς θρησκεῖες τους, εἰς δέ τήν Γαλλία ἡ ὁποία εἶναι λαϊκό Κράτος ὁ Γάλλος Ὑπουργός Παιδείας εἶχεν ἀποστείλει παλαιότερον εἰς τούς Ἐπιθεωρητάς τῶν σχολείων ἐγκύκλιον μέ τήν ὁποίαν τούς ἐτόνιζε τά ἑξῆς :
«Ἡ ἀποστολή τοῦ διδασκάλου εἶναι πλήρως καθορισμένη. Σκοπόν ἔχει νά ἐνισχύση καί νά ἐμφυτεύση εἰς τήν ψυχήν τῶν μαθητῶν δι’ ὅλην τή ζωή των καί νά διοχετεύση εἰς τήν καθ’ ἡμέραν πρᾶξιν τάς βασικάς ἀρχάς τῆς ἀνθρώπινης ἠθικῆς τάς κοινάς εἰς ὅλας τάς διδασκαλίας καί τάς ἀναγκαίας εἰς ὅλους τούς πολιτισμένους ἀνθρώπους. Ἠμπορεῖ νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή του αὐτήν χωρίς νά προσχωρήση ἤ νά ἀντιταχθῆ εἰς τάς διαφόρους θρησκευτικάς πεποιθήσεις τάς ὁποίας πρεσβεύουν οἱ μαθηταί του καί τάς ἀναμειγνύουν μέ τάς γενικάς ἀρχάς τῆς ἠθικῆς. Ἀντιμετωπίζει τά παιδία ὅπως ἀκριβῶς προσέρχονται εἰς αὐτόν μέ τάς ἰδέας των καί τή γλώσσα των, μέ τάς πεποιθήσεις τάς ὁποίας ἔχουν ἀπό τήν οἰκογένειαν των καί ἄλλην φροντίδα δέν ἔχει παρά νά τά μάθη νά ἀντλοῦν ἀπ’ αὐτάς ὅ,τι πολυτιμότερον ἀπό κοινωνικῆς ἀπόψεως, δηλαδή τάς ἀρχάς μιᾶς ὑψηλῆς ἠθικῆς. Ἡ λαϊκή ἠθική διδασκαλία διαφέρει ἀπό τήν διδασκαλία τήν θρησκευτικήν χωρίς ὅμως νά τήν ἀντιστρατεύεται. Ὁ διδάσκαλος οὔτε τόν ἱερέα, οὔτε τόν ἀρχηγόν τῆς οἰκογενείας ἀντικαθιστᾶ, ἀλλά προσθέτει τάς προσπαθείας του εἰς τάς ἰδικάς των διά νά κάνη τό παιδίον χρηστόν ἄνθρωπον. Ὀφείλει νά ἐπιμένη εἰς τά «καθήκοντα» τά ὁποῖα κάνουν τούς ἀνθρώπους νά προσεγγίζουν μεταξύ των καί ὄχι εἰς τά «δόγματα» τά ὁποῖα τούς διαιροῦν».
Μέ τέτοιο πνεύμα λοιπόν ἡ ὑπό μορφήν θρησκειολογίας θρησκευτική διδασκαλία στά δημόσια σχολεῖα ἑνός λαϊκοῦ ἤ κοσμικοῦ κράτους εἶναι ἀπόλυτα ἀπαγορευμένη ὄχι γιατί νοθεύει τό παιδευτικό ἰδεῶδες, ἀλλά γιατί νοθεύει τήν οὐδετερότητα τήν ὁποία ὀφείλει νά τηρεῖ τό Κράτος ἀπέναντι σέ κάθε ζήτημα πού ἔχει σχέση μέ τήν θρησκεία καί ἐπί πλέον παραβιάζει καί τό ἀτομικό δικαίωμα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ γονέα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀξίωση κατά τῆς Πολιτείας νά μή ἐπηρεάζει κατά ἕνα ὁποιονδήποτε τρόπον, ἔστω καί ἔμμεσα, τήν θρησκευτική συνείδηση τοῦ παιδιοῦ του χωρίς τήν συγκατάθεσή του. Ὅταν ὅμως ἡ Πολιτεία διδάσκει τίς διάφορες θρησκεῖες στούς μαθητές θίγει τήν συνείδηση τῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά διδάσκεται στά παιδιά τους μόνο ἡ δική τους θρησκεία ὡς καί τῶν γονέων πού εἶναι ἄθεοι καί θέλουν ἄθεα νά κάνουν καί τά παιδιά τους.
Αὐτή εἶναι ἡ γενικά παραδεδεγμένη καί χωρίς ἐξαιρέσεις ἀρχή τοῦ λαϊκοῡ ἤ κοσμικοῦ κράτους, ὅπως ἡ ἀρχή αὐτή ἐπιβεβαιώθηκε μέ τήν ὡς ἄνω ἀπόφαση τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῶν ΗΠΑ, μέ τήν ὁποίαν ἔγινε δεκτόν ὅτι ἡ θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἀντίθετη πρός τήν 1ην Τροποποίηση τοῦ Ἀμερικανικοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει πλήρη οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας ἔναντι τοῦ θρησκευτικοῦ ζητήματος. Τόσον ἀπόλυτη εἶναι ἡ οὐδετερότητα αὐτή, ὥστε τό αὐτό Δικαστήριο θεώρησε ἀντισυνταγματικό νόμο τῆς Πολιτείας τοῦ Ἀρκάνσας μέ τόν ὁποῖον ἀπαγορευόταν ἡ διδασκαλία τῆς θεωρίας τοῦ Δαρβίνου στά δημόσια σχολεῖα, ἐπειδή θεωρήθηκε ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή εἶχε ἐπιβληθεῖ γιά νά μή θιγεῖ ἡ χριστιανική θρησκεία, ἡ ὁποία δέν δέχεται αὐτή τή θεωρία. Δηλαδή θεωρήθηκε ὅτι ἡ Πολιτεία ἐτάσσετο μέ τίς ἀπόψεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας παραβιάζουσα ἔτσι τήν συνταγματικά θεσπιζομένη οὐδετερότητα τοῦ Κράτους ὡς πρός τό θρησκευτικόν ζήτημα. Τέλος ὅταν Πρόεδρος τῶν ΗΠΑ ἐξελέγη ὁ Τζών Κέννεντυ ἐκυκλοφόρησε ἡ φήμη ὅτι ἐπρόκειτο, ἐπειδή ἦταν καθολικός, νά ἐνισχύσει οἰκονομικά τά θρησκευτικά σχολεῖα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ φήμη αὐτή προκάλεσε ὀξύτατες διαμαρτυρίες καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό ὥστε εἶπαν χαρακτηριστικά ὅτι «ξέσπασε θύελλα στό Λόφο» (Storm on the Hill), δηλαδή στό λόφο τοῦ Καπιτωλίου, ὅπου εἶναι οἰκοδομημένα τά κυβερνητικά μέγαρα, γιατί μιά τέτοια ἐνέργεια θά ἀποτελοῦσε παραβίαση τῆς οὐδετερότητος τήν ὁποίαν ὀφείλει νά τηρεῖ ἡ Πολιτεία σχετικά μέ τό θρησκευτικό ζήτημα.
Αὐτά ὅσον ἀφορᾶ τά λαϊκά ἤ κοσμικά Κράτη.
Καί ἄς ἔλθουμε εἰς τά Κράτη – Μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, τά ὁποῖα δέν εἶναι λαϊκά καί στά ὁποῖα ἰσχύει εἰδικό καθεστώς σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Θά περιοριστῶ μόνον στήν Ἑλλάδα γιά νά πληροφορηθῆ τήν ὀρθήν θεμελίωσιν τοῦ θέματος κάθε ἐνδιαφερόμενος καί κυρίως νά τήν πληροφορηθοῦν ὅσοι ἐπιδεικνύουν ἰδιαίτερη γιά τό ζήτημα αὐτό δραστηριότητα χωρίς νά ἔχουν καί τίς ἀνάλογες νομικές γνώσεις.
Γιά τήν Ἑλλάδα λοιπόν ἡ πρόταση θρησκειολογικῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα εἶναι ἀντίθετη μέ τό ἄρθρο 16 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖον, ὡς ἔχει ἑρμηνευθεῖ ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐπιβάλλει τήν ὑποχρεωτική διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν κατά τό ὀρθόδοξον χριστιανικόν δόγμα (βλ. Σ.τ.Ε. 3356/1995 καί 2176/1998). Ἐξ ἄλλου ἡ πρόταση καθιερώσεως θρησκειολογικῆς διδασκαλίας ὅπως προσδιορίζεται μέ τίς παραγράφους 3 καί 4 τῆς Συστάσεως ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν παραγρ. 2 αὐτῆς ἡ ὁποία ἀναθέτει τήν θρησκευτική ἐκπαίδευση στήν οἰκογένεια.
Ἀλλά καί ἐάν ἀποφασισθῆ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος τότε ἡ θρησκειολογική διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν δέν θά ἀπαγορεύεται μέν ἀπό τό Σύνταγμα, θά ἀποτελεῖ ὅμως παράβαση τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης διότι θά εἶναι ἀντίθετη πρός τό ἄρθρον 2 τοῦ προσθέτου Πρωτοκόλλου αὐτῆς.
Εἶμαι πολύ περίεργος νά πληροφορηθῶ ἐάν ἡ ὅποια ἑλληνική Κυβέρνηση τῆς ἐποχῆς θά τολμήσει νά καταγγείλει τήν Σύμβαση τῆς Ρώμης γιά νά νοθεύσει ἔτσι τό δικαίωμα τῶν ἑλλήνων νά καθορίζουν κυριαρχικά τό θρήσκευμα τῶν τέκνων τους.
Καί γιά νά συμπληρωθῆ ἡ σειρά τῶν πιό πάνω σκέψεών μου θά πρέπει νά προσθέσω μία σύντομη παρατήρηση σχετικά μέ τήν νομική ἰσχύ τῶν Συστάσεων τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί τῶν Ἀποφάσεων τοῦ Συμβουλίου Ὑπουργῶν.
Τόσον οἱ Συστάσεις ὅσο καί οἱ Ἀποφάσεις ἔχουν, κατά τά παγίως διδασκόμενα, χαρακτήρα πολιτικῶν ἁπλῶς διακηρύξεων καί μέ τοιοῦτο περιεχόμενον δέν εἶναι ὑποχρεωτικές διά τά Κράτη – Μέλη καί, βεβαίως, δέν δύνανται, αὐτές καί μόνον, νά τροποποιήσουν τίς διατάξεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως γιά τά Ἀνθρώπινα Δικαιώματα, διότι τέτοια τροποποίηση ἀπαιτεῖ νέα Σύμβαση.
Ἄς μή ἐπιχαίρουν λοιπόν ὅσοι μάχονται γιά τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί ἄς μή πιστέψουν ὅτι τό ἐπέτυχον μέ τήν ἐπίμαχη Σύσταση. Οὐδέν ἀπολύτως ἐπέτυχαν, Πολύς θόρυβος γιά τό τίποτα. Καί ἄς μή φοβοῦνται ὅσοι ἀντιθέτως διαβλέπουν στήν κίνηση πρός κατάργηση τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, προσπάθεια ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῶν Ἑλλήνων. Τέτοιου εἴδους μεταβολή μόνο μέ δημοψήφισμα πρέπει νά ἀποφασισθῆ γιά νά ἀκουσθεῖ καί ἡ φωνή τοῦ λαοῦ καί ὄχι μόνον ἡ φωνή ὅλων αὐτῶν πού μάχονται γιά τήν κατάργηση τῆς θρησκευτικῆς κατηχήσεως τῶν ἑλληνοπαίδων καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐκπροσωποῦν παρά μόνον τόν ἑαυτό τους καί γι’ αὐτό δέν κάνουν λόγο γιά δημοψήφισμα. Ξέρουν τί τούς περιμένει. Καί φοβοῦνται.
|